Life in Athens

Οι τελευταίοι αυθεντικοί του Μεταξουργείου

Στη γειτονιά που συνυπάρχουν οι «airbnb-δες» με τον άνθρωπο που έφτιαξε το πρώτο σουτιέν με μπανέλα στην Ελλάδα

Φιλίππα Δημητριάδη
ΤΕΥΧΟΣ 709
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι πιάτσες στο Μεταξουργείο. Καφενεία, γκαλερί, μπαρ, ταβέρνες Airbnb, παλιά αυθεντικά αθηναϊκά μαγαζιά. Η Athens Voice μίλησε με τους καταστηματάρχες

Ένα ποτήρι τζιν τόνικ που δεν μπορεί να αντισταθεί στο μίνι κύμα καύσωνα που έπληξε την Αθήνα το περασμένο Σαββατοκύριακο και ιδρώνει, συστήνει μία παρέα στα βράδια του Ela na sou po, Πηνελόπης και Οδυσσέως γωνία, για τα οποία μιλά ψιθυριστά η Αθήνα, να μην της αλώσουν το νέο της στέκι που, ενώ βρίσκεται εκεί τα τελευταία 5 χρόνια, έχει γίνει talk of the town πρόσφατα. 

Η νύχτα στην καρδιά του Μεταξουργείου, ακριβώς πάνω από την ομώνυμη πλατεία, σχηματίζεται, φλερτάρει με το να γίνει προορισμός. Το νεοκαφενείο Morgan All Jeans, η πρόσφατη άφιξη, μαζί με το Ela Na Sou Po στην Οδυσσέως συνομιλούν με την γκαλερί Breeder στην Ιάσωνος, το Πλυντήριο Bar που αρκετά χρόνια τώρα ξεπλένει τα trash τραγούδια από τις ενοχές και, φυσικά, το ασύγκριτο Άσυλο, το ορθάδικο στο οποίο μπορείς να είσαι ό,τι θέλεις να είσαι στην Αχιλλέως. Μία μικρή πιάτσα λίγο διαφορετική από τις υπόλοιπες της πόλης έχει ήδη δημιουργηθεί. 

Στη σκιά των νέον πινακίδων των μπαρ και του κίτρινου φωτός των πυλώνων της ΔΕΗ διακρίνει κανείς παλιές επιγραφές με γραμματοσειρές ζωγραφισμένες στο χέρι από τα μηχανουργεία, τα φαναρτζίδικα και τα συνεργεία που λειτουργούσαν κάποτε στην περιοχή. Μερικά από αυτά επιβιώνουν ακόμη. Δεν φαίνεται να ’ναι πολλά σε σύγκριση με το παρελθόν, φροντίζουν ωστόσο να διατηρηθεί η αίγλη της παλιάς αθηναϊκής γειτονιάς, την ώρα που στενά της αντηχούν τα ροδάκια από τις βαλίτσες των τουριστών που αναζητούν το διαμέρισμα Airbnb που έχουν νοικιάσει. Ποιοι είναι αυτοί που δίνουν καθημερινά πνοή στο βιομηχανικό, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο αντιθέσεις τοπίο του Μεταξουργείου;   

Ο Γιάννης Ρουφαγάλας του ομώνυμου ζαχαροπλαστείου περιμένει τους πιστούς πελάτες του για καφέ και γλυκό ή καμία σφολιάτα

«Στου Ρουφαγάλα θα πας, αυτός είναι εδώ πολλά χρόνια, αυτός θα έχει να σου πει πολλά» κατευθύνει η Ελένη Δημοπούλου που διατηρεί κατάστημα χρωμάτων και βερνικιών εδώ και 20 χρόνια, Κεραμέου και Οδυσσέως. Από μαγαζάτορα σε μαγαζάτορα ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας γειτονιάς που οριζόταν από τα συνεργεία, τα εργοστάσια, τα καφενεία και τα ταβερνάκια που δέχονταν τους εργαζόμενους όταν σχολούσαν, τα χαμηλά σπίτια με τις αυλές, και σήμερα κρατά την αυθεντικότητά της παρά τα χρόνια της υποβάθμισης. 

Ο Γιάννης Ρουφαγάλας καθαρίζει τα τραπεζάκια του ομώνυμου ζαχαροπλαστείου που περιμένει τους πιστούς πελάτες του για πρωινό καφέ και γλυκό ή καμία σφολιάτα κάτω από τη σκιά μιας συστάδας μουριών. Οι «μπαρμπάδες του», όπως λέει, ήρθαν στο Μεταξουργείο από τα Βαρδούσια Φωκίδος τη δεκαετία του ’50. Το 1954 ανοίγουν το ζαχαροπλαστείο Ρουφαγάλας και το γεγονός ότι πωλούν γιαούρτι, γλυκά ταψιού –με το γαλακτομπούρεκο να έχει πάρει πλέον διαστάσεις θρύλου– και χύμα γάλα προσφέρεται για άπειρα λογοπαίγνια με το επώνυμο της οικογένειας. Το ’67 ο Γιάννης Ρουφαγάλας ξεκινά να δουλεύει στην οικογενειακή επιχείρηση την οποία, αφού πέρασε σε εκείνον και τα αδέρφια του τη δεκαετία του ’80, σήμερα συνεχίζουν τα ανίψια του. Μπαινοβγαίνει σερβίροντας τους τακτικούς πρωινούς από καφέ μέχρι και μπίρα και θυμάται ότι κάποτε στα τραπεζάκια του ζαχαροπλαστείου τα πρωινά τρώγανε ψωμί με βούτυρο και μέλι οι οικοδόμοι που εργάζονταν στις οικοδομές τις περιοχής. «Η γειτονιά έχει αλλάξει, οι οικογένειες έχουν φύγει, δεν υπάρχουν εδώ πια βέροι Μεταξουργειώτες. Μέχρι το ’70 ήταν εδώ τα πρακτορεία των ΚΤΕΛ, είχε άλλη ζωή η περιοχή. Μετά το ’80 γέμισε ο τόπος τζινάδικα, η Κορδάτου εδώ από πίσω γεμάτη, θα ‘ταν 20 και παραπάνω μαγαζιά με τζιν, όλες οι μεγάλες μάρκες, κατέβαιναν με πούλμαν από την επαρχία για ψωνίσουν».

Ο Σωτήρης Σταμάτης, ηλεκτρολόγος, διατηρεί το συνεργείο του εδώ και 30 χρόνια στην αρχή της Πυθοδώρου

Το 2005 ο κ. Γιάννης αρχίζει να βλέπει τα μαγαζιά στις παραπλήσιες οδούς να κλείνουν. Φεύγουν τα συνεργεία, τα μηχανουργία, τα φανοποιεία και τα τζινάδικα, αλλά ο Ρουφαγάλας παραμένει, όπως επίσης και ο Σωτήρης Σταμάτης, ηλεκτρολόγος που διατηρεί το συνεργείο του εδώ και 30 χρόνια στην αρχή της οδού Πυθοδώρου. Παρά τις αλλαγές στην περιοχή, που κορυφώθηκαν με την οικονομική κρίση, οι καταστηματάρχες του Μεταξουργείου φαίνεται να αισιοδοξούν. Ο Σωτήρης παρατηρεί καθημερινά τους τουρίστες να ανεβοκατεβαίνουν μπερδεμένοι το στενό της Πυθοδώρου με τους χάρτες και τις βαλίτσες στο χέρι, αλλά δεν τον ενοχλεί που τα σπίτια της περιοχής είναι μισθωμένα στο Airbnb, το περίμενε, όπως αναφέρει, ότι θα εξαπλωθεί το φαινόμενο στην περιοχή.  

Από τη μισάνοιχτη πόρτα του εργαστηρίου του, τα τζάμια του οποίου είναι καλυμμένα με λαδομπογιά, ο κ. Νίκος Αυλωνίτης μαζί με τον υπάλληλό του, Δημήτρη, δουλεύουν προσηλωμένοι. Δύσκολη μέρα με αναποδιές για το δίδυμο, αλλά ο κ. Νίκος έχει όρεξη να διηγηθεί μια - δυο ιστορίες. Επισκευάζει μοτέρ, «από οικιακών συσκευών μέχρι υποβρυχίων» όπως διατείνεται, στην ίδια διεύθυνση από το 1960. Δηλώνει επίσης γλύπτης και ευρεσιτέχνης, «Έχω δώσει γλυπτά μου σε εκκλησίες σε όλη την Ελλάδα, στο Αγ. Όρος έχουν γλυπτά μου, στην Ελευσίνα, τα φτιάχνω και τα χαρίζω» λέει καθώς ανάβει ένα τσιγάρο και από την τσέπη που τραβά τον αναπτήρα του, προεξέχει μία κάρτα που γράφει τη λέξη «ευλογία» με βυζαντινή γραφή. «Το ξέρεις ότι έχει φτιάξει το πρώτο σουτιέν με μπανέλα στην Ελλάδα;» παρεμβαίνει γείτονας που έχει περάσει για μία καλημέρα. Ο κ. Νίκος επιβεβαιώνει πως ήταν ο πρώτος που κατασκεύασε μηχάνημα που έφτιαχνε μπανέλες ήδη από το ’70, πολύ πριν γνωστή εταιρία εσωρούχων τα λανσάρει.  

Η Λενιώ και ο κ. Γιάννης Γαλανόπουλος πήραν στα χέρια τους τη Μεταξού πριν από 11 χρόνια

Η Λενιώ έχει μόλις τελειώσει να πλένει τη δροσερή αυλή της Μεταξούς, της ταβέρνας που εδώ και έντεκα χρόνια στα σύνορα Μεταξουργείου - Κολωνού ταΐζει και διασκεδάζει με τις μουσικές της τους Αθηναίους. Ο σύζυγός της κ. Γιάννης Γαλανόπουλος πήρε στα χέρια του τη Μεταξού πριν από 11 χρόνια. Η ταβέρνα λειτουργούσε από την εποχή του Όθωνα ως καρβουνάδικο που σταδιακά άρχισε να σερβίρει «λίγο κρασί και καμιά σαρδέλα», όπως αναφέρει η Λενιώ, και μετατράπηκε στη Μεταξού που όλοι γνωρίζουν μέχρι σήμερα, όταν πέρασε στα χέρια της οικογένειας Μεταξά τη δεκαετία του ‘50, που της χάρισε και το προσωνύμιό της. Ήταν πάντα το στέκι της αθηναϊκής διανόησης και σήμερα δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων που την επιλέγουν. Ο κ. Γιάννης πιστεύει πως η ταβέρνα είναι αναπόσπαστο στοιχείο του αστικού ιστού και έχει απόλυτο δίκιο. 

Στα πολλά πρόσωπα που άλλαξε το Μεταξουργείο ο κ. Γιάννης ήταν εκεί, είτε ως κάτοικος είτε ως επιχειρηματίας, και γνωρίζει πως οι τόποι που οι άνθρωποι συναντιούνται πάνω ένα πιάτο φαΐ κι ένα καραφάκι κρασί θα είναι πάντα ο κινητήρας αυτής της πόλης. Όπως και εκεί που θα επισκευάσει κάποιος τα ηλεκτρολογικά του αυτοκινήτου του, σαν το συνεργείο του Σωτήρη, εκεί που κάποιος θα απολαύσει έναν καφέ και ένα διαχρονικό κοκ, όπως στο ζαχαροπλαστείο του Ρουφαγάλα κι εκεί που θα μάθει ενδιαφέρουσες ιστορίες ενώ μοντάρει τον ανεμιστήρα του ο κύριος Νίκος, σε ένα εργαστήρι με τζάμια βαμμένα με λαδομπογιά. Όσο συναντάμε ο ένας στον άλλο στις γειτονιές, αυτές δεν θα πάψουν να υπάρχουν.   


Φωτογραφίες: Φιλίππα Δημητριάδη