Πολεις

Το ημερολόγιο της Πέμπτης | 17.08.23

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Δεν ξέρω —δεν θυμάμαι— πώς πέρασε η μέρα χθες. Δεν ήταν εύκολα, υποθέτω. Τα μάτια εκείνων των ακροβολισμένων στο στενό ανθρώπων, των αντρών και των γυναικών που φυλούσαν το εγκαταλειμμένο σπίτι —γιατί αυτό έκαναν βέβαια—, ήταν τόσο κενά από οτιδήποτε —από ίριδα, από συναίσθημα, από νοημοσύνη—, που έμοιαζαν βγαλμένα, σαν να τα είχες αφαιρέσει με την τσιμπίδα: με κοιτούσαν με άδειες κόγχες. Μα, από την άλλη, ακριβώς επειδή ήταν στραμμένα όλα τους επάνω μου, εκείνο το βλέμμα που μου έριχναν, εκείνο το βλέμμα που έπεσε επάνω μου κροτώντας, ήταν πιο δυνατό κι από φωτιά, ή από γροθιά, ή από έναν ψίθυρο στο αυτί μου μέσα στο σκοτάδι. Το κυριότερο: δεν είχα καθίσει πάνω από ένα δευτερόλεπτο εκτεθειμένος στη γωνία, αγκιστρωμένος σε κείνες τις παράξενες, υπνωτιστικές ματιές, μα είχα προλάβει —πώς είναι δυνατόν;…— να δω καθαρά και όλους εκείνους τους ξένους, και τα κενά τους μάτια, και τη συσσωρευμένη ένταση που κρυβόταν από πίσω τους, και αυτό που ΗΤΑΝ όλοι αυτοί. Λοιπόν, δεν ήταν απλοί φρουροί, ή απλοί υπηρέτες, ή έστω απλοί φανατικοί. Ήταν σαν εκείνους τους τρελούς αιρετικούς που επιλέγουν να πιουν όλοι μαζί ένα δηλητήριο φτιαγμένο στην κουζίνα του αρχηγού της αίρεσης, υπακούοντας απλώς σε ένα του νεύμα. Ήταν τέρατα. Χαμένες. Λησμονημένες ψυχές. Και με είχαν δει. Και δεν θα με ξεχνούσαν ποτέ πια.

Δεν πέρασε εύκολα η χθεσινή μου μέρα, όχι. Όχι όσο σκεφτόμουν —χωρίς να το θέλω, χωρίς να το επιδιώκω, χωρίς να το αντέχω— εκείνη την εικόνα, εκείνο το tableau vivant, που είχε τυλίξει το μυαλό μου σαν ματωμένος επίδεσμος. Μπορούσα να ακούσω ακόμη και τις αναπνοές τους, ή και τις μικρές σκέψεις που στριφογυρνούσαν πίσω από τα άδεια τους μάτια. Μπορούσα να ακούσω, να δω και να νιώσω τα πάντα.

Βγήκαμε μόνο δύο φορές —αυτό φυσικά το θυμάμαι—, κι αυτές στα γρήγορα, και βέβαια προς τη μεριά του σιντριβανιού. Όσο πιο μακριά από το σπίτι γινόταν. Τα σκυλάκια μου το δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα και με το κεφάλι κατεβασμένο, κι ας λαχταρούσαν μια μεγάλη βόλτα, γιατί έβλεπαν πως δεν ήμουν καλά. Τα σκυλιά πάντα το καταλαβαίνουν όταν δεν είμαστε καλά, και πράττουν ανάλογα. Και οι γάτες το καταλαβαίνουν, μα συνήθως κρατούν αυτές τις κρίσεις για τον εαυτό τους. Έκατσα απλωμένος στην πολυθρόνα κοντά στην μπαλκονόπορτα με το κατεβασμένο παντζούρι, έχοντας αναμμένα όλα τα φώτα, και σχεδιάζοντας. Όχι το βιβλίο μου. Αυτό μπορούσε να περιμένει. (Και να αλλάξει εκ βάθρων. Η αρχική μου ιδέα, εκείνη η ιδέα μιας ιδέας, ήταν δηλητηριασμένη, τοξική). Έκατσα σχεδιάζοντας την άμυνα του σπιτιού. Του δικού μας σπιτιού. Ήξερα πως, όσο και αν τους απέφευγα εγώ, δεν θα μπορούσα να εμποδίσω εύκολα μια δική τους επίθεση, ή έστω «επίσκεψη», πόσο δε μάλλον μια πολιορκία —που μπορούσε να εξελιχθεί σε έφοδο ή να οδηγήσει σε μια αναγκαστική, τακτική υποχώρηση εκ μέρους μου όταν δεν θα έβλεπε ο εχθρός—, γι’ αυτό και, αν μη τι άλλο, έπρεπε να ήμουν σε θέση να διατηρήσω μια κάποια αυτονομία στο διαμέρισμα. Δεν ήταν αδύνατον. Μπορούσα να το κάνω, μέχρις ενός σημείου. Τα μάτια μου έλαμψαν στην ιδέα.

Πριν καλά-καλά ξεκινήσει η ημέρα —κι αυτό το θυμάμαι— έκανα δύο μεγάλες, γρήγορες παραγγελίες σε δύο σουπερμάρκετ για νερά, καφέ, τρόφιμα, χαρτικά και καλλυντικά, προμήθειες που υπολόγισα ότι θα μου έφταναν για όλο τον μήνα, και για μεγάλο μέρος του επόμενου. Ζήτησα να έρθουν το ίδιο απόγευμα, πράγμα εύκολο: ήμουν μόνος στην πόλη, και οι παραγγελίες που δέχονταν τα e-shop των σουπερμάρκετ ήταν ελάχιστες. Χάρηκα με αυτή την προοπτική, και όταν τα κατάφερα σηκώθηκα από την πολυθρόνα και ετοίμασα το μικρό δωμάτιο για να δεχτεί το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών — η κουζίνα δεν θα έφτανε, παραήταν μικρή για τόσα πράγματα.

Πριν καν ξημερώσει, έψαξα στο ίντερνετ για λίστες εφοδίων που είναι απαραίτητα σε περίοδο καραντίνας ή εχθρικής επίθεσης με συμβατικά όπλα, και συμπλήρωσα κάπως τις λίστες μου —το ορυκτό αλάτι είναι προτιμότερο από το θαλασσινό, ας σημειωθεί, ενώ πρέπει κανείς οπωσδήποτε να προμηθευτεί πράγματα που υπό νορμάλ συνθήκες θα απέφευγε, όπως το κορν-μπιφ—, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα πως είχα μαύρα μεσάνυχτα γύρω από τους κανόνες επιβίωσης σε ακραίες συνθήκες, και από όλα εκείνα τα άκρως απαραίτητα πράγματα που οφείλει να έχει κανείς, όχι για να διανυκτερεύσει σε μία άγνωστη δασώδη περιοχή κάνοντας μια εκδρομή, αλλά στα περίχωρα της ίδιας του της πόλης έτσι και το καλούσε η ανάγκη. Έπρεπε να είμαι προετοιμασμένος για όλα τα ενδεχόμενα, και όχι μόνο για να έχω αρκετά παξιμάδια, λάδι, πάστα ντομάτας και παστό βοδινό έτσι και δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι. Προφανώς και δεν είχα σφυρίχτρα, ας πούμε, ή ένα κανονικό μαχαίρι —και όχι αυτό για το κρέας, που είναι κατάλληλο μόνο για ταινίες τρόμου αλλά δεν έχει καμιά λειτουργική χρησιμότητα κατά τα άλλα—, δεν είχα σπίρτα σε αδιάβροχο περιτύλιγμα, δεν είχα μπαταρίες και πλήρες φαρμακείο, δεν είχα δισκία για να καθαρίζω το νερό, δεν είχα κανονικό φακό και κανονική πυξίδα —κι αν έχανα το κινητό μου; κι αν δεν μπορούσα να το φορτίσω; κι αν έσπαγε ή αποφορτιζόταν η power bank μου;…—, δεν είχα σχοινί, επιδέσμους, γεννήτρια, καύσιμα, δράπανο, κιτ ψαρέματος, χειρουργικό κιτ, σύρμα, αναλογικό ρολόι χειρός, μάσκα βιολογικού πολέμου, παγούρι — δεν είχα τίποτα, τίποτα, τίποτα.

