Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Αναζητώντας ένα σπίτι, διεκδικώντας την ενηλικίωση
OK Zoomer: Η δυσκολία εύρεσης σπιτιού στην Αθήνα για τη γενιά των 20's - Μια γενιά που κυνηγάει ακόμα το αίσθημα της ενηλικίωσης
«Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όλες ίδιες. Όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο», γράφει ο Λέων Τολστόι στην Άννα Καρένινα[1]. Αντίστοιχα, εάν υποθέσουμε ότι το προνόμιο της στεγαστικής ασφάλειας γεννά μια ενιαία αίσθηση προστασίας, σταθερότητας και βεβαιότητας, η στεγαστική επισφάλεια θυμίζει ένα σκοτεινό καλειδοσκόπιο: σκαλίζοντας πίσω από το φαινόμενο- ομπρέλα, αποκαλύπτονται διαφορετικά είδη ευαλωτότητας, ποικίλα τραύματα και άγχη, ετερόκλητες αγωνίες.
Το βίωμα των νεότερων, ωστόσο, χαρακτηρίζεται από έναν κοινό παρονομαστή. Η δυσκολία εύρεσης σπιτιού θέτει υπό αίρεση τη βασικότερη προϋπόθεση της ενηλικίωσης, την απόκτηση προσωπικού χώρου – υλικά, και κυρίως, συναισθηματικά.Το παιδικό δωμάτιο, γράφει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος στις «Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης», προκύπτει ως «μια ιδιόκτητη επικράτεια», «ένας τόπος που δεν υπόκειται στους νόμους των μεγάλων», «ένας χώρος πρόβας της μελλοντικής ενήλικης ανεξαρτησίας και ελευθερίας»[2]. Ωστόσο, παραμένοντας στο παιδικό δωμάτιο, το παιδί-πλέον-ενήλικας παραμένει σε μία μεταιχμιακή κατάσταση, όπου συνεχίζει να προβάρει, ενώ στην πραγματικότητα θέλει να βγει να παίξει στην πρεμιέρα του. Τα ροζ και γαλάζια δωμάτια με σεντόνια με πριγκίπισσες και αυτοκινητάκια παραμένουν ο καμβάς πολλών ενηλικιώσεων. Κάποιων σίγουρα από επιλογή. Πολλών όμως όχι.
Στο παιδικό δωμάτιο
Μιλώντας με άτομα στα 20s τους που μένουν στην Αθήνα, δεν αργεί κανείς να διαπιστώσει ότι πολλοί ασφυκτιούν στο οικογενειακό τους σπίτι. Αλλά η αίσθηση ασφυξίας δεν είναι μόνο προϊόν κακοποιητικών γονεϊκών συμπεριφορών. Πολλοί, άλλωστε, σπεύδουν να τονίσουν ότι «οι γονείς τους γενικά είναι κουλ», ότι «ποτέ δεν ήταν αυστηροί ή καταπιεστικοί», η ικανοποίηση που νιώθουν πηγαίνοντας στο δικό τους σπίτι δεν αναιρεί την αγάπη τους προς τους δικούς τους. Aν και η συνύπαρξη με πιο κουλ γονείς είναι σίγουρα πιο εύκολη σε σχέση με γονείς-δυνάστες, η ανάγκη ανεξαρτητοποίησης παραμένει. Το παιδικό δωμάτιο μπορεί να είναι σχεδιασμένο για να προσφέρει μια αίσθηση ασυλίας και προστασίας από τα ενήλικα ραντάρ, αλλά εν τέλει δεν μπορεί να εξουδετερώσει την ανάγκη για ξεχωριστή κατοίκηση, μακριά από περιορισμούς, που μπορεί να μην εκφράζονται με όρους απαγόρευσης αλλά εσωτερικεύονται και εκδηλώνονται ως αυτοπεριορισμοί. Πολλοί, για παράδειγμα, αισθάνονται ότι στο παιδικό τους δωμάτιο δεν μπορούν να κλάψουν. Όχι επειδή τους απαγορεύεται, ούτε επειδή δεν θέλουν να τους δουν να κλαίνε. Αλλά καθώς φοβούνται ότι το κλάμα τους θα παρεξηγηθεί – είτε ως πιο σημαντικό είτε ως πιο ασήμαντο απ’ ό,τι το αισθάνονται. Το κλάμα του ενός το ακούνε και άλλοι, αυτόματα χάνει τον πηγαίο, ανοικονόμητο και αυτοεκπληρούμενο χαρακτήρα του, εκλογικεύεται και μεταφράζεται σε κάτι – στρες, ερωτική απογοήτευση, μελοδραματισμός, λύτρωση, ξέσπασμα. Και έτσι κάπως παραδίδεις τη δυνατότητα να κλάψεις με τους δικούς σου όρους, αφού άμεσα ή έμμεσα καλείσαι να δώσεις λογαριασμό. Καμιά φορά, η αγάπη και το ενδιαφέρον πνίγουν. Καμιά φορά, η σωτηρία δεν χρειάζεται σωτήρες.
