Life

Μήπως παραμένουμε απασχολημένοι για να μην είμαστε αδρανείς;

Ή μήπως δεν ξέρουμε τι να κάνουμε όταν δεν είμαστε μόνιμα απασχολημένοι με κάτι;

Ελένη Χελιώτη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συνεχής απασχόληση (busyness), ο μειωμένος ελεύθερος χρόνος και οι επιπτώσεις στην υγεία και την ψυχολογία

Το The Atlantic έγραψε δύο άρθρα πρόσφατα για το concept της απασχόλησης (busyness), το πόσο απασχολημένοι είμαστε όλοι τη σήμερον εποχή και πως αυτό φαίνεται πια να μας ορίζει. Το ένα άρθρο εστιάζει περισσότερο στην εργασιακή απασχόληση και στο γεγονός ότι είναι πλέον ένα status symbol, και ότι ενώ παλιά οι πλούσιοι είχαν σαφώς περισσότερο ελεύθερο χρόνο, πλέον συμβαίνει το αντίθετο. Το άλλο έχει μια άλλη προσέγγιση και ξεκινάει ρωτώντας τον αναγνώστη αν αισθάνεται ενοχές που διαβάζει το συγκεκριμένο άρθρο επειδή μπορεί να διαβάζοντάς το να αφαιρείται χρόνος από κάτι άλλο που πιστεύει ότι θα έπρεπε να κάνει. Ίσως, μας λέει, ενώ το διαβάζουμε κάνουμε ένα διάλειμμα από τη δουλειά, αλλά νιώθουμε ότι δεν θα έπρεπε επειδή τα deadlines και οι υποχρεώσεις μάς πνίγουν.

Οι περισσότεροι από εμάς, ισχυρίζεται, είναι πολύ απασχολημένοι. Σύμφωνα με έρευνες που έγιναν τα τελευταία χρόνια από το Pew Research Center, το 52% των Αμερικανών συνήθως προσπαθούν να κάνουν περισσότερα από ένα πράγματα τη φορά και το 60% μερικές φορές αισθάνονται υπερβολικά πολύ απασχολημένοι για να απολαύσουν τη ζωή. Όταν πρόκειται δε για γονείς με παιδιά κάτω των 18 ετών, ένα συντριπτικό 74% είπε ότι μερικές φορές νιώθουν υπερβολικά πολύ απασχολημένοι για να απολαύσουν τη ζωή.

Η λύση για την υπερβολική απασχόληση μπορεί να φαίνεται απλή: να κάνουμε λιγότερα. Αλλά αυτό είναι πιο εύκολο να το πούμε παρά να το κάνουμε, καθότι το βαρύ και ασήκωτο πρόγραμμα που έχουμε σήμερα βασίστηκε στην προσπάθεια να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των άλλων. Ωστόσο, έρευνα δείχνει ότι οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους κάνουμε πάρα πολλά μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκοι.

Οι ερευνητές έχουν μάθει ότι η ευημερία περιλαμβάνει ένα «ιδανικό σημείο» (sweet spot) απασχόλησης. Το να έχουμε πολύ λίγο ελεύθερο χρόνο μειώνει την ευτυχία, αλλά αυτό που ταυτόχρονα ισχύει είναι ότι το να έχουμε πολύ ελεύθερο χρόνο μειώνει το πόσο ικανοποιημένοι είμαστε με τη ζωή μας λόγω της αδράνειας.

Το 2021, μελετητές στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και στο UCLA υπολόγισαν τα επίπεδα ευημερίας των ανθρώπων ανάλογα με τον χρόνο που είχαν να διαθέσουν για τον εαυτό τους. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο βέλτιστος αριθμός ωρών ελεύθερου χρόνου σε μια εργάσιμη ημέρα ήταν 9,5 — περισσότερο από το ήμισυ του χρόνου που οι άνθρωποι είναι ξύπνιοι.

Εννιάμισι ώρες είναι πιθανώς πολύ περισσότερες από ό,τι συνήθως έχουμε ή θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε, μεταξύ της δουλειάς και των οικογενειακών υποχρεώσεων. Στην πραγματικότητα, ο μέσος αριθμός «ελεύθερων» ωρών που βρέθηκαν είναι 1,8. Αλλά ακόμα κι αν οι 9,5 ώρες δεν είναι ρεαλιστικές, αυτή η τεράστια διαφορά πιθανότατα αντανακλάται στα επίπεδα άγχους και μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας εκτιμούν ότι παγκοσμίως, το 2016, ως αποτέλεσμα της εργασίας τουλάχιστον 55 ωρών την εβδομάδα, περίπου 398.000 άνθρωποι πέθαναν από εγκεφαλικό και άλλοι 347.000 πέθαναν από καρδιακές παθήσεις. Έτσι, ακόμα κι αν δεν πλησιάσουμε ποτέ τις 9,5 ώρες, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου είναι μια σωστή στρατηγική για την υγεία και την ευεξία για τους περισσότερους ανθρώπους. Γιατί λοιπόν δεν απαιτούμε καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής;