Θα τα προμηθευόμουν και όλα αυτά —ο κατάλογος ήταν μακρύς, ήταν σχεδόν ατέλειωτος—, όμως όχι σήμερα. Μπορούσα να παραγγείλω τα περισσότερα από το ίντερνετ, αλλά δεν θα έρχονταν στο σπίτι μου πριν από σαράντα ώρες το λιγότερο, κι αυτό μόνο αν ήμουν τυχερός. Και, το κυριότερο: δεν μπορούσα βέβαια να παραγγείλω όπλα. Θα τους υποδεχόμουν άοπλος έτσι και μου χτυπούσαν την πόρτα για να μου μοιράσουν ένα από τα φυλλάδιά τους, μόνο με τα γυμνά μου χέρια και με ένα ρόπαλο του μπέισμπολ. Διάολε, δεν είχα ξαναπιάσει ρόπαλο του μπέισμπολ στη ζωή μου, δεν είχα ιδέα πώς να το χρησιμοποιήσω.

Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από εκεί και πέρα. Πρέπει να κοιμήθηκα βλέποντας κάτι στην τηλεόραση —όταν ξύπνησα, η υπηρεσία στρίμινγκ με ρωτούσε αν συνέχιζα να βλέπω ή αν είχα κοιμηθεί: προφανώς και είχα κοιμηθεί, διάολε, είχα πέσει σε λήθαργο, ποιος μπορεί να παρακολουθεί οτιδήποτε όλη τη μέρα;— και μισοξυπνώντας απ’ ανάμεσα, μόνο και μόνο για να ρίξω μια ματιά από τις γρίλιες. Με τη διαφορά ότι δεν μπορούσες να δεις τίποτε από τις γρίλιες. Μονάχα τούς απέναντι. Και οι απέναντι έλειπαν. Μπορούσα να δω μόνο τα άδεια μπαλκόνια, εκείνους τους όγκους άχαρου τσιμέντου που με χώριζαν από το όχι πια εγκαταλειμμένο σπίτι. Ήμουν μόνος στην πόλη. Εγώ, και οι φύλακες του σπιτιού. Εκείνοι οι ξένοι με τα άδεια μάτια.

Τα παιδιά από τα σουπερμάρκετ χτύπησαν με διαφορά είκοσι λεπτών το θυροτηλέφωνο, κάνοντας την καρδιά μου να πεταρίσει σαν να ήθελε να βγει από το στήθος μου. Ρώτησα ποιος ήταν, αν και συνήθως ομολογώ ότι δεν το κάνω, και κοίταξα από το ματάκι της πόρτας όταν ανέβηκαν με τα μικρά, ευέλικτα καρότσια τους γεμάτα ώς επάνω. Και οι δύο, αναγκάστηκαν να ανέβουν δύο φορές με το ασανσέρ· είχα παραγγείλει πολλά πράγματα, σχεδόν αδειάζοντας την κάρτα μου. Τους είπα να τα αφήσουν έξω, στο χολ, γιατί ήμουν άρρωστος, και δεν άνοιξα την πόρτα παρά μόνο όταν είχαν κατέβει τουλάχιστον δύο ορόφους. Όταν τελείωσα με αυτή τη δουλειά, ήμουν τόσο εξουθενωμένος και τόσο ιδρωμένος, που δεν ένιωθα ικανός να τακτοποιήσω όλα αυτά τα πράγματα στα ντουλάπια της κουζίνας και του μπάνιου, και να μεταφέρω τα υπόλοιπα στο μικρό δωμάτιο. Ωστόσο ήταν απαραίτητο, αλλιώς το κάστρο μου θα έπεφτε από την πρώτη μέρα.

