Life in Athens

Η Ομόνοια ως πιάτσα

Περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη πλατεία του κέντρου, η Ομόνοια μπορεί να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν πλατεία της πιάτσας.

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 286
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη πλατεία του κέντρου, η Ομόνοια μπορεί να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν πλατεία της πιάτσας. «Και μην αρχίσεις τώρα τα ευφυολογήματα», που θα ’γραφε κι ο Καβάφης, ότι πιάτσα δεν είναι παρά η πλατεία στα ιταλικά∙ γνωστό. Όμως πιάτσα στα ελληνικά δεν σημαίνει απλά «πλατεία», αλλά είναι ο ανοιχτός χώρος που αποτελεί στέκι κάποιου κλάδου της οικονομίας ή απλά αραχτών τύπων που θεώνται το «θέατρο της κοινωνίας», του οποίου μέρος είναι και οι ίδιοι και παρακολουθούνται από άλλους, με μια κάποια χροιά λαϊκότητας ή και (ημι)παρανομίας (παράβαλε «Τα παιδιά της πιάτσας» του Τσιφόρου). Όταν ο ταξιτζής ή η πόρνη «κάνουν πιάτσα» δεν αναφέρονται κατ’ ανάγκην σε πλατεία, μα σ’ έναν οποιονδήποτε ανοιχτό χώρο, συνήθως ένα δρόμο. 

Πιάτσα και λαϊκός πόλος

Ποιοι συναποτελούν την πιάτσα της Ομόνοιας; Πλανόδιοι, ασκόπως περιφερόμενοι, αραχτοί, απασχολούμενοι στους ισόγειους χώρους εργασίας που έχουν φάτσα στην πλατεία ή σε στοές και περαστικοί (λιγότερο αυτοί οι τελευταίοι). Οι πλανόδιοι ασκούν βιοποριστική απασχόληση, οι αραχτοί και οι περιφερόμενοι κάνουν αυτό που λένε οι λέξεις και συνεπώς δεν ασκούν τίποτα, οι εργαζόμενοι και οι πελάτες των μαγαζιών είναι και δεν είναι στην πιάτσα (αφού στεγάζονται) και οι περαστικοί απλώς τη διασχίζουν, κατευθυνόμενοι βιαστικά ίσως σε κάποιον όροφο κτιρίου (πόσα γραφεία περίεργων συλλόγων, πόσες μικροεπειχειρήσεις, πόσες δημόσιες υπηρεσίες;), το οποίο τυπικά και μόνο βρίσκεται στο γεωγραφικό χώρο της πιάτσας. Τα παραδείγματα αφθονούν: το κτίριο του ΤΕΒΕ, ψηλά στην Αγ. Κωνσταντίνου και δίπλα στην πλατεία, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί κτίριο της πιάτσας, ούτε καν το ισόγειό του, με την επίσημη είσοδο και τους καιροφυλακτούντες κλητήρες∙ το ίδιο και το κτίριο του Ειρηνοδικείου, μέσα στην ενιαία στοά του Σαρόγλειου Μεγάρου και του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων, κι ας είναι η στοά αυτή εν μέρει στοά της πιάτσας, με την καφετέρια “Janeiro”, μερικά μικρομάγαζα, και πολύ περισσότερα κλειστά, πολλούς ταλαίπωρους το βράδυ, καθώς κι ένα υπέροχο αίθριο που βλέπει ουρανό.

Η Ομόνοια και οι «δορυφόροι» της (Λαυρίου, Κουμουνδούρου, Κοτζιά, Βάθης, Κάνιγγος, Κεντρική Αγορά, Μεταξουργείο) είναι ο κατεξοχήν λαϊκός πόλος, η λαϊκή πιάτσα της πόλης, ενώ στον αντίποδά της βρίσκεται το Σύνταγμα και οι δικοί του «δορυφόροι» (Κολωνάκι, Κοραή, Ζάππειο, Κλαυθμώνος, Δεξαμενή, μνημειακά κτίρια της Πανεπιστημίου). Στην Ομόνοια η πιάτσα μεγεθύνεται λόγω του αξιοσημείωτου ελεύθερου εμβαδού που διαθέτει πλέον η πλατεία, του πλήθους των μαγαζιών στα πέριξ και των στάσεων/αφετηριών που έχουν τα συγκοινωνιακά μέσα εδώ, των οποίων φυσικά προεξάρχει ο ηλεκτρικός. Οχτώ σκάλες, κυλιόμενες και μη, φέρνουν συνεχώς και κατά μάζες τούς επιβάτες από το υπόγειο στην επιφάνεια. Από κοντά και οι λεωφορειακές γραμμών στους γύρω δρόμους (Μενάνδρου, Χαλκοκονδύλη, Πανεπιστημίου, Ζήνωνος, Αθηνάς), ενώ δεν λείπουν και τα τρόλεϊ (Σταδίου, Αγ. Κωνσταντίνου).

