Πώς δημιούργησε τον κόσμο του «Protergia Magic Lights», το λαμπερό μονοπάτι στο χριστουγεννιάτικο χωριό
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Οι μουσικοί του δρόμου που φτιάχνουν το soundtrack της Αθήνας
Η μουσική δεν απαιτεί συγκεκριμένο χώρο. Παντού μπορεί να λειτουργήσει
Η Αθήνα το καλοκαίρι δεν είναι μόνο θερμοπληξία, κόρνες και φωνές ξεναγών. Μπορεί να μην το καταλάβεις ποτέ, αν απλώς περπατάς με τα AirPods να βαράνε και το βλέμμα χωμένο στην οθόνη. Οι μουσικοί του δρόμου αλλάζουν σημεία και τραγούδια πριν ο ήλιος αλλάξει συντεταγμένες. Η μουσική στον δρόμο δεν είναι θέαμα. Είναι επιβίωση. Είναι τρόπος ζωής.
«Hit the road, Jack». Στην Καπνικαρέα, στην Ερμού, τον εμπορικότερο δρόμο της πόλης, ο Stefan από τη Ρουμανία παίζει blues με νεύρο. Ζει στην Κυψέλη, και στη θήκη της κιθάρας του φιγουράρει το username του στο Instagram: trubadurstefan. Έχει 116 followers, μερικά κέρματα και μια φωνή που θα ζήλευαν πολλά next big things. Περαστικοί βγάζουν με το ένα χέρι το smartphone για να τον τραβήξουν βίντεο αλλά δεν βάζουν το άλλο στην τσέπη. Κάποτε τριγυρνούσε με κοτσίδα, τώρα έχει γκριζάρει αλλά το χαμόγελό του μοιάζει με poke.
Τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από μια φάλτσα νότα όταν έχεις άδεια τσέπη. Ο Βαγγέλης Κωστόπουλος μόνο φάλτσος δεν είναι, κι αν τα πόδια σου σε φτάσουν στο Θησείο, θα το καταλάβεις. Έφτασε από τα Τρίκαλα στην Αθήνα ένα καλοκαίρι με 5 ευρώ στην τσέπη. Δεν τα βρήκε με τις κλίκες, προτίμησε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του απέναντι σε εργοδότες και κουράστηκε από συνεργασίες που δεν είχαν τύχη. Θυμάται να παίζει σε λαϊκές και να τον βάζουν κάτω από ομπρέλες μην καεί, να του δίνουν και προϊόντα φεύγοντας. Να πηγαίνει σεζόν και να νιώθει ότι ξεριζώνεται ένα κομμάτι μέσα του. Παίζει στον δρόμο ένα τραγούδι που έγραψε μετά το κυνηγητό από αστυνομικούς στην Ερμού το 2016, «νόμος περί επαιτείας… ό,τι να ’ναι, ευτυχώς καταργήθηκε...» λέει. Οι στίχοι του δεν κάνουν hustle ούτε virtue signal. «Όλα είναι δρόμος και η ζωή να σε ανταμείβει ξέρει, κι αν την αγάπησες πολύ, σε παίρνει από το χέρι». 13 χρόνια τώρα αναζητά την επικοινωνία κι αγαπά την πόλη, όση ζέστη και βοή κι αν έχει. Δίνει ατάκα για τίτλο πριν απομακρυνθούμε: «Αν κάποιος μου πει ότι του έφτιαξα τη μέρα, έχω κερδίσει το παιχνίδι».
Ανάμεσα σε πλανόδιους που πουλάνε ξηρούς καρπούς και σε τουρίστες που διαλέγουν γεύση για το παγωτό τους, ο Φίλιππος Βαζάκας, φορώντας μπλουζάκι των Motörhead, μιλάει για τους Filser Music Project: «Κάποιο βράδυ που παίζαμε, πέρασε μια αρκετά ηλικιωμένη κυρία με εμφανή δυσκολία στο περπάτημα. Σταμάτησε μπροστά μας, στηρίχτηκε γερά στο μπαστούνι της και μας άκουσε για αρκετή ώρα, και μετά, πριν φύγει, ήρθε και μας μίλησε πολύ όμορφα και μας ευχαρίστησε που ομορφύναμε το βράδυ της. Τι να πω...». Τι να πεις; Έχουν τους κανόνες τους: Δεν παίζουν ποτέ το ίδιο τραγούδι δυο φορές τη μέρα. Έχουν ένα τραγούδι για κάθε εποχή: για το καλοκαίρι έχουν το «Summertime».
Το μουσικό σχήμα Filser Music Project δημιουργήθηκε το 2020 και απαρτίζεται από τους Φίλιππο Βαζάκα στο τραγούδι, Σέργιο Σαμαρτζή στο πιάνο και Αντώνη Μουρελάτο στο σαξόφωνο. Αν έγραφαν δελτίο Τύπου, μπορεί και να υποστήριζαν ότι έχουν επιρροές από ετερόκλητα μουσικά είδη και ακροβατούν ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες, με κοινό παρονομαστή την τζαζ. Πώς είναι να παίζεις μες στη βοή της πόλης, ενώ ο κόσμος περνά βιαστικός ή σ’ ακούει για λίγο και φεύγει; «Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση και αναμέτρηση με τον εαυτό σου. Το να καταφέρεις ν’ αγγίξεις τον άλλον, άμεσα και ουσιαστικά, σ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να σταματήσει και να σ’ ακούσει έστω και για λίγο, είναι πολύ όμορφο συναίσθημα και σου δίνει δύναμη και όρεξη να συνεχίσεις», εξηγεί ο Φίλιππος και δίνει credit σε ένα νορβηγικό black metal μπλουζάκι στον δρόμο.
Ο Παναγιώτης Σαμούρης δεν παίζει για να εντυπωσιάσει. Παίζει για να ξαναβρεί αυτά που έχει χάσει. «Η ερμηνεία απαιτεί τα λάφυρα της ζωής», λέει, σαν να μιλάει ένας παλιός πολεμιστής για τη μάχη που δίνει κάθε φορά που ακουμπά τα δάχτυλά του στα πλήκτρα. Ξεκίνησε μικρός, με σκηνή από τελάρα και κοινό τα παιδιά της γειτονιάς. Τώρα είναι στην Αρεοπαγίτου και διδάσκει νοσταλγία με μελωδία. Παίζει «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» όχι γιατί «είναι πιασάρικο», αλλά γιατί έχει τον πόνο του χωρισμού μέσα του και τη ματζόρε κλίμακα να του απαλύνει το βάρος. Παίζει για να σταματήσουν οι βιαστικοί και να ψελλίσουν δυο στίχους. Κι όταν ανοίγει τη θήκη, είναι σαν να ανοίγει portal σ’ έναν κόσμο που δεν βιάζεται, δεν καταναλώνει, απλώς νιώθει. «Ζω στην Αθήνα τα τελευταία 8 χρόνια. Οι περίπατοί μου στην περιοχή του Θησείου ήταν συχνοί. Κάθε φορά αυτό που απολάμβανα στη βόλτα μου ήταν ν’ ακούω μουσικούς. Ειδικά όταν το ρεπερτόριο του καλλιτέχνη ταυτιζόταν με το δικό μου, μπορούσα να κάτσω με τις ώρες ν’ ακούω. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα να παίξω κι εγώ στον δρόμο. Άλλος θα παρηγορηθεί, άλλος θα ρεμβάσει κι άλλος θα νοσταλγήσει. Ο δεύτερος λόγος που παίζω, ειδικά τα καλοκαίρια, είναι ο βιοπορισμός. Καθώς είμαι εκπαιδευτικός, μαθηματικός, τα καλοκαίρια στερεύουν οι τσέπες. Κάπως πρέπει να ζήσω. Γιατί να μην κάνω αυτό που μου αρέσει δουλειά; Αν και απεχθάνομαι να λέω ότι δουλεύω. Προτιμώ να λέω ότι διδάσκω ή ότι παίζω μουσική», εξηγεί και αφηγείται πώς το προηγούμενο βράδυ ένας περαστικός, κάνοντας ότι αφήνει χρήματα, τον έκλεψε.
Είναι new kid on the block. Δεν περιορίζεται από τίποτα κι από κανέναν. Αν τον ρωτάτε, ονειρεύεται στο μέλλον να έχει θέση σε κάποια μουσική σκηνή ή σε συναυλιακούς χώρους. Ποιοι θα τον ακούσουν με προσοχή το φετινό καλοκαίρι;
Μια βιολίστρια είναι τόσο συνδεδεμένη με τον Roma ενισχυτή της, που δεν θες να την αποσυνδέσεις με καμία ερώτηση. Ένας τύπος βαράει τις πενιές στο μπουζούκι του σαν να δίνει ρεσιτάλ. Ο δρόμος έχει τις δικές του απαιτήσεις. Δεν είναι σκηνή. Δεν είναι σαλόνι. Είναι μια ανοιχτή πρόβα μπροστά σε ανθρώπους που περνούν, που βιάζονται, που δεν ζητούν να ακούσουν, αλλά σταματούν γιατί κάτι τους τράβηξε: μια φωνή· μια μελωδία· μια αλήθεια.
Κορίτσια που διασκευάζουν ανδρικές φωνές, δύο αφρικανοί ράπερ που κερνάνε drill με ρίμες, ένας πρώην αρχιτέκτονας που πια παίζει σαξόφωνο και κλαρινέτο, αλλά θυμάται τη «Φωνή της Αθήνας» από τις πρώτες Πέμπτες του 2003. «Θα μπει και στο έντυπο;» ρωτά ο Αλέξανδρος και βάζει τα χείλη του για να μας χαρίσει μια ελεύθερη jazz απόδοση του «Blue in Green» του John Coltrane.
Έχει ήδη νυχτώσει και ο Κωνσταντίνος προσπαθεί να στήσει ένα μικρόφωνο, αλλά τον διακόπτουν, γιατί ξεκινά μια παράσταση στο Ηρώδειο. Δούλευε χρόνια ως δημοσιογράφος σε portal, παραιτήθηκε και σε λίγες ώρες φεύγει για Κρήτη, δεν έχει χρόνο. Πιο ψηλά, στο Σύνταγμα, χαζεύουμε τους Streeters, που ταιριάζουν ραπ και ηλεκτρικές κιθάρες και μπορείς να τους σκανάρεις για tips.
Είναι μερικοί από τους μουσικούς του δρόμου που ίσως συναντήσεις αυτό το καλοκαίρι. Αν τους δεις, σταμάτα. Μη ρίξεις απλώς κέρμα. Ρίξε ένα βλέμμα. Ένα χαμόγελο. Ένα «ευχαριστώ». Γιατί, αν δεν είναι αυτοί να κρατούν ζωντανό το νόημα της τέχνης, τότε δεν μένει τίποτα. Κι όπως είπε ένας απ’ αυτούς: «Η μουσική δεν απαιτεί συγκεκριμένο χώρο. Παντού μπορεί να λειτουργήσει».
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών