Γυναίκες της Βαρβακείου
© Θανάσης Καρατζάς
Life in Athens

Γυναίκες στη Βαρβάκειο & στην Ψαραγορά. Άκουσε τις ιστορίες τους

Κάπου ανάμεσα στους πάγκους τις βλέπεις να καθαρίζουν το κρέας ή το ψάρι. Γυναίκες μαθημένες σε τέχνες δύσκολες, διηγούνται τις ιστορίες τους
123648844_3742119349154412_1469692113229505605_n1.jpg
Κατερίνα Καμπόσου
ΤΕΥΧΟΣ 819
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ρεπορτάζ στη Βαρβάκειο Αγορά και την Ψαραγορά. Οι γυναίκες που εργάζονται στους πάγκους διηγούνται στην ΑΤΗΕΝS VOICE τις ιστορίες τους.

Το πρώτο πράγμα που νιώθει κανείς όταν μπει στη Βαρβάκειο είναι η έντονη μυρωδιά του ωμού κρέατος. Έπειτα παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει προς τις στοές, καθώς ακούει τις φωνές των εμπόρων που προσπαθούν με κάθε τρόπο να κάνουν τον πελάτη να τους προσέξει για να αγοράσει από αυτούς. Ζαλίζεται για μερικά δευτερόλεπτα με τις αντεριές, τα ποδαράκια και τις μοσχαροκεφαλές που περιστρέφονται γύρω του, μη ξέροντας πού να εστιάσει το βλέμμα. Και τότε, κάπου ανάμεσα στους πάγκους, τις βλέπει να κόβουν το κρέας, να ζυγίζουν το ψάρι, να τα διαφημίζουν, να τα πωλούν. Γυναίκες που εργάζονται στην αγορά και μεγαλώνουν μαζί της. Η Άννα, η Λίτσα, η Γιώτα, η Βαλεντίνη, η Ελένη διηγούνται την ιστορία τους στα χασάπικα και την ψαραγορά. Κι αν η Βαρβάκειος είναι το «μεγάλο στομάχι της Αθήνας», αυτές σίγουρα αποτελούν την καρδιά της.

BAΛΕΝΤΙΝΗ ΑΛΚΑ
54 ετών

Πιάνει πόστο αξημέρωτα και δουλεύει 14 ώρες την ημέρα στην ιχθυαγορά εδώ και 14 χρόνια. Γεννήθηκε για να γίνει έμπορος, όπως μας λέει.


Απολαμβάνω να πουλάω. Πριν έρθω εδώ, δούλευα για δεκαετίες ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, πωλήτρια σε διάφορα μαγαζιά. Η μεγαλύτερη χαρά έρχεται στο τέλος της μέρας όταν βλέπω ότι έχω διώξει την πραμάτεια. Στον πάγκο μου όλη μέρα φωνάζω τα ονόματα των προϊόντων που έχω φέρει από την ιχθυόσκαλα για να μαζέψω κόσμο. Ψαράκια, μπακαλιάρους, τσιπούρες, λαυράκια, μυδάκια, μοσχιούς. Τους αναποφάσιστους δεν τους πιλατεύω πολύ, καταλαβαίνω ότι έχουν μετρημένα τα λεφτά. Οι πιο αποφασισμένοι πελάτες είναι αυτοί που εργάζονται για τις κουζίνες των εστιατορίων και έρχονται στις 6.30. Η ψαραγορά είναι ανδροκρατούμενος χώρος, οι περισσότερες κοπέλες που έρχονται δεν αντέχουν και φεύγουν, εκτός αν το μαγαζί είναι του αδερφού τους – ειδικά οι νέες που είναι και πιο καλομαθημένες. Δεν τις αδικώ, η δουλειά είναι βαριά, θέλει να αντέχεις ώρες μέσα στην υγρασία, ανάμεσα στους πάγους, να καθαρίζεις ψάρια, να βλέπεις αίματα, να κουβαλάς τελάρα, να μπορείς να ψυχολογείς τον κόσμο για να δημιουργήσεις τη δική σου σταθερή πελατεία. Τις μέρες της Σαρακοστής πρέπει να εξυπηρετήσεις εκατοντάδες. Μια γυναίκα όμως μπορεί να κάνει τα πάντα, από έμπορος στην ψαραγορά μέχρι πιλότος.

AΝΝΑ ΣΟΥΒΛΙΔΟΥ
52 ετών

Δουλεύει στην αγορά από τα 18 και, όταν της λένε ότι μικροδείχνει, αστειεύεται λέγοντας πως το κρύο από τα ψυγεία είναι φυσικό μπότοξ.

 Τελειώνοντας το λύκειο, έψαχνα ένα γρήγορο χαρτζιλίκι προκειμένου να μαζέψω κάποια χρήματα και να πάω διακοπές στην Πάρο. Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη Βαρβάκειο, μου άρεσε το γιορτινό κλίμα που επικρατούσε. Η ένταση, η βαβούρα, τα χρώματα, η πολυκοσμία… Μέσα σε λίγες βδομάδες η βασική υπάλληλος έπρεπε να λείψει λόγω εγκυμοσύνης κι έτσι έμεινα στο «πόδι» της. Τελικά δεν πήγα ποτέ εκείνες τις διακοπές και έγινα μόνιμη κρεοπώλισσα σε ένα περιβάλλον που στους 100 οι 20 είναι γυναίκες.  Ένας παλιός χασάπης, γύρω στα 80 με πλησίασε και μου είπε: «Βλέπε, άκου και σώπα – μόνο έτσι θα επιβιώσεις». Και επιβίωσα. Η συνεργασία μου με τους άντρες ήταν από την αρχή καλή. Ένα νεαρό κορίτσι το πρόσεχαν, το είχαν στα «όπα όπα». Ίσως ήμουν τυχερή και έπεσα σε πολύ καλούς συναδέλφους. Έφερνα τον γιο μου στη δουλειά να δει το περιβάλλον της μαμάς – ο άντρας μου είναι εκτός χώρου. Η αγαπημένη μου στιγμή στην αγορά είναι όταν έρχεται το Σάββατο που βγαίνουν όλοι για τα ψώνια του κυριακάτικου τραπεζιού. Με τόσο κρέας που πιάνω καθημερινά θα έπρεπε να το είχα βαρεθεί, αλλά ποτέ δεν βαριέσαι πραγματικά ένα τρυφερό μοσχαράκι με πουρέ που σιγοβράζει σε κόκκινη σάλτσα. Αν με ρωτήσουν οι πελάτισσες πώς να μαγειρέψουν ένα κρεατικό, τους απαντάω κάθε φορά … «απλά με αγάπη».

ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΣΑΞΗ
34 ετών

Κρεοπώλης στην οικογενειακή επιχείρηση με πτυχίο από αντίστοιχη σχολή. Βρήκε τον έρωτα στο πρόσωπο ενός συναδέλφου από τον διπλανό πάγκο κρεατικών και παντρεύτηκαν.

Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια, ερχόμουν εδώ από παιδί και βοηθούσα τους γονείς. Έπειτα πήγα στη σχολή κρεοπωλών προκειμένου να πάρω μια σχετική πιστοποίηση. Αργότερα, μέσα από ένα τυχαίο «γεια» με διπλανούς, γνώρισα τον άντρα μου κι ο έρωτας με βρήκε εδώ. Ορθοστασία, δύο επεμβάσεις φλεβίτη και μια τενοντίδα είναι αυτό που μου έχει αφήσει η δουλειά στην Αγορά. Τη μυρωδιά με τον καιρό τη συνήθισα, κάθε μέρα αλλάζω ρούχα, τα αφήνω στο μπαλκόνι μέχρι να μπουν στο πλυντήριο γιατί ο αέρας μόνο δεν φτάνει. Η αγαπημένη μου ασχολία στο μαγαζί είναι η απολύμανση των πάγκων στο κλείσιμο. Και εννοείται η στιγμή που καθαρίζω το κρέας, το δίνω στον πελάτη και βλέπω την ικανοποίηση στα μάτια του. Το δυσκολότερο πράγμα είναι ο μπαλτάς. Το χέρι πρέπει να έχει την κατάλληλη ευθυγράμμιση, να είναι σταθερό, να αντέχει το τράνταγμα. Τους πελάτες τούς κερδίζω επειδή είμαι ήρεμη δύναμη και κουράζονται να ακούν του άλλους να φωνάζουν. Τα βράδια παρακολουθώ Masterchef για να μάθω τεχνικές και τρόπους ώστε να τα εξηγώ στον πελάτη αν με ρωτήσει και για να ξέρω τι θα μου ζητήσει. Για παράδειγμα, όταν δείχνει τους παίχτες να μαγειρεύουν ουρά μόσχου ή μάγουλα, αυτά θα έχουν ζήτηση την επόμενη μέρα. Ανασφάλεια στη Βαρβάκειο λόγω φύλου δεν βίωσα ποτέ. Τυχόν πειράγματα ή περίεργα βλέμματα τα αντιμετωπίζω με τυπικότητα. Δυσφορία όμως έχω νιώσει εξαιτίας των διάφορων κουτσομπολιών στα πηγαδάκια. Φαντάσου την αγορά σαν ένα μικρό χωριό, μια κλειστή κοινωνία που διαδίδονται εύκολα φήμες και η «τρίχα γίνεται τριχιά.» Γι’ αυτό ίσως δεν υπάρχουν πολλές φιλίες μεταξύ των εμπόρων.

ΛΙΤΣΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΗ
60 ετών

Δουλεύει στη Βαρβάκειο από τα 25 της. Τη φωνάζουν Μάμα Άφρικα, καθώς ο πάγκος της είναι καθημερινό στέκι Αφρικανών. Έχει μάθει και τις συνταγές τους.

Ξυπνάω στις πέντε το ξημέρωμα κάθε μέρα, ντύνομαι «σφεντόνα» και πηγαίνω στη δουλειά μαζί με τον σύζυγο. Ανοίγω τα ρολά, στρώνω τα πράγματα στους πάγκους με τις ίδια μηχανικές κινήσεις εδώ και 35 χρόνια. Απαραίτητος ο καφέ –  στη συνέχεια θα πάρω και δεύτερο, γύρω στις 11 που έχει συνήθως ένα κενό. Για μεσημεριανό τρώμε εδώ κανονικά με τον άντρα μου σαν οικογένεια. Φέρνω κατσαρόλα από το σπίτι με φαγητό που μαγείρεψα αποβραδίς. Στις 11.30 συνήθως θα έρθει το μπουλούκι με τους Αφρικανούς. Γκάνα, Νιγηρία, Κονγκό, Αιθιοπία… όλοι έρχονται σε εμένα. Από εδώ ψώνιζε και η οικογένεια Αντετοκούμπο. Μαζί τους νιώθω πολυταξιδευμένη αν και είμαι ακίνητη, τους ρωτάω για τη «Mama Africa» και με φωνάζουν έτσι καμιά φορά. Έχω μάθει πώς μαγειρεύουν όλα τα κρεατικά τους, τρώνε το συκώτι σχεδόν ωμό. Προτού γνωρίσω τον άντρα μου, δεν ήθελα ούτε να δω κρέας – δεν το έτρωγα, έκανα υγιεινή διατροφή γυμναστηρίου. Την πρώτη μέρα στη Βαρβάκειο έβγαλα χιονίστρες από το κρύο. Οι πάγκοι ήταν προπολεμικοί, δεν υπήρχαν βιτρίνες, επικρατούσε μια αγριάδα στην ατμόσφαιρα. Ήθελα να φύγω αλλά το συνήθισα. Τότε Μεγάλη Βδομάδα ήταν κάθε εβδομάδα εδώ. Η δουλειά ήταν τόση, που άφηνα τα παιδιά μόνα τους τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, αλλά τι να έκανα; Με τον καιρό έφτιαξα τον χαρακτήρα μου μέσα από τα βιώματα στην αγορά. Το αυτί μου τα «άρπαζε» όλα, το μάτι μου άρχισε να «κόβει», ξέρω τι ρόλο παίζει ο καθένας που θα περάσει μπροστά από τον πάγκο με μια ματιά.

ΓΙΩΤA ΜΠΕΡΕΤΑΚΗ
40 ετών

Φέτος κλείνει μία δεκαετία στη Βαρβάκειο. Βρήκε τη θέση από αγγελία όταν έχασε τη δουλειά της στο τελωνείο  όπου εργαζόταν μετά από μαζικές απολύσεις.

Πηγαινοέρχομαι κάθε μέρα στη Βαρβάκειο από το Καματερό με τα μέσα συγκοινωνίας κάνοντας μιάμιση ώρα. Στην πορεία αγάπησα την δουλειά μου. Απομόνωσα από αυτή ένα κομμάτι της που ήταν πιο κοντά στη νοοτροπία μου και προσπαθώ καθημερινά να το βελτιώσω δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μου. Δεν απολαμβάνω φυσικά να ξυπνώ από το ξημέρωμα, αλλά μου αρέσει να έρχομαι σε επαφή με τον κόσμο. Χρειάζεται υπομονή στην αρχή μέχρι να συνηθίσει κανείς, αλλά σταδιακά όλα γίνονται, αρκεί βέβαια να θέλει να δουλέψει. Ένα από τα περιστατικά που συνέβησαν εδώ και δεν θα ξεχάσω είναι οι «Γυναίκες με τα μαύρα» που έρχονταν με τα πολυτελή αυτοκίνητα τους πριν από μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια των γιορτών και πλήρωναν αυτές τα ψώνια του κόσμου που δυσκολεύονταν. Έφευγαν χωρίς να αποκαλύψουν ποιες ήταν και έτσι έγραψαν τη δική τους ιστορία στη Βαρβάκειο, παρόλο που δεν ήταν εργαζόμενες ή πελάτισσες. Η κρεαταγορά δεν είναι πασαρέλα. Έτσι, παρόλο που είμαστε λίγες γυναίκες εδώ μέσα, ανταγωνισμός μεταξύ μας δεν υπάρχει, γιατί η καθεμιά έρχεται να κάνει τη δουλειά της και να φύγει. Πιστεύω με έναν ιδιαίτερο τρόπο στη γυναικεία αλληλεγγύη, μια γυναίκα θα βγάλει το μάτι στην άλλη αφού την έχει βοηθήσει πρώτα, λένε. Οι άντρες πάντως, ακόμα και σήμερα, κοιτούν περίεργα τη γυναίκα που δουλεύει στην κρεαταγορά, τους φαίνεται ξένο ακόμα κι αν είναι σε πόστο ταμείου. 

Δειτε περισσοτερα