Ήταν αργά τα μεσάνυχτα όταν τελείωσα μ’ αυτή τη δουλειά. Σερνόμουν κυριολεκτικά και δεν έβλεπα καθαρά από την κούραση. Λοιπόν, είχα περάσει όλη μου τη μέρα με τα ψώνια και τις απαραίτητες προμήθειες για μια πολιορκία. Ήταν άραγε κάτι που άξιζε τον κόπο; Δεν είχα ιδέα. Ωστόσο ήταν κάτι που είχα κάνει. Μια γενναία χειρονομία απέναντι στην άβυσσο. Ήταν κάτι τελικά, ναι. Έστω, αυτό το λίγο.

Μπήκα στο μπάνιο, ξεντύθηκα, άφησα το νερό να κάψει και χώθηκα από κάτω, βογγώντας από τον πόνο. Πλύθηκα, τρίφτηκα με το σφουγγάρι, και απόλαυσα την αίσθηση της καθαριότητας, τη νίκη απέναντι στον λιπαρό αέρα και τη βρομιά, σαν μια δεύτερη νίκη που είχα καταγάγει. Σκούπισα τα μαλλιά μου με δυο κινήσεις, φόρεσα το μπουρνούζι μου και βγήκα από το μπάνιο για να πάρω αέρα — και τότε είδα την πόρτα. Την εξώπορτα του διαμερίσματος. Ήταν ανοιχτή.

Δεν ήταν ορθάνοιχτη, όχι τουλάχιστον παραπάνω από δύο εκατοστά, κι αυτό εξαιτίας μιας διπλής συσκευασίας οδοντόκρεμας που είχε πέσει από μια σακούλα χωρίς να την αντιληφθώ, αλλά… Αλλά πώς μπορούσα να είμαι σίγουρος πως δεν την είχαν ανοίξει όσην ώρα ήμουν στο μπάνιο, πως δεν είχαν μπει στο σπίτι μου και πως δεν ήταν ήδη μέσα, κρυμμένοι πίσω από τα έπιπλα; Τρέμοντας, κοίταξα τα σκυλάκια μας που είχαν γλαρώσει πεσμένα στο πάτωμα. Πάντα κοιμούνται μετά τις έντεκα, και τώρα ήταν ήδη μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα. Δεν θα είχαν αναστατώσει τον κόσμο αν κάποιος άνοιγε την πόρτα από έξω με το αντικλείδι του; Φυσικά και θα τον είχαν αναστατώσει. Κι αν… Και αν όμως τα είχε ναρκώσει; Κι αν ήταν ανέλπιστα φιλικός μαζί τους;

Δεν είχα απαντήσεις. Μόνο τρόμο. Έκλεισα την πόρτα, έβαλα τον σύρτη, και, με την καρδιά μου μαγκωμένη στο στήθος και με ένα άχρηστο μαχαίρι σφιγμένο στις παλάμες μου, επιθεώρησα ένα-ένα όλα τα δωμάτια, κοιτώντας λοξά πίσω από κάθε κρεβάτι, πίσω από κάθε βιβλιοθήκη και κάθε κουρτίνα.

Δεν ήταν κανείς εκεί. Μάλλον.

Πέρασα όλη τη νύχτα ξάγρυπνος, και τώρα γράφω αυτό εδώ, χαράματα Πέμπτης, με έναν καφέ να κρυώνει δίπλα μου. Έξω άρχισαν να ακούγονται τα χελιδόνια. Κυνηγάνε κουνούπια, και ουρλιάζουν στη γλώσσα τους, χαιρέκακα.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome