Πολιτικη & Οικονομια

Λεφτά πάντα υπάρχουν για εξοπλισμούς

Με αυτό το διαχειριστικό ήθος της εξουσίας οδηγηθήκαμε στην υπερχρέωση του Δημοσίου

Γιώργος Κύρτσος
ΤΕΥΧΟΣ 521
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι κυβερνήσεις όλων των ιδεολογικών και πολιτικών αποχρώσεων βρίσκουν πάντα τρόπους να εξαιρούν από τους δημοσιονομικούς και οικονομικούς περιορισμούς τα εξοπλιστικά προγράμματα. Η επανάληψη αυτής της πολιτικής ρουτίνας γίνεται ολοένα πιο εξοργιστική για το μέσο πολίτη επειδή συνδυάζεται με την επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης και τη χρηματοπιστωτική ασφυξία.

Tα υποβρύχια

Η κυβέρνηση Σημίτη έδωσε, στο ξεκίνημα της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ, τη μάχη του οικονομικού εκσυγχρονισμού παραγγέλλοντας, ύστερα από εισήγηση του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Τσοχατζόπουλου, γερμανικά υποβρύχια τύπου 214. Υποτίθεται ήταν η εθνική απάντηση στην ενίσχυση της παρουσίας του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στο Αιγαίο και για λόγους κατεπείγουσας κάλυψης αμυντικών δαπανών το ελληνικό Δημόσιο πλήρωσε προκαταβολικά το 75-80% του συνολικού κόστους του εξοπλιστικού προγράμματος, ένα ποσό που πλησίαζε τα 2 δισ. ευρώ.

15 χρόνια αργότερα τα υπερσύγχρονα υποβρύχια δεν έχουν μετατραπεί ακόμη σε λειτουργικά οπλικά συστήματα. Δεν έχει ολοκληρωθεί η ναυπήγησή τους και δεν έχει γίνει η προμήθεια των αναγκαίων τορπιλών.

Το χειρότερο είναι ότι στο ξεκίνημα της διακυβέρνησης της χώρας από τον Γιώργο Παπανδρέου και λίγο πριν την ένταξη της Ελλάδας στο μνημόνιο αυξήθηκε κατά 1 δισ. ευρώ το κόστος του ημιτελούς εξοπλιστικού προγράμματος στα πλαίσια ενός φιλικού διακανονισμού με τους προμηθευτές και τον ιδιώτη που ανέλαβε εν τω μεταξύ τον έλεγχο των ναυπηγείων Σκαραμαγκά.

Η υπόθεση των υποβρυχίων απασχολεί εδώ και καιρό εξεταστικές επιτροπές της Βουλής, σχετικά πρόσφατα τη Δικαιοσύνη και συνέβαλε στην ποινική δίωξη και την καταδίκη του άλλοτε Νο2 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Άκη Τσοχατζόπουλου.

Ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη

Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως η κυβέρνηση Τσίπρα θα αναλάμβανε πρωτοβουλία για να περιορίσει το κόστος της ζημιογόνου προμήθειας των γερμανικών υποβρυχίων τύπου 214, το οποίο πλέον κινείται πάνω από τα 3 δισ. ευρώ, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να δεσμεύσει το ελληνικό Δημόσιο 500 εκατ. δολάρια για τον εκσυγχρονισμό αεροσκαφών ηλεκτρονικής επιτήρησης και ανθυποβρυχιακού πολέμου, που αποσύρθηκαν λόγω παλαιότητας από την υπηρεσία το 2009.

Αντί να κάνει η νέα κυβέρνηση τις αναγκαίες κινήσεις για να περιορίσει το κόστος του προηγούμενου εξοπλιστικού προγράμματος κατά 500 εκατ. ευρώ ή και 1 δισ. ευρώ οργανώνοντας την επιστροφή ή τη μεταπώληση ενός ή δύο εκ των τεσσάρων υποβρυχίων που έχουν παραγγελθεί, δημιούργησε νέα οικονομικά βάρη για το ουσιαστικά χρεοκοπημένο Δημόσιο.

Οι αρμόδιοι επικαλέστηκαν και σε αυτή την περίπτωση τις ανάγκες της εθνικής Άμυνας για να προωθήσουν με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες μία προμήθεια που θα οδηγήσει και αυτή στην αναβάθμιση του πολεμικού ναυτικού σε βάθος τουλάχιστον επταετίας. Είναι αξιοπερίεργο το θέαμα μιας κυβέρνησης η οποία δεν γνωρίζει πώς ακριβώς θα καλύψει βασικές οικονομικές υποχρεώσεις του Δημοσίου κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά εβδομάδων και «επενδύει» 500 εκατ. δολάρια σε αμφιλεγόμενης ποιότητας και αποτελεσματικότητας πολεμικά αεροσκάφη, σε βάθος επταετίας.

Οι διαχειριστικές ευκολίες της σημερινής κυβέρνησης κάνουν πιο δύσκολη τη βελτίωση των συμβάσεων για τα υποβρύχια με στόχο την επιστροφή ενός τμήματος του τιμήματος στο ελληνικό Δημόσιο, μας εκθέτουν στην αντίληψη των Ευρωπαίων πιστωτών που διαπιστώνουν ότι και η νέα κυβέρνηση αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες και μεγαλώνουν το χάσμα μεταξύ της νέας κυβέρνησης που σπαταλάει το δημόσιο χρήμα και του λαού ο οποίος περιμένει την ανακοίνωση του λογαριασμού που σχετίζεται με την παράταση του δεύτερου προγράμματος-μνημονίου κατά τέσσερις μήνες και το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο που θα καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για την περίοδο μετά τον Ιούνιο.

Με αυτό το διαχειριστικό ήθος της εξουσίας οδηγηθήκαμε στην υπερχρέωση του Δημοσίου και στα μνημόνια και με αυτό το διαχειριστικό ήθος είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να βγούμε από τα μνημόνια, να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και να βάλουμε ξανά την οικονομία σε πορεία δυναμικής ανάπτυξης.