Μια κουβέντα για το παρελθόν. Η Ομόνοια δεν ήταν από πάντα περιοχή της πιάτσας. Όταν πρωτοσχεδιάστηκε ως «πλατεία Όθωνος» ήταν άκρως κυριλέ. Εδώ γύρω δημιουργήθηκαν μερικά από τα επισημότερα δημόσια κτίρια (το Ωδείο, το Δημαρχείο, η Εθνική Τράπεζα, τα Δικαστήρια, το Βασιλικό/Εθνικό Θέατρο κ.λπ.), καθώς και πολλά σπουδαία ιδιωτικά: τα σπίτια του Μελά, του Σαρόγλου και του Ανδριτσάκη, το θέατρο Κοτοπούλη, το ένα από τα περίφημα καφενεία «Ζαχαράτου», το «Ρεξ» κ.λπ. Επίσης αξιόλογα μαγαζιά, όπως ο «Κατράντζος», ο «Λαμπρόπουλος», το «Μινιόν» το στεγνοκαθαριστήριο “Star” (που επιζεί) κ.λπ. Η αλλαγή του χαρακτήρα της πλατείας ήρθε σταδιακά από τη χρήση του ηλεκτρικού και την επίδραση του κόσμου της αγοράς, ιδίως της μαύρης αγοράς στον πόλεμο και εντάθηκε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

«Ισθμός» και πλανόδιοι

Ποια στοιχεία δίνουν τον τόνο στην πιάτσα της σημερινής Ομόνοιας; Μ’ ένα πρώτο κοίταγμα θα ’λεγε κανείς ότι αυτό που ξεχωρίζει είναι ο μακρύς «ισθμός», που ενώνει την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου με την Αγίου Κωνσταντίνου και την Πειραιώς. Πάνω του δεσπόζει ένα ενιαίο, επίμηκες τσιμεντένιο έδρανο, που «δίνει» προς την Ακρόπολη, επί του οποίου, σχεδόν οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, κάθονται ή ξαπλώνουν αλλοδαποί, άνεργοι, άεργοι, πρεζόνια, αργόσχολοι και ξεκουραζόμενοι. Παράλληλα με το έδρανο και προς τη νότια πλευρά, αναπτύσσεται μια εξίσου μακρά «ζαρντινιέρα», με χορτάρι και χαμηλές ελιές, όπου αράζουν άλλοι τόσοι. Ανάμεσα στο έδρανο και τη «ζαρντινιέρα», ένας ξύλινος διάδρομος έχει δοθεί στους πεζούς.

Οι αστοί γκρινιάζουν: «Τι κατάσταση είν’ αυτή, τι ωραία που ήταν πρώτα η Ομόνοια, πώς κατάντησε τώρα». Αλλά πότε οι αστοί, οι μονίμως εποχούμενοι αυτοί άνθρωποι, πήγανε πεζή κάπου, για να πάνε στην Ομόνοια; Οι αρχιτέκτονες που εμπνευστήκανε αυτό τον ενωτικό «ισθμό» έδωσαν χώρο στους πεζούς, ένωσαν την Ομόνοια με τα πεζοδρόμια των γύρω δρόμων, αύξησαν το χώρο της πιάτσας. Αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για το προς τη Γ΄ Σεπτεμβρίου κομμάτι, του οποίου η διαμόρφωση είναι, νομίζω, ατυχής. Μα αυτό το λογαριάζω δευτερεύον.  

Πέρα από τον «ισθμό», μεγάλη εντύπωση ως στοιχείο της πιάτσας κάνει η πανσπερμία των πλανόδιων που περιφέρονται εδώ και στα πέριξ: λαχειοπώλες, κουλουράδες, σαλεπιτζήδες και καστανάδες (το χειμώνα), καροτσάκια «ό,τι πάρετε € 1», άλλα καροτσάκια με κασέτες ήχου, συνήθως με δημοτικά  (πιθανώς το τελευταίο μέρος στην Ελλάδα όπου ακόμα πωλούνται κασέτες, και μάλιστα ακόμα και άγραφες), τσιγαρούδες, μανάβηδες, λούστροι, μικρέμποροι με τσόλια που απλώνονται και πουλάνε οτιδήποτε (γυαλιά, ρούχα, τσατσάρες, μικροπράματα), τσόλια έτοιμα να μαζευτούν άρον άρον αν φανεί αστυνομικός. Περιφερόμενοι ζητιάνοι, πορτοφολάδες, παπατζήδες, πωλητές κλεμμένων ή λαθραίων, κούριερ, μπάτσοι και σεκιουριτάδες έξω από πόρτες (όλοι αυτοί είναι επίσης επαγγελματίες του δρόμου) συμπληρώνουν την εικόνα. Πλανόδιοι μουσικοί εξακολουθούν να εμφανίζονται στην Ομόνοια: κλαριτζήδες, τυφλοί ακορντεονίστες και κάνας ξεχασμένος λυράρης ή γκαϊντατζής στο υπόγειο, οι συνήθεις Νοτιοαμερικάνοι Ινδιάνοι (ή και εμφανιζόμενοι ως τέτοιοι) μπροστά στο «Νέον», πάντα με τα μεγάφωνά τους, πάντα άκρως οργανωμένοι. Μέχρι και τσιγγάνες που λένε τη μοίρα επιπολάζουν ακόμα στα πεζοδρομάκια προς την Πατησίων (Δώρου, Σατωβριάνδου, Βερανζέρου). Όλοι αυτοί σταλιάζουν, όταν έχει πολύ ήλιο, στους φοίνικες που βρίσκονται στις άκρες της πλατείας. Τέλος, παρά τα όσα νομίζουν πολλοί «σκανδαλισμένοι» συμπολίτες μας, πάνω στην Ομόνοια δεν υπάρχουν πόρνες∙ ο ενδιαφερόμενος μπορεί φυσικά να τις συναντήσει σε μπουρδέλα και σε  ξενοδοχεία – γαμηστρώνες, ανάμεσα Αθηνάς-Πειραιώς, Πατησίων-Γ΄ Σεπτεμβρίου και Αριστοτέλους, καθώς και κατά μήκος της Βερανζέρου, της Καποδιστρίου και εν μέρει της Σολωμού, στα χαμηλά, δυτικά κομμάτια των δρόμων.

Στοές, επινίκια και άλλα πολλά

Στην εντύπωση της πιάτσας συμβάλλουν τα ξενοδοχεία στην επικράτεια της πλατείας, τόσο τα διατηρητέα εγκαταλειμμένα («Μπάγκειον», «Μέγας Αλέξανδρος»), όσο και τα λειτουργούντα (“2 Fashion House Hotel”, “Classical Acropol”, «Γκρεκοτέλ», «Άρης», «Μίνως») κ.λπ., κυμαινόμενα από πολύ λαϊκά μέχρι σχεδόν κυριλέ. Την εντύπωση τη δίνουν βεβαίως οι πελάτες, εδικά οι επαρχιώτες. Μπορεί οι άνθρωποι να μην έχουν πια τα κοντοβράκια και τα ραμμένα καλάθια με τις κότες, όπως στις ταινίες με τον Χατζηχρήστο, αλλά το χαμένο ύφος δεν αλλάζει. Τουρίστες ξεπέφτουν όχι σπάνια στα φτηνά ξενοδοχεία, και τρώνε στα μαγαζιά με τις μόνιμες ομπρέλες (Κοτοπούλη, Σατωβριάνδου, Δώρου, Γλάδστωνος), χωρίς να παραλείψουν το γαλακτοπωλείο «Στάνη» ή κανένα τσοντάδικο.

Τα οποία τσοντάδικα («Κοσμοπολίτ», «Αβέρωφ», «Αθηναϊκόν» και ιδίως το μνημειακό «Σταρ») αποτελούν, για προφανείς λόγους, χαρακτηριστικά στοιχεία της πιάτσας. Προσθετέα τα σεξ σοπ (έστω κι αν δεν είναι όλα ισόγεια), οι καμπίνες ιδιωτικής προβολής πορνό (Ικτίνου, Πανεπιστημίου κ.λπ.), τα τελευταία δημόσια λουτρά στην Αγ. Κωνσταντίνου και στην Ξούθου και οι πάμπολλες στοές. Αξίζει ειδική μνεία στη στοά «Της πείνας» (επισήμως «μεγάρου Τρικούπη», από Ομόνοια προς Πατησίων, όπου επιζεί το αρχαιότερο μανταριστήριο / διορθωτήριο ρούχων της Αθήνας («Λώλης»). Επίσης, εδώ μέχρι πρόσφατα μπορούσες (μήπως μπορείς ακόμα;) να βρεις πούλμαν για επισκεπτήριο στα Κέντρα Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων στρατιωτών και σμηνιτών (Τρίπολη, Μεσολόγγι, Κόρινθο κ.λπ.). 

Αξιοσημείωτα είναι και τα περίπτερα: προς την Αθηνάς με αλλόγλωσσες εφημερίδες τα οποία συντωχρόνω αποβαίνουν στέκια των αντίστοιχων αλλοδαπών που τις διαβάζουν και τις σχολιάζουν (Ρώσοι, Ουκρανοί, Αλβανοί και άλλοι), άλλα περίπτερα προς Πειραιώς με ρολόγια και διάφορα μικροπράματα κι άλλα προς Πανεπιστημίου με τσοντοπεριοδικά. Αλλά και τα λοιπά μικρομάγαζα δεν πάνε πίσω: φορητές βιτρίνες με σαντουιτσάδες, μαγαζάκια-τρύπες με φτηνά εμπορεύματα (ζώνες, γάντια, είδη σπιτιού), σαράφικοι πάγκοι, προποτζίδικα, καφενεία και ουζερί (ιδίως σε στοές), σουβλατζίδικα, ζαχαρώδη είδη, πάγκοι εφημεριδοπωλών, που τα βράδια αυξάνονται σ’ έμβαδό. Σα μικρομάγαζα μοιάζουν και οι πάμπολλοι τηλεφωνικοί θάλαμοι που κυριαρχούν πάνω στην πλατεία. Τα μεγαλύτερα μαγαζιά έχουν επίσης προσαρμοστεί στο κλίμα (π.χ. τα ρουχάδικα Αθηνάς και Ομόνοια, που τρέμουν όποτε ο ηλεκτρικός περνάει δίπλα στα θεμέλιά τους), έστω κι αν ανήκουν σε «αλυσίδες» («Έβερεστ», «Ζάρα», «Κέι εφ σι», «Γκούντιζ», «Χόντος», «Γκλου», «Γρηγόρης», «Νέον»), με την έννοια ότι το κτίριο, η πελατεία και η «πατίνα» του χρόνου κρατάνε και επαυξάνουνε την ομονοιακή χροιά τους.

Στην Ομόνοια λαμβάνουν χώρα δημόσιες κοινωνικές εκδηλώσεις: αθλητικά επινίκια, πολιτικές συγκεντρώσεις, ιδίως μικρών κομμάτων, και διαδηλώσεις. Τους συμμετέχοντες (φίλαθλοι, φοιτητές, καταληψίες μαθητές, συνδικαλιστές, κομμουνιστές, αριστεριστές, αλλά τελευταία επίσης ακροδεξιοί και αλλοδαποί) δυσκολεύομαι να τους λογαριάζω για μέρος της πιάτσας, διότι, πρώτον, η πιάτσα, εξ ορισμού θα ’λεγα, δεν έχει τίποτα το αγωνιστικό, το διεκδικητικό, παρά είναι μια πρόσκαιρη συμβίωση ποικίλων (και εν πολλοίς αντικρουόμενων)  λαϊκών ατομισμών∙ και δεύτερον, με εξαίρεση τους αλλοδαπούς, οι υπόλοιποι ούτε ζουν, ούτε δουλεύουν, ούτε αργοσχολάζουν εδώ. 

Οι νέοι μόνιμοι κάτοικοι

Η εξαίρεση των αλλοδαπών που προανέφερα έχει να κάνει με τούτο: για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, τα πέριξ της Ομόνοιας ξαναπέκτησαν μόνιμους κατοίκους. Εγκαταλειμμένα σπίτια, παρατημένα διαμερίσματα, πολυκατοικίες πρώην γραφείων (όχι μόνο η πρώην Εισαγγελία στο ακόμα πιο πρώην «Αμπάσαντορ»), πάμφτηνα ξενοδοχεία και ξενώνες, στη Σοφοκλέους, στη Σωκράτους, στην Αναξαγόρα, στη Μενάνδρου, στη Βερανζέρου, στη Βούλγαρη, στη Νικηφόρου, στη Ζήνωνος, είναι μόνιμες κατοικίες για πάρα πολλούς αλλοδαπούς. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν βγαίνουν στην Ομόνοια, βγαίνουν στην κεντρική πλατεία της γειτονιάς τους. Πού αλλού να πάνε; Αρέσει ή όχι, είναι μέρος του μόνιμου ανθρώπινου στοιχείου εδώ, συντριπτικό μάλιστα ως ποσοστό κατοίκων, έχοντας προσδώσει και διαφορετικό χρώμα ρούχων, γλώσσας και δέρματος στην πιάτσα. Όταν νυχτώσει για τα καλά, οι (περισσότεροι) Έλληνες φεύγουν από τη μεγάλη πλατεία για τις γειτονιές τους. Μόνο οι εργαζόμενοι στον «Κατσέλη» και στα «Έβερεστ», οι εφημεριδοπώλες, οι αστυνομικοί που έχουν βάρδια και κάτι περίεργοι σαν εμένα είναι ντόπιοι. Αυτές τις ώρες, οι αλλοδαποί είναι που δίνουν τον τόνο – δεν έχουν όλοι σπίτι, άλλωστε. Μαζί τους, όσοι  Έλληνες δεν μπορούν να πάνε σπίτι τους ή δεν έχουνε καν: πάμφτωχοι, άστεγοι και πρεζόνια.

Το μείγμα παράγει όντως αυξημένη ανέχεια, βρομιά κι εγκληματικότητα. Και λοιπόν; Ούτε οι ακροδεξιοί, ούτε ο μέσος τηλεφοβισμένος μικροαστός κάνουν τον κόπο να σκύψουν στο πρόβλημα και να καταλάβουν ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν ήρθαν εδώ με τη θέλησή τους για να ενοχλήσουν την Αιωνία Ελλάδα (σας), να κατουρήσουν/ κλέψουν/ μαχαιρωθούν. (Το ίδιο ισχύει και για τα δικά μας τα πρεζόνια.) Φτωχοί, αξιοθρήνητοι άνθρωποι είναι, που αξίζουν κάθε βοήθεια, όχι περαιτέρω βία και καταστολή (κάτι ξέρω και γω, στα Πατήσια μένω, όχι στην Εκάλη). Όταν κάνουνε λάντζα στις κουζίνες μας, μαζεύουνε τις ελιές μας, κουβαλάνε βαριά έπιπλα στις μετακομίσεις  μας ή ξεσκατώνουνε τους παππούδες μας, τότε μόνο είναι καλοί; Η ελληνική οικονομία στηρίζεται στην εργασία των αλλοδαπών. Καιρός είναι ν’ αναγνωρίσουμε τους αυριανούς συμπολίτες μας, όπως είχαμε αναγνωριστεί παλιότερα και μεις –εμείς, οι χτεσινοί Αρβανίτες, Σλάβοι, Άραβες, Φράγκοι, Βλάχοι, Βούλγαροι, Κατελάνοι, Μαλτέζοι, Τούρκοι, Ιταλοί–, και όχι μόνο «οι αρχαίοι ημών πρόγονοι».

Διά ταύτα

Ωστόσο, δεν προτιμάω την ειδυλλιακή αστική Ομόνοια του 1910, που βλέπουμε στις καρτποστάλ. Συμφωνώ ότι τώρα έχει πολύ θόρυβο, μα και τότε είχε πολλή μπόχα από τα περιττώματα των υποζυγίων συν τρελή σκόνη. Αν ξεφύγετε από τις σταχυολογημένες φοβιολαγνείες των δελτίων ειδήσεων και αποφασίσετε να ζήσετε έστω και λίγο τη ζωή στη μεγάλη πλατεία, ίσως διαμορφώσετε τη δική σας γνώμη για τα πράγματα, αφήνοντας στην άκρη τη γνώμη του κάθε Αυτιά. 

d.fyssas@gmail.com