TV & Media

Η μεταμόρφωση των New York Times και η woke culture

Πώς η εφημερίδα εκμεταλλεύτηκε την εξωφρενική παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την αλλαγή μοντέλου της εφημερίδας New York Times και την προώθηση της woke culture στη δημόσια σφαίρα.

Το 2011, οι New York Times μπήκαν στην ψηφιακή εποχή ακολουθώντας το μοντέλο των ηλεκτρονικών συνδρομών: η διοίκηση της νεοϋρκέζικης εφημερίδας πίστευε ότι οι αναγνώστες θα πλήρωναν για να διαβάζουν ποιοτική δημοσιογραφία. Αλλά, στην αρχή, αυτό δεν συνέβη: μετά από ένα απογοητευτικό 2014, οι New York Times έκαναν μείωση προσωπικού και, με πρωτοβουλία του εκδότη A.G. Sulzberger, προχώρησαν σε καινοτομίες για να προσελκύσουν αναγνωστικό κοινό: μία από αυτές ήταν η συνεργασία των δημοσιογράφων με τους αναγνώστες έτσι ώστε το περιεχόμενο να προκύπτει από αυτούς· μια δεύτερη ήταν η στενή συνεργασία των δημοσιογράφων με το διαφημιστικό τμήμα - κάτι που οι ρεπόρτερ της παλιάς σχολής αρνούνταν να κάνουν.

Ύστερα, ήρθε ο Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος επιτέθηκε στον Τύπο ως «εθχρό του λαού» και χρησιμοποιώντας κατά κόρον την έκφραση fake news στοχοποιούσε κυρίως τους New York Times. Αλλά η εχθρότητα απέκρυπτε μια συμβιωτική σχέση: ο Τραμπ εκμεταλλευόταν το ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα ότι οι εφημερίδες των ελίτ, όπως οι Times και η Washington Post, περιφρονούν τον τρόπο ζωής των απλών Αμερικανών (όπλα, εκκλησία, αμορφωσιά, φτηνός καταναλωτισμός), ενώ οι New York Times βρήκαν κάποιον για να παίζουν και να βρίζουν. Τα κόλπα του και η εξωφρενική του συμπεριφορά ήταν βούτυρο στο ψωμί της εφημερίδας η οποία αύξησε την αναγνωσιμότητα μόνο και μόνο καλύπτοντας τι έκανε και τι δεν έκανε ο Τραμπ: όπως είπε ο Les Moonves, διευθύνων σύμβουλος του καναλιού CBS, ο Τραμπ δεν ωφελεί την Αμερική, ωφελεί όμως ο CBS. To ίδιο ισχύει και για το CNN, που ενθάρρυνε τον Τραμπ να θέσει υποψηφιότητα ώστες να κεφαλαιοποιήσει την κριτική εναντίον του - το μίσος εναντίον του τροφοδότησε διαφημίσεις, ακροαματικότητα και αναγνωσιμότητα όλων των liberal ΜΜΕ.

Δεν χρειαζόταν σοβαρή δημοσιογραφική δουλειά: αρκούσε να σχολιάζει κανείς τα tweets και retweets του ανδρός, που δεν φαινόταν «φυσιολογικός» υποψήφιος και «φυσιολογικός» πρόεδρος. Οι New York Times, η Washington Post, η Huffington Post το το NBC News είχαν ξαφνικά πάρα πολύ υλικό: έβαλε άραγε το χεράκι της η Ρωσία στην εκλογή του Τραμπ; Είχε ο Τραμπ επαφές με call-girls στη Μόσχα; Λίβελοι εναντίον του, υποψίες και συνωμοσιολογικοί υπαινιγμοί εμπλούτισαν όλα τα liberal ΜΜΕ· τους τελευταίους τρεις μήνες του 2016, οι New York Times απέκτησαν 276,000 καινούργιους ψηφιακούς συνδρομητές, ενώ το 2019 προστέθηκε ένα ακόμη εκατομμύριο. Χάρη στην αντι-Τραμπ στάση, και στο ίδιο το ποιόν του Τραμπ, η επιχείρηση πέτυχε τον οικονομικό της στόχο για το 2020: 800 εκατομμύρια δολάρια από τις διαφημίσεις της ψηφιακής έκδοσης.

Στο μεταξύ, οι New York Times μιμούνταν τη λογική του Facebook μετρώντας με έρευνες τον συναισθηματικό αντίκτυπο των άρθρων. Τι ένιωθαν οι αναγνώστες; Πλήξη; Φόβο; Περιέργεια; Θλίψη; Και ποια άρθρα είχαν τα περισσότερα κλικ; Ποιο συναίσθημα ήταν εκείνο που αύξανε την αναγνωσιμότητα; Η επιχείρηση Data Science Group δημιούργησε έναν αλγόριθμο τεχνητής νοημοσύνης που προβλέπει τα συναισθήματα των αναγνωστών μεταξύ 18 επιλογών και στη συνέχεια παραδίδει τα στοιχεία στους διαφημιστές ώστε να μπει η κατάλληλη διαφήμιση στο κατάλληλο σημείο και οι αναγνώστες να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και γι’ αυτή. Το διαφημιστικό τμήμα των Times κατευθύνει συγκεκριμένες διαφημίσεις σε συγκεκριμένα άρθρα με σκοπό την ανακίνηση συγκεκριμένων συναισθημάτων: το αποτέλεσμα αυτής της αλυσίδας είναι μεγάλα διαφημιστικά κέρδη. Ο σκοπός -δυνατά συναισθήματα εκ μέρους των αναγνωστών: οργή, μίσος, αγανάκτηση- απαιτεί δυνατά συναισθήματα εκ μέρους των δημοσιογράφων: για παράδειγμα, η αγανάκτηση μπορεί να προκληθεί από ρεπορτάζ που εξηγεί γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ρατσιστής· ακόμα ισχυρότερο είναι ένα ρεπορτάζ που εξηγεί γιατί οι ψηφοφόροι του είναι ρατσιστές. Αντιθέτως, ένα ρεπορτάζ όπου η δημοτικότητά του αποδίδεται σε οικονομικό άγχος δεν έχει τον ίδιο αντίκτυπο. Με λίγα λόγια, για να διευρυνθεί το αναγνωστικό κοινό χρειάζονται απλές και τρανταχτές διαπιστώσεις είτε αληθεύουν, είτε όχι. Η κατηγορία ότι οι μισοί Αμερικανοί είναι ρατσιστές δημιουργεί πάθη και αυξάνει τον αριθμό των αναγνωστών που πανικοβάλλονται για το πού οδεύει η Αμερική.

Αν και η εκλογή του Τραμπ οφείλεται γενικότερα στον συντηρητισμό -π.χ. πολλοί Αμερικανοί ήθελαν να διορίσει συντηρητικούς δικαστές που να είναι εναντίον της άμβλωσης και υπέρ αυστηρότερων ποινών για την παραβατικότητα- καθώς και στην επιθυμία απόσυρσης των ΗΠΑ από τον διεθνή χώρο, οι δημοσιογράφοι των Times επέλεξαν να χαρακτηρίσουν ρατσιστές τους ψηφοφόρους του οξύνοντας μια ήδη διχαστική κατάσταση, παραμερίζοντας τα πιο εξεζητημένα θέματα -όπως οι διακρατικές εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ- που ίσως οδήγησαν πολλούς ανθρώπους να ψηφίσουν τον Τραμπ. Η καρικατούρα και στη συνέχεια ο ηθικός πανικός που δημιουργήθηκε και διαδόθηκε πολλαπλά μέσω των κοινωνικών δικτύων απεδείχθη κερδοφόρα. Με λίγα λόγια, οι New York Times τροφοδοτούν το Twitter και το Facebook όπου τα γραφόμενα στην εφημερίδα αναμεταδίδονται ξανά και ξανά, οι χρήστες ξεμαλλιάζονται και, καθώς ο πυρετός ανεβαίνει, οι liberal αναγνώστες προσκολλώνται όλο και περισσότερο στη «δική τους», τη liberal εφημερίδα.

Οι Times προσπαθούν να δείξουν δημοκρατικό πνεύμα αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντοτε. Τον Σεπτέμβριο του 2018, στο ετήσιο φεστιβάλ της εφημερίδας, ανάμεσα στους προσκεκλημένους ήταν ο Jim Carrey, η Maggie Gyllenhaal, ο Judd Apatow και ο Steve Bannon, ο υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και επικεφαλής της πλατφόρμας Breitbart που θεωρείται επίκεντρο της ρατσιστικής, νατιβιστικής alt-right. Αλλά οι Apatow και Carrey δήλωσαν στα social media ότι δεν θα παρίσταντο αν στο φεστιβάλ ερχόταν ο Bannon - έτσι, η πρόσκληση του Bannon ακυρώθηκε λίγες ώρες πριν από τη δημόσια συζήτηση. Τελικά, η γιορτή έγινε μεταξύ ομοϊδεατών.

Η δολοφονία του George Floyd από τον αστυνομικό τον Μάιο του 2020 κλιμάκωσε τους τόνους στους New York Times οι οποίοι εφάρμοσαν woke και cancel τακτική όχι μόνο στην αρθρογραφία αλλά και στον εργασιακό χώρο των δημοσιογράφων. Όποιος δεν συμφωνούσε 100% απολύθηκε: στην εφημερίδα ξέσπασε ανοιχτός πόλεμος μεταξύ των wokesters και των δημοσιογράφων που επέμεναν στην αντικειμενικότητα. Όσο για τους λιγοστούς συντηρητικούς, η ζωή τους στους New York Times ήταν πάντοτε δύσκολη, αλλά στο εξής έγινε αδύνατη: η έμμονη ιδέα με την ταυτότητα είναι πλέον ο μοναδικός ορθόδοξος τρόπος παρουσίασης και ανάλυσης των γεγονότων. Αν στη δεκαετία του 1980, οι γονείς φοβούνταν πως αν το γειτονόπουλο ακούει Judas Priest είναι σατανιστής που θα παρασύρει το παιδί τους σε μαύρες τελετές, σήμερα οι liberals φοβούνται πως πίσω από το ευγενικό χαμόγελο των λευκών μεσοαστών γειτόνων τους κρύβεται η Κου Κλουξ Κλαν. Σ’ αυτή τη γενικευμένη καχυποψία που διχάζει τους Αμερικανούς χωρίς υλική βάση -πολύ λίγοι είναι ρατσιστές- συμβάλλει η δημοσιογραφία των Times, η οποία προχωρεί λίγο περισσότερο: υποδαυλίζει τη βία, δικαιολογεί ταραχές και βανδαλισμούς, επιδεινώνει τη στάση ορισμένων κοινωνικών ομάδων έναντι της αστυνομίας, των νόμων και της κοινωνίας. Ένας από τους δημοσιογράφους που σχολίασε αρνητικά τις λεηλασίες ζητώντας άμεση επέμβαση των οργάνων της τάξης προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων μέσα και έξω από την εφημερίδα: χιλιάδες συνδρομητές διέκοψαν τη συνδρομή τους και η εκπρόσωπος στο Κογκρέσο Alexandria Ocasio-Cortez απαίτησε εξηγήσεις για το απαράδεκτο δημοσίευμα. Αλλά όταν η εφημερίδα απάντησε ευγενικά ότι πρέπει να ακούγεται και η αντίθετη γνώμη, ακολούθησε καινούργια θύελλα: δηλαδή πρέπει να ακούγεται και η γνώμη του Χίτλερ; Δηλαδή αν κάποιος χρησιμοποιεί τη λέξη «αράπης» έχει δικαίωμα δημοσίευσης ως «αντίθετη γνώμη»; Και πάει λέγοντας. Oι New York Times έκαναν πίσω διαχωρίζοντας τη θέση τους από τον συντάκτη και από τον επιμελητή του κειμένου, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα αποχώρησε από την εφημερίδα.

Στους New York Times είναι αδύνατον να γράψει κανείς κάτι που να αντιβαίνει σε συγκεκριμένες ιδέες, όχι μόνο σε άρθρα γνώμης αλλά και σε ρεπορτάζ. Ακόμα και δηλώσεις γερουσιαστών περνάνε από κόσκινο μήπως προσβάλλουν τα ευαίσθητα αυτιά των αριστερών αναγνωστών, του αντιρατσιστικού κινήματος, των γκέι, των τρανσέξουαλ κτλ. Εξάλλου, οι δημοσιογράφοι που υπογράφουν αυτολογοκριμένα άρθρα συμμετέχουν στον όχλο του Twitter υπονομεύοντας οι ίδιοι την ανεξάρτητη δημοσιογραφία κι επαναλαμβάνοντας όρους: συστημικός ρατσισμός, ομοφοβία, ισλαμοφοβία, σεξισμός, τρανσφοβία. Όποιος διαφωνεί απομονώνεται και αναγκάζεται να αλλάξει είτε μέσο ενημέρωσης, είτε επάγγελμα.