Στον δικό σου σπίτι, με τους δικούς σου όρους
Η μετάβαση σε έναν προσωπικό χώρο αφήνει χώρο για μοναχικότητα. Αλλά κυρίως αφήνει χώρο για να λειτουργήσεις με τους δικούς σου όρους, να κάνεις τα κουμάντα σου. Πηγαίνοντας στο δικό τους σπίτι, κάποιοι ξεκίνησαν να ακούν δυνατά μουσική – κάτι που πριν δεν έκαναν, ώστε (εύλογα) να μην ενοχλήσουν. Άλλοι άλλαξαν το στιλ μουσικής που ακούν, καθώς πλέον δεν καλούνται να εξηγήσουν αν ταυτίζονται ή όχι με στίχους που μπορεί να ακούγονται ακραίοι, σοκαριστικοί ή αναπάντεχοι στους γονείς και που μπορεί να τους πληγώσουν, δικαίως ή αδίκως.
Κάποιοι αποζητούν την ελευθερία του θορύβου, άλλοι της ησυχίας. Θέλουν να ξυπνήσουν και να μη μιλήσουν σε κανέναν. Να γυρίσουν από τη δουλειά και να μην κάνουν την τυπική κουβέντα του πώς ήταν η μέρα τους. Να μην παίζει η τηλεόραση μόνιμα για να δικαιολογεί την απουσία θεμάτων στο οικογενειακό τραπέζι. Να μη γίνονται μέτοχοι σε οικογενειακές εντάσεις και καβγάδες απλά επειδή τυχαίνει να είναι εκεί. Να μπορούν να πάρουν αποστάσεις, όταν το κλίμα είναι βαρύ.
Ετερογενείς συμπεριφορές που ουσιαστικά φανερώνουν την ίδια ανάγκη για να τεθούν προσωπικοί κανόνες που αντανακλούν την προσωπικότητα, τα πιστεύω και την αισθητική του καθενός. Αυτό δεν είναι παντεσπάνι – είναι το ψωμί της ενηλικίωσης.
Κάποιοι αισθάνονται πως στο δικό τους σπίτι τρώνε πιο υγιεινά, πως βγάζουν την επεξεργασμένη τροφή από τη ζωή τους και καταφέρνουν να αποφεύγουν το κρέας χωρίς να τους ρωτάει η μαμά τους αν θέλουν ένα μπιφτεκάκι ή λίγο λουκανικάκι. Άλλοι αγοράζουν τσιπς και γαριδάκια που ήταν απαγορευμένοι καρποί στο οικογενειακό σπίτι και πίνουν μόνοι τους ένα ποτήρι κρασί, χωρίς το αγχώδες βλέμμα του γονιού για το αν φλερτάρουν με τον αλκοολισμό. Κάποιοι μπορούν και καπνίζουν ελεύθερα. Άλλοι απαλλάσσονται από ντουμανιασμένα δωμάτια και τη μόνιμη τσιγαρίλα. Κάποιοι γίνονται μανιακοί με την καθαριότητα, απαγορεύουν τα παπούτσια, τακτοποιούν διαρκώς. Άλλοι ζουν για τη στιγμή που θα μπορούν να γεμίζουν με νερά το μπάνιο και να αφήσουν τα ρούχα τους πεταμένα κάτω χωρίς την πίεση του άμεσου συμμαζέματος. Κάποιοι λατρεύουν να προσκαλούν φίλους, να τους περιποιούνται, να μαζεύονται εκεί να ετοιμαστούν για κάποια έξοδο. Δεν θέλουν να έχουν ένα αδρανές σαλόνι όπως αυτό στο οποίο μεγάλωσαν. Άλλοι κρατούν το σπίτι τους για τον εαυτό τους.
