Πολεις

Μια βόλτα στο Κουλέ Καφέ, που θα είναι για πάντα του Αντώνη Σουρούνη η Χώρα

Ιστορίες από το επάνω πάτωμα της Θεσσαλονίκης

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Αντώνης Σουρούνης στην οδό Μουσών στην Άνω Πόλη

Το Κουλέ Καφέ της Θεσσαλονίκης, το ιστορικό κτίριο στο οποίο στεγάζεται πια η Δημοτική Βιβλιοθήκη, η οδός Μουσών του Αντώνη Σουρούνη.

Στο φύλλο της 1ης Φεβρουαρίου του 1927, στο πλαίσιο σειράς από ρεπορτάζ με τίτλο «Μια έρευνα εις τας συνοικίας. Ποια είναι η νέα Θεσσαλονίκη. Αι ανάγκαι και αξιώσεις της», η εφημερίδα Μακεδονία ανηφορίζει πάνω από την Εγνατία: «Μια συνοικία ζωντανή με τελείως ελληνικόν τόνον είναι σήμερον το Κουλέ Καφέ. Διατηρεί την γραφικότηταν των παλαιών ημερών της μουσουλμανικής γαλήνης του, αλλά συγχρόνως εκχύνει και την ζωτικότητα της καινούργιας γερής ράτσας που αντικατέστησε τους απελθόντας ανταλλάξιμους. Υπάρχει μια επιτροπή τοπονυμιών, αν δεν αμφιβάλλομεν, η οποία ασχολείται εις την εξελλήνισιν των διαφόρων βαρβαρικών ονομάτων της υπαίθρου. Θα την παρακαλούσαμεν να φροντίση να κάμη το ίδιον και δια μερικά σημεία της πόλεως, αφού το Δημοτικόν συμβούλιον δεν τα ενθυμείται. Και να αρχίση από το Κουλέ Καφέ, εκεί που η δημοσιογραφική μου έρευνα με έφερε χθες». Σ.σ. «Κουλέ» στα Τούρκικα σημαίνει «πύργος».

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη

Μια άλλη εφημερίδα της πόλης, η Εφημερίς των Βαλκανίων, έναν χρόνο μετά το ρεπορτάζ της Μακεδονίας, στις 25 Ιανουαρίου του 1928, έπειτα από γράμμα αναγνώστη της που αναρωτιόταν «διατί δεν φροντίζει κανείς να αντικατασταθεί το όνομα Κουλέ Καφέ με ελληνικής τινά ονομασία, δια να μη μας ενθυμίζει διαρκώς την Τουρκοκρατίαν», σκέφτηκε να προκηρύξει διαγωνισμό για τη μετονομασία της γειτονιάς. Το έπαθλο για την πιο ευφάνταστη πρόταση θα ήταν μια ετήσια συνδρομή. Τις επόμενες μέρες ακολουθεί μικρός χαμός από προτάσεις για «βαφτίσεις», προκειμένου το Κουλέ Καφέ να εξελληνιστεί: Επάνω Σκάλα, Ταταύλα, Συνοικία Παρθενώνα, Συνοικία Βαλκανίων, Ακρόπολις, Ανακτόριον, Ακρωτήρι, Λυκαβηττός, Συνοικία Πανελληνίου Ενώσεως. Πολλές άλλες περιοχές της πόλης εκείνες τις μέρες άλλαξαν όνομα. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και το Μελβεχανιέ έγινε Παναγία Φανερωμένη, τα Κουκλουτζάς (Εύοσμος), Νέα Μαινεμένη, Νέα Βάρνα (Συκιές), Νέα Τούζλα, Νέο Ρύσιο (Αρετσού) και Κατιρλί στην Καλαμαριά ήταν τοπωνύμια που σχετίζονταν με τις πατρίδες που άφησαν πίσω τους. Όμως στην Άνω Πόλη, το Κουλέ Καφέ επιβίωσε και προχώρησε στον χρόνο με το όνομά του να παραμένει άθικτο ως σήμερα. 

Κουλέ Καφέ τη φωνάζουν όλοι την πλατεία Ρομφέη και ας ήταν ο Ρομφέης ο Μακεδονομάχος καπετάνιος που, ενώ ο Σουλτάνος τον διόρισε επιθεωρητή της Ρούμελης, αυτός σήκωσε μπαϊράκι. Καθημερινά κατηφορίζοντας από το επάνω πάτωμα για κάτω περνώ μπροστά από το πλατάνι και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, σύμβολα της πλατείας. Πριν στεγαστούν τα βιβλία, το κτίριο, κλασικό δείγμα βαλκανικού σπιτιού με τις καμπύλες επιφάνειες, τα πολλά παράθυρα και τα σαχνισιά, ήταν κατοικία του Οθωμανού διοικητή Χιφτσί Εφέντη. Αργότερα μετατράπηκε σε διδακτήριο, στα σέβεντις στεγάστηκε το 7ο Γυμνάσιο Αρρένων και το 1977, χαρακτηρισμένο ως έργο τέχνης, το κτίριο αγοράστηκε από τον Δήμο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ως και τα τέλη της, εδώ στεγάστηκε η διάσημη ελευθεριακή κατάληψη Βίλα Βαρβάρα, ενώ ακριβώς απέναντι βρίσκεται το Βυζαντινό Λουτρό.

Στα νερά του για 700 χρόνια Τούρκοι, Έλληνες και Εβραίοι έκαναν χρήση υδρατμών, ενώ τριγύρω οι οδοί Εσπερίδων, Θεοφίλου, Κρίσπου, Θεοτοκοπούλου, Αγίας Σοφίας και φυσικά οδός Μουσών ολοκληρώνουν τον μύθο της πλατείας. Που ο πιο διάσημος κάτοικός της θα είναι εσαεί ο Αντώνης Σουρούνης, που με το βιβλίο του Μονοπάτι στη Θάλασσα πέρασε τα πέριξ της στη χώρα του Μύθου: «Γεννήθηκα σε ένα σπίτι χωρίς κανένα βιβλίο. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά στο δρόμο μας σε τέτοια σπίτια γεννηθήκαμε. Στην οδό Μουσών. Πού μένεις; Στην οδό Μουσών. Το λέγαμε με υπερηφάνεια χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνει η λέξη. Ούτε Γεντί Κουλέ ξέραμε τι θα πει ούτε Κουλέ Καφέ, εκεί που ζούσαμε. Κανένας μας δεν νοιαζόταν για τέτοια, μας έφτανε που ζούσαμε. Μουσών για εμάς σήμαινε δύναμη και πόλεμος. Από πάνω μας ήταν το Γεντί Κουλέ, παραδίπλα τα γύφτικα, πιο πέρα το Τσινάρι. Ήξερα από πού αρχίζει ο δρόμος μας, αλλά δεν ήξερα πού τελειώνει. Έμοιαζε με ποτάμι γεμάτο ρυάκια και παραπόταμους, αλλά με ποτάμι ανάποδο, που αντί να κατεβαίνει ανέβαινε κι αντί να χύνεται στη θάλασσα πήγαζε από αυτή». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