Πολιτικη & Οικονομια

Η 48ωρη άδεια του Δημήτρη Κουφοντίνα και η έκλειψη του πάλαι ποτέ Φιλελευθερισμού

65464-649961.jpg
Βαγγέλης Πισσίας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
1shutterstock_86779993.jpg

Για τους επιγόνους του Μαρξ, 135 χρόνια μετά το θάνατό του, λίγα καλά λόγια απέμειναν να πει κανείς. Προπαντός γι’ αυτούς, ξένους και εγχώριους,  που κυβερνούν ακόμη εις το όνομά του.

Για τους πολιτικούς επιγόνους του Benjamin Constant, 187 χρόνια μετά τον θάνατό του, πάλι λίγα είναι τα καλά λόγια που μπορεί κανείς να αναφέρει.

Σε δημοσίευμα μιας βδομάδας πριν από το παρόν άρθρο, μνημονεύτηκαν τα παρακάτω λόγια του:

«Καλύτερα λίγοι δήμιοι παρά πολλοί δεσμοφύλακες… οι τιμωρίες που υποκατέστησαν τη θανατική ποινή (όπως η ισόβια ή μακρόχρονη κάθειρξη… Σ.τ.Μ.) δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η ίδια θανατική ποινή που επιβάλλεται εξαντλητικά και σχεδόν πάντοτε με τρόπο αργό».

Με τα λόγια αυτά ο B.C. (1767-1830), φιλελεύθερος του καιρού του, άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε «μετριοπαθής επαναστάτης» –οξύμωρο θα πει ίσως σήμερα κανείς–, υποστηρικτής όλων των τότε απελευθερωτικών εξεγέρσεων, της ελληνικής μηδέ εξαιρουμένης, περιέγραφε προφητικά την υποκρισία της κατάργησης της γκιλοτίνας που θεσπίστηκε το  1979, ενάμιση δηλαδή αιώνα αργότερα…   

Περί άμεσης εκτέλεσης της θανατικής ποινής και περί αργού θανάτου

Όσοι ενδιαφέρθηκαν να εννοήσουν και, προπαντός, να συναισθανθούν τι εστί ισόβιος ή μακροχρόνιος εγκλεισμός, στις φυλακές όχι του 19ου, ούτε καν του 20ού, αλλά και σε αυτές του 21ου αιώνα, μπορούν εύκολα να αντιληφθούν γιατί 10 βαρυποινίτες του Κλερβώ, στη Γαλλία του 2006, αλλά και σε πολλές άλλες ύψιστης ασφάλειας ευρωπαϊκές φυλακές, ζήτησαν την επαναφορά της θανατικής ποινής δηλώνοντας:

«Ας μπει ένα τέλος στην υποκρισία… προτιμούμε να τελειώσουμε άπαξ διά παντός παρά να υπομένουμε τον αργό θάνατό μας».

Για τον γνωστό στους περισσότερους που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της φυλακής Michel Foucault, όπως και για τον γνωστό σε λιγότερους Alain Brossat, το προαναφερόμενο αίτημα των βαρυποινιτών είναι ειλικρινές και δεν αποτελεί παραδοξότητα. Και βέβαια, δεν αποτελεί με κατά κανένα τρόπο μετάβαση από τη βαρβαρότητα στη νεωτερικότητα (ή στη μετα-νεωτερικότητα όπως κάποιοι ευελπιστούν) η αντικατάσταση της άμεσης, στιγμιαίας πράξης της θανατικής ποινής από τον αργό, μεθοδικό θάνατο της ισόβιας κάθειρξης. Επ’ αυτού του ζητήματος ο Alain Brossat επικαλείται τον επίσης γνωστό και μεταφρασμένο στη γλώσσα μας Giorgio Agamben o οποίος θέτει με θαυμαστό τρόπο τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ ζωής και βίου, διερωτώμενος επί του διλήμματος μεταξύ αφαίρεσης ζωής και αποβίωσης. Της μεν ζωής θεωρούμενης από τον ίδιο ως οργανικής, ζωώδους κατά βάση κατάστασης –την οποία, κατά κάποιο τρόπο, τυπικά  διασφαλίζει το σύγχρονο, κατ’ ευφημισμόν, κράτος δικαίου–, του δε βίου, ως κοινωνικής ανθρώπινης κατάστασης, καλλιεργημένης, προικισμένης με δικαιώματα και ενταγμένης σε μια πολιτική συνθήκη.

Δεν είναι όμως μόνον η κατάδειξη της μη ουσιώδους διαφοράς μεταξύ δύο μορφών θανατικής ποινής (μεταξύ 2 μεθόδων θανάτωσης ακριβέστερα), αλλά της συνειδητής επιλογής από το σύγχρονο κράτος μιας μεθόδου που προστατεύει και περιποιείται το ανθρώπινο και φιλεύσπλαχνο προσωπείο του. Μιας μεθόδου που υποκαθιστά τη θεϊκή βία, τη μυθική βία δηλαδή στην αρχετυπική της μορφή, με  την έννομη βία στη θετικο-δικαιακή της μεταμόρφωση.

Είναι ακόμη το γεγονός πως η κατάργηση της γκιλοτίνας στην πολιτισμένη Γαλλία έφερε στο φως μια αποκαλυπτική, όσο και θλιβερή για την κουτοπονηρία της, μαθηματική σχέση.

Σύμφωνα με το Διεθνές Παρατηρητήριο Φυλακών (Επιθεώρηση «εντός-εκτός», DAP 5/2014) η κατάργηση της γκιλοτίνας στη Γαλλία, σε διάστημα μόλις 20 χρόνων, έως το έτος 2000, τριπλασίασε τον αριθμό των ισοβιτών (από 185 σε 595), ενώ μεταξύ 2000 και 2014 διπλασίασε τον  αριθμό των βαρυποινιτών με κάθειρξη άνω των 20 ετών (από 1.252 σε 2.460). Με αποτέλεσμα οι 7 εκτελεσθείσες θανατικές καταδίκες (οι 5 από τις οποίες για βιασμό και φόνο παιδιών) της τελευταίας πριν την κατάργησή τους δεκαετίας (1969-1979) να αντισταθμιστούν από το γαλλικό κράτος με την αύξηση των βαρυποινιτών και ισοβιτών, κατά 1.600 άτομα…

Παράλληλα, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Δημογραφικού Ινστιτούτου της Γαλλίας «οι θάνατοι από αυτοκτονίες στις γαλλικές φυλακές ανέρχονται στο εκπληκτικό ποσοστό του 50% επί των φυσικών θανάτων σε αυτές... Ο ρυθμός αύξησης των αυτοκτονιών στις φυλακές ακολουθεί ρυθμούς πολύ υψηλότερους από αυτούς του γενικού πληθυσμού..», Le Monde 20/4/2015

Τα πιο πάνω γραφόμενα δηλούν τούτο μόνο: ότι το δίλημμα που αντιπαραθέτει αφενός την ένταση και βιαιότητα της στιγμής, όπου ο δήμιος επιτελούσε την διατεταγμένη υπηρεσία του και αφετέρου την παρατεταμένη, αργόσυρτη, μεθοδική διαδικασία της αποβίωσης, μέσω του ατέλευτου εγκλεισμού, που συστηματικά εφαρμόζει το σύγχρονο κράτος, φανερώνουν πως η «μεγάλη μεταρρύθμιση» της κατάργησης της θανατικής ποινής αποτελεί υποκρισία και ότι το «σύγχρονο» κράτος  πήρε πολύ περισσότερο βίο από όση ζωή έδωσε.

Περί του εύλογου της αυτοπροστασίας της κοινωνίας

Καθίσταται πρόδηλο από τη γλώσσα των πιο πάνω αριθμών ότι η αλλαγή τρόπου εφαρμογής της θανατικής ποινής (επί της ουσίας περί αυτού πρόκειται) δεν μπορεί να ερμηνευτεί διά μέσω της –αμφιλεγόμενης άλλωστε και στατιστικά διαψευόμενης– υπόθεσης περί «αύξησης της εγκληματικότητας». Αντίθετα, θα πρέπει να θεωρηθεί αποτέλεσμα της ριζικής αλλαγής της πολιτειακής αντίληψης επί του ζητήματος διαχείρισης της βίας διά μέσω αφενός της πολύτροπης καλλιέργειας (και αξιοποίησης: κάτσε σπίτι σου και σκάσε, Θανάση) του κοινωνικού φόβου και αφετέρου του καταλογισμού  υψηλών ποινών (όχι όμως και εφαρμογής τους, εδώ «παίζουν» άλλοι παράγοντες) για πράξεις βίας. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, η επιτελούμενη από το σύγχρονο κράτος υπαγωγή πράξεων πολιτικής βίας –ή ακόμη και πράξεων απλής, συμβολικής πολιτικής ανυπακοής– στο οργανωμένο έγκλημα ή στην τρομοκρατία, παράλληλα με την επιχειρούμενη σύζευξη των δύο αυτών τελευταίων κατηγοριών σε μία ενιαία «τάξη», καταδεικνύει την ανατροπή του ισχύοντος μέχρι πρότινος νομικού πλαισίου.

Αποτέλεσμα; Η αντιμετώπιση του συνόλου των βαρυποινιτών, ιδιαίτερα όσων καταδικάστηκαν για πράξεις πολιτικής βίας, ως εν δυνάμει υπότροπων για διάπραξη νέων πράξεων βίας μόλις αποφυλακιστούν (ή πάρουν ολιγοήμερη άδεια), με ό,τι η αντιμετώπιση αυτή συνεπάγεται στην παραβίαση των αρχών και κανόνων του σωφρονιστικού συστήματος και στην άσκηση της σωφρονιστικής πολιτικής.

Όμως, αν και εκφεύγουν των ορίων αυτού του άρθρου:

α) η ανάλυση, κατηγοριοποίηση-ταξινόμηση των διαφορετικών μορφών φυσικο-δικαιακής βίας (ορθολογικής ή ανορθολογικής) καθώς και

β) η συσχέτιση των δικαστικών αποφάσεων (και των επιβαλλόμενων ποινών) με το εκάστοτε είδος και την μορφή των πράξεων βίας,

Πρέπει ακροθιγώς αλλά με σαφήνεια να αναφερθούν τα εξής:

•  Η κοινωνία δικαιούται να ελέγχει τις αποφάσεις δικαστηρίων και την εφαρμογή των σωφρονιστικών κανόνων με σκοπό να προστατεύει τα μέλη της από πρόσωπα που βαρύνονται είτε με πράξεις βίας ειδεχθούς μορφής, όπως εγκλήματα κατά της ζωής που συνδυάζονται με βασανισμό ή/και σεξουαλική κακοποίηση (ιδιαίτερα κατά ανηλίκων), είτε από πρόσωπα που ηγούνται του καταστροφικού οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος όπως το ναρκεμπόριο, είτε από άτομα ανορθολογικής ή καθ’ έξιν εγκληματικής φύσης ή μη αναστρέψιμης ψυχικής διαταραχής. Στις περιπτώσεις αυτές, ή άλλες που η εγκληματολογία ως επιστήμη δικαιούται να συμπεριλάβει, η προστασία του κοινωνικού συνόλου αποτελεί προτεραιότητα.

•  Παράλληλα, η κοινωνία δικαιούται να ελέγχει τις αποφάσεις δικαστηρίων και την εφαρμογή των σωφρονιστικών κανόνων ως προς την εκ μέρους τους κατανόηση του ιστορικού, κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου εντός του οποίου συντελούνται πράξεις πολιτικής ή κοινωνικής βίας. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος όπου μέτρα επιείκειας ή αποφάσεις αμνηστίας εγγράφονται στο πλαίσιο μιας πολιτικής και κοινωνικής συνθήκης, όπως παρατηρήθηκε στην Ιταλία πριν 3 δεκαετίες κι όπως παρατηρείται σήμερα σε πολλές χώρες τις Λατινικής Αμερικής. Στις χώρες αυτές (Ουρουγουάη, Κολομβία) τα μέλη των πολιτικών οργανώσεων ένοπλης βίας εντάσσονται σε αυτές τις συνθήκες στην δε περίπτωση της Ουρουγουάης μετέχουν και στην κυβέρνηση της χώρας.

•    Τέλος, η κοινωνία οφείλει να γνωρίζει, ώστε να μην παραπλανάται από δημαγωγούς που σπεκουλάρουν με τον κοινωνικό φόβο και με την τρομοϋστερία, ότι η εφαρμογή της γκιλοτίνας στο παρελθόν ή του οριστικού αποκλεισμού των βαρυποινιτών από την κοινωνική ζωή (απόλυτος εγκλεισμός εις το διηνεκές) δεν λειτούργησε ούτε προληπτικά ούτε αποτρεπτικά. Οι στατιστικές της ίδιας χώρας, της Γαλλίας, αντίθετα με ότι ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της σκληρής πολιτικής «ασφάλειας» και πιστεύει ένα μέρος της κοινής γνώμης, δείχνουν πως ενώ ο αριθμός των ανθρωποκτονιών επί του πληθυσμού αυξάνονταν σταθερά μέχρι το 1979 (όταν και καταργήθηκε η γκιλοτίνα), μετά από αυτή την ημερομηνία άρχισε να παρουσιάζει μείωση. Η θέση του παρόντος κειμένου αποσυνδέει συνεπώς  το δίλημμα όσον αφορά στην μορφή της θανατικής ποινής (βίαιης ακαριαίας ή αργού βασανιστικού θανάτου) από το πρόβλημα της  αποτρεπτικής της αποτελεσματικότητας.

Περί επιγόνων…
Ο Benjamin Constant συγκαταλέγεται στους αυθεντικούς φιλελεύθερους του τέλους του 18ου και της αρχής του 19ου αιώνα.  Όσο όμως η κατανόηση της ιστορικότητας και του κοινωνικού  γίγνεσθαι χαρακτήριζαν εκείνους τους  φιλελεύθερους της αυγής του αστισμού,  τόσο ο ψυχοπολιτικός αυτισμός των νέο-φιλελεύθερων επιγόνων τους χαρακτηρίζει την εποχή της παρακμής του. Το πέρασμα από την ιδεολογική και πολιτισμική ακμή στη στείρα διαχειριστική-οικονομίστικη παρακμή καθώς και η  προϊούσα εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού των υποταγμένων χωρών, εξηγεί τη σπουδή της εγχώριας –αυτοαποκαλούμενης φιλελεύθερης– παράταξης να νομοθετήσει το 2009 διά του υπουργού της κ. Δένδια τη μετεξέλιξη της ποινής του αργού θανάτου σε ποινή αργής βασανιστικής αποβίωσης.

Το νομοθέτημα αυτό έθεσε υπό αίρεση ακόμη και το θεσπισμένο στοιχειώδες δικαίωμα των πολιτικών κρατουμένων για ολιγοήμερη –επιτηρούμενη προφανώς– άδεια, 8 χρόνια μετά τον εγκλεισμό τους, παρέχοντας στον εκάστοτε αρμόδιο εισαγγελέα το δικαίωμα να επαναδικάζει ουσιαστικά τον κρατούμενο εκδίδοντας αυτός μόνος, ως domini cane, απορριπτική απόφαση-φετφά, παρά και ενάντια στη βούληση των έτερων δύο πλειοψηφούντων μελών της τριμελούς επιτροπής στην οποία συμμετέχει. Κοντολογίς τυπική και ουσιαστική κατάργηση της αρχής της πλειοψηφίας σε καίριας σημασίας θεσμικό όργανο.

Όμως, οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν κυβερνώνται μόνο από μία παράταξη αλλά συγκυβερνώνται, όπως η συστημική ισορροπία επιβάλλει. Κυβερνώνται συνεπώς διαδραστικά τόσο από την αποϊδεολογικοποιημένη και παρηκμασμένη, πάλαι ποτέ, φιλελεύθερη παράταξη όσο και από την παράταξη που επικαλείται ένα προοδευτικό κράτος δικαίου, ένα κράτος πρόνοιας και τη διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων…

Kατά πώς δείχνει η ζωή, το αποστασιοποιημένο από τον πάλαι ποτέ κοινωνικό και δικαιακό του ριζοσπαστισμό πολιτικό προσωπικό και αυτής της παράταξης δεν προχώρησε στην  αντικατάσταση του εκτρωματικού νομοθετήματος της προηγούμενης κυβέρνησης με νέα νομοθετική πράξη, η οποία θα επέτρεπε τη λήψη σύννομης απόφασης παροχής ολιγοήμερης άδειας σε κρατούμενους υπερ15ετούς εγκλεισμού υπό καθεστώς απομόνωσης. Απτό παράδειγμα η περίπτωση του πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα, που τη δικαιούται, έχοντας θεμελιώσει δικαίωμα, εδώ και χρόνια.

Αυτό που δεν έπραξε ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νεόφυτη εγχώρια εκδοχή αυτού του ιδεολογικοπολιτικού χώρου, κυβερνώντας επί τρία συναπτά χρόνια, ανέλαβε την ευθύνη να πράξει, ενεργώντας κατά συνείδηση και σύμφωνα με τον σωφρονιστικό κώδικα, στα όρια των αρμοδιοτήτων του, υπερβαίνοντας το τοξικό κλίμα των ημερών, ο νυν εισαγγελέας της τριμελούς επιτροπής, τιμώντας την παράδοση ανεξάρτητων και θαρραλέων δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση διατηρεί στη μνήμη της γενιάς μας ο Παύλος Δελαπόρτας.

Οι επόμενες ώρες και μέρες θα είναι δύσκολες. Η πολιτική κενολογία, ο καιροσκοπισμός, η δημαγωγία κι ο διχαστικός λόγος έχουν λάβει ήδη θέση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