Απογαλακτισμός, εργασία, σχέσεις
Ο καθένας μιμείται ή αντιτίθεται στα πρότυπα με τα οποία έχει γαλουχηθεί. Η μετάβαση στο δικό σου χώρο δείχνει ότι «παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου», ότι «είσαι στο σωστό μονοπάτι», «στο τελευταίο στάδιο απογαλακτισμού», μου λένε. Τουναντίον, η παραμονή στο παιδικό δωμάτιο «με κάνει να νιώθω αποτυχημένη, να μη σέβομαι τον εαυτό μου και να ντρέπομαι», μου εξομολογούνται, «μου πονάει την καρδιά». Κάποιος μου ανέφερε ότι, πηγαίνοντας στο δικό του σπίτι, ένιωθε πως μπορούσε να παίρνει πιο πολλά ρίσκα και είχε το κίνητρο να είναι πιο παραγωγικός στη δουλειά του. Αναρωτιέμαι αν κάποιος οικονομολόγος κάπου, κάποτε, έχει σκεφτεί να μελετήσει τη συσχέτιση παραγωγικότητας και αποχώρησης από την οικογενειακή εστία. Μάλλον ναι, όλα τα σκέφτονται οι άτιμοι.
Στο «Πες της», ο αφηγητής του Οικονόμου αναρωτιέται: «Ο δρόμος είναι δρόμος αν δεν το περπατήσεις, η λαμπάδα είναι λαμπάδα αν δεν ανάψει, το μαχαίρι είναι μαχαίρι αν δεν κόψει;»[3]. Άραγε, τα νιάτα είναι νιάτα χωρίς αυτήν την αίσθηση διαμόρφωσης προσωπικών κανόνων; Χωρίς την ελευθερία να κάνεις αυτό που θες, ακόμη κι αν δεν την εξασκείς;
Ή μήπως τα νιάτα είναι όντως νιάτα δίχως την ιδιωτικότητα του μοιράσματος; Τα νιάτα είναι νιάτα αν δεν ανακαλυφθούν στα ιδιωτικά και στ’ απόκρυφα; Στα μύχια; Στο παιδικό δωμάτιο, ο σεξουαλικός πειραματισμός –ατομικά ή μοιρασμένα– είναι περιορισμένος για ευνόητους λόγους. Όταν ο προσωπικός χώρος μεγαλώνει, υπερβαίνει τα σύνορα του παιδικού δωματίου και περικλείεται πια στους τοίχους ενός ξεχωριστού σπιτιού, δίνεται η δυνατότητα να εξερευνηθούν με ασφάλεια προεκτάσεις της σεξουαλικότητας. Αλλά η μετάβαση σε έναν προσωπικό χώρο δεν είναι μόνο το «να κάνω σεξ όπου και όποτε θέλω», είναι και η οικειότητα που επιφέρει η ερώτηση «θες να έρθεις σπίτι;». Δίνεται η επιλογή και η ευκαιρία για ένα διαφορετικό δέσιμο, για ένα «μαζί» που δεν υφίσταται μόνο στα κλεφτά, αλλά που αποκτά μια πρωτόλεια και πιθανώς εκκολαπτόμενη ρουτίνα – μέσα από τη συζήτηση, το μαγείρεμα, το διάβασμα, την ταινία.
Το αίτημα για ένα αξιοπρεπές, προσιτό σπίτι
Κι όμως, η αναζήτηση του σπιτιού που θα στεγάσει όχι μόνο το κορμί, αλλά και όλες αυτές τις πρώτες φορές, τους καινούριους κανόνες και τις επαναδιαπραγματεύσεις δεν είναι μια ευχάριστη διαδικασία. Αντίθετα, η διαδικασία αναζήτησης σπιτιού περιγράφεται ως μια διαδικασία κατά την οποία επικρατεί «τρόμος», «πάγωμα» και «άγχος», με το ερώτημα «τι θα δω πάλι» να πλανάται. «Μα καλά, τα ενοίκια στην Αθήνα παραμένουν πολύ πιο οικονομικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες», αναφέρω στις συζητήσεις παίζοντας τον δικηγόρο του διαβόλου. Οι απαντήσεις που δέχομαι είναι σοκαριστικά νηφάλιες και λογικές: «Όντως, αλλά οι μισθοί ακόμα είναι πίσω».