Μια απάντηση είναι ότι για τους περισσότερους από εμάς, ο πολύς ελεύθερος χρόνος είναι πιο τρομακτικός από τον πολύ λίγο, και κάνουμε ότι μπορούμε για να τον αποφύγουμε. Αν δεν ξέρουμε πώς να το χρησιμοποιήσουμε, ο ελεύθερος χρόνος μπορεί να μετατραπεί σε νωθρότητα, κάτι που οδηγεί σε πλήξη—και οι άνθρωποι μισούν την πλήξη. Συνήθως, όταν δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε, ενεργοποιείται ένα σύνολο δομών του εγκεφάλου που είναι γνωστό ως Δίκτυο Αυτόματης Λειτουργίας ή Δίκτυο Προεπιλεγμένης Λειτουργίας (Default Mode Network), με συνέπειες στη συμπεριφορά που μπορεί να συσχετιστούν με περισυλλογή, σκέψη και απασχόληση με τον εαυτό μας.

Το μοτίβο σκέψης όταν εμπλέκεται αυτό το δίκτυο μπορεί να είναι άνευ σημασίας όπως για παράδειγμα «Πώς λερώθηκαν τόσο τα νύχια μου;» ή δημιουργεί τρομακτικές εικασίες τύπου «Τι να σκαρώνει τώρα το έφηβο παιδί μου;». Για να αποφύγουμε την ενεργοποίηση αυτής της μη παραγωγικής κατάστασης, αναζητούμε τρόπους για να αναγκάσουμε τον εαυτό μας να παραμείνει απασχολημένος, ίσως «σκρολάροντας» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή αναθέτοντας στον εαυτό μας κάποια εργασία με στόχο. Με άλλα λόγια, η γεμάτη αυτή ημέρα κατά την οποία με τα βίας προλαβαίνετε να πάτε στο μπάνιο μπορεί να είναι —τουλάχιστον εν μέρει— μια αυτοεπιβεβλημένη δημιουργία, αφού είπατε «ναι» σε υπερβολικά πολλά πράγματα προσπαθώντας να αποφύγετε να μπείτε σε αυτή την προεπιλεγμένη λειτουργία.

Ένας άλλος όμως λόγος είναι αυτός που προαναφέρθηκε, δηλαδή, το γεγονός ότι, τουλάχιστον στην αμερικανική κουλτούρα, η απασχόληση τείνει να προσδίδει κοινωνικό status. Eρευνητές το 2017 απέδειξαν ακριβώς αυτό με μια σειρά πειραμάτων, όπως ένα στο οποίο ζητήθηκε από τα υποκείμενα της έρευνας να βαθμολογήσουν το status ενός ατόμου βάσει των αναρτήσεών τους στο Facebook. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, οι αναρτήσεις που δημοσιοποιούσαν έναν τρόπο ζωής ενός ανθρώπου που δούλευε υπερβολικά βαθμολογήθηκαν υψηλότερα. Δεύτερον, η εργασιακή απόδοση και τα υπερβολικά επίπεδα απασχόλησης τείνουν να συσχετίζονται θετικά.

Έρευνα του 2016 έδειξε επίσης ότι οι πολυάσχολοι άνθρωποι είχαν μεγαλύτερη ταχύτητα επεξεργασίας, καλύτερη μνήμη, καλύτερη λογική και περισσότερες γνώσεις από τους λιγότερο απασχολημένους. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι η κατεύθυνση της αιτιότητας είναι ασαφής: Αυτοί που αποδίδουν πολύ καλά στην εργασία τους μπορεί απλώς να είναι άνθρωποι που επιβάλλουν στον εαυτό τους να είναι πιο απασχολημένο και θα ήταν εξίσου αποτελεσματικοί και ικανοί εάν ελευθέρωναν λίγο το πρόγραμμά τους σε μια προσπάθεια να είναι πιο ευτυχισμένοι.

Για τους περισσότερους ανθρώπους, το πρόβλημα με την απασχόληση (busyness) είναι ότι βρίσκονται πολύ πιο κάτω από το «sweet spot» του ελεύθερου χρόνου στη μέση εργάσιμη ημέρα τους. Αυτό μπορεί να είναι εν μέρει αναπόφευκτο και μερικοί άνθρωποι έχουν πολύ λιγότερο έλεγχο από άλλους όσον αφορά στο πρόγραμμά τους. Όμως, όπως υποδηλώνει η έρευνα, πολλοί άνθρωποι φαίνεται να προκαλούν στον εαυτό τους μεγαλύτερη απασχόληση από ό,τι είναι απαραίτητο λόγω του φόβου της αδράνειας.

Το να «ξεμάθουμε» κάτι είναι πολλές φορές πιο δύσκολο από το να μάθουμε κάτι καινούργιο. Αλλά ίσως ήρθε η ώρα να μάθουμε να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να μην κάνει τίποτα, χωρίς να αισθανόμαστε τύψεις για αυτό, ή να βρούμε ενασχολήσεις οι οποίες, αν μη τι άλλο, μας προσφέρουν χαρά, μας γεμίζουν, και μας επιτρέπουμε να παραμείνουμε δημιουργικοί χωρίς ταυτόχρονα να αυτοκαταστρεφόμαστε.

*Με στοιχεία από The Atlantic