Η απάντηση των νέων στη στεγαστική κρίση δεν είναι επιδοματικής λογικής. Το αίτημα είναι η αξιοπρέπεια – το ένα τρίτο περίπου του μισθού να πηγαίνει σε ενοίκιο και πάγια έξοδα σπιτιού και τα δύο τρίτα στα έξοδα της καθημερινότητας, με περιθώριο να μένει και κάτι στην άκρη. Θέλουν καλύτερα στάνταρντς για το τι επιτρέπεται να ενοικιάζεται ως κατοικία και τι όχι – προδιαγραφές εξαερισμού, φωτισμού, ύδρευσης. Θέλουν μια στεγαστική αγορά δίχως προλήψεις και στερεότυπα – όπου τα κορίτσια δεν θα πρέπει να υποδύονται τις καλές νοικοκυρές για να πείσουν τους ιδιοκτήτες, όπου οι φοιτητές Νομικής δεν θα είναι πιο ελκυστικοί από τους σπουδαστές των δημόσιων ΙΕΚ, όπου οι σπιτονοικοκυρές δεν θα διαφημίζουν ότι τα σπίτια «δεν βρωμάνε, επειδή δεν έχω βάλει ποτέ μέσα μαύρους και Αλβανούς», όπως μου μεταφέρθηκε χαρακτηριστικά. Θέλουν να μπορούν να αναζητούν σπίτι σε περισσότερες περιοχές της πόλης, χωρίς να νιώθουν ότι κινδυνεύουν ή ότι είναι αποκομμένοι. Δεν ρομαντικοποιούν την αίσθηση της εγκατάλειψης των αθηναϊκών σπιτιών και δεν αρέσκονται στο να ζουν με ετοιμόρροπες κουζίνες και μισοκατεστραμμένα μπάνια. Δεν θέλουν να βασίζονται στην καλοσύνη των ξένων για να βρουν ένα αξιοπρεπές, προσιτό σπίτι. Ευελπιστούν σε ένα κράτος-σύμμαχο που δεν θα αφήνει περιθώριο για εκμετάλλευση, αισχροκέρδεια και αδικία.
Πολιτική με λογισμό, αλλά και μ’ όνειρο
Η στεγαστική κρίση των νέων δεν παραμένει στην αφάνεια. Αναπαράγουμε τα ποσοστά και τα γραφήματα. Ακούμε και διαβάζουμε ότι «ο μέσος όρος ηλικίας αποχώρησης από την οικογενειακή εστία είναι τα 31 έτη, ο τρίτος υψηλότερος σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση». Ωστόσο, όσο το πρόβλημα γίνεται αντιληπτό με όρους αμιγώς τεχνικούς και αποστειρωμένους, τόσο η λύση χάνει τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό της. Με λογισμό, ναι. Αλλά και μ’ όνειρο. Με ευαισθησία στο ανθρώπινο βίωμα, αλλά χωρίς λαϊκισμό. Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα της πολιτικής, για μένα. Να αναγνωρίζει την οδύσσεια του ενός χωρίς να τη θυσιάζει στην κλίμακα των πολλών. Να αφουγκράζεται την προσωπική ιστορία και να τη μετουσιώνει σε κινητήριο δύναμη για δράση σε συλλογικό επίπεδο. Και φυσικά, το αν η πολιτεία είναι αποτελεσματική ή όχι δεν κρίνεται από την καλή της πρόθεση ούτε και από τη διάθεση για έργο. Η πολιτική με ουσιαστικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής δεν χρειάζεται να ανακοινώνεται, ούτε να διαφημίζεται – γίνεται αντιληπτή καθώς βιώνεται. Μολονότι τα μέτρα που ανακοινώνονται για τη στεγαστική στήριξη των νέων πληθαίνουν, ο αμείλικτος κριτής τους είναι το αν θα καταλαγιάσει η αγωνία τους για μια αξιοπρεπή ενηλικίωση.
*****
Οποιαδήποτε ομοιότητα αυτού του κειμένου με την πραγματικότητα είναι, άλλωστε, εντελώς εκούσια και τη χρωστάω στους εξής: Ε.Μ., Αλεξία, Άννα, Σπύρος, Χάρης, Χάρις, Αλέξανδρος Αβράμης, Άρης Αγγελόπουλος, Ναταλία Ατζεμόγλου, Σπυριδούλα-Ίρις Βασιλακοπούλου, Ιάσονας Βέρμπης, Μαργαρίτα Δροσίνη, Κωνσταντίνος Καραλαριώτης, Αλέξανδρος Κουκούτσης, Αρχοντία Κουτούλια, Αλέξανδρος Μάριος Κωνστάντες , Απόστολος Λατσώνας, Γιώργος Μισκής , Στέλλα Παναγούλη, Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Αγγελική Πιτταροκοίλη, Φωτεινή Τερζάκη.
*****
[1] Λέων Τολστόι, Άννα Καρένινα, σελίδα 1
[2] Παναγής Παναγιωτόπουλος, Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης - Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης,
εκδόσεις Επίκεντρο, Δεύτερη Έκδοση, Θεσσαλονίκη 2021, σελίδα 170
[3] Χρήστος Οικονόμου, Πες της, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2023, σελίδα 124
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού