Πολιτικη & Οικονομια

Grexit déjà vu: Είναι η Ευρώπη έτοιμη να αφήσει τους Έλληνες να φύγουν;

Ένα κείμενο του κορυφαίου οικονομολόγου Bary Eichengreen

Δήμητρα Γκρους
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά και τις τελευταίες εξελίξεις και τη ρήξη που προκλήθηκε κατά τις συναντήσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμικούς εκπροσώπους της ΕΕ είναι πλέον βέβαιο ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διαπραγματευτεί σκληρά, όντας συνεπής στις προεκλογικές της εξαγγελίες τόσο στο κοινωνικό μέτωπο όσο και σε σχέση με τη σκληρή στάση που θα κρατήσει απέναντι στους δανειστές. Καταγγέλλοντας τα μέχρι τώρα συμφωνηθέντα και ζητώντας μια νέα και συνολική επαναδιαπραγμάτευση, με άδεια τα δημόσια ταμεία, την οικονομία αποδεκατισμένη και τον κίνδυνο ρευστότητας άμεσα ορατό, η συνέχεια διαγράφεται αβέβαιη και η Ελλάδα γίνεται ξανά το επίκεντρο της διεθνούς προσοχής ως ο «εφιάλτης της Ευρώπης». Πώς θα εξελιχούν τα πράγματα; Πόσο πιθανό είναι να υποχωρήσει η άλλη πλευρά και τι θα συμβεί αν ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις; Είναι η Ευρώπη έτοιμη να αφήσει τους Έλληνες να φύγουν;

Ο Bary Eichengreen, κορυφαίος Αμερικανός οικονομολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, περιγράφει την πιθανότητα ενός grexit ως déjà vu και επιχειρεί να εξηγήσει τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.


Για όσους παρακολουθούν την ευρωπαϊκή οικονομία μοιάζει με déjà vu. Η αναστάτωση στην Ελλάδα εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τη συνέχιση της παρουσίας της χώρας στην ευρωζώνη. Το φάντασμα του Grexit για ακόμα μία φορά αναζωπυρώνει τους φόβους για τη σταθερότητα και την ίδια την επιβίωση του ενιαίου νομίσματος, με το ευρώ να βυθίζεται σε χαμηλά επίπεδα 9 ετών. Οι Γερμανοί πολιτικοί παίζουν σκληρό παιχνίδι, απειλώντας να σταματήσουν τη βοήθεια προς την Ελλάδα, εκτός και αν αυτή συμμορφωθεί με τους κανόνες τους.

Η προκύπτουσα αβεβαιότητα αποθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις που απεγνωσμένα απαιτεί η Ευρώπη. Έχοντας ήδη υποστεί μια δύσκολη περίοδο ύφεσης, η ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται έτοιμη να βυθιστεί ξανά.

Όλα αυτά ακούγονται ανησυχητικά οικεία. Πρόκειται για μία απογοητευτική ηχώ του 2010, όταν η αναταραχή στην Ελλάδα πυροδότησε για πρώτη φορά την κρίση στην ευρωζώνη. Αλλά ας μη βιαζόμαστε. Δεν είναι η τρέχουσα κατάσταση ριζικά διαφορετική; Και δεν είναι διαφορετική με καθησυχαστικό τρόπο;

Πρώτον, οι τράπεζες, στη Γαλλία και τη Γερμανία ειδικότερα, είναι πολύ λιγότερο εκτεθειμένες στην Ελλάδα σήμερα από ό,τι ήταν το 2010. Έχουν πουλήσει τα ομόλογα που κατείχαν του ελληνικού Δημοσίου. Στην πραγματικότητα, πολλά από αυτά τα ομόλογα έχουν μεταφερθεί στον ισολογισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παρόλα αυτά, αν η ΕΚΤ αντιμετωπίσει οικονομικές απώλειες από μια ελληνική χρεοκοπία, το ίδρυμα μπορεί εύκολα να επανακεφαλαιοποιηθεί από τα ισχυρότερα μέλη του. Αυτό δεν θα ήταν ευτυχής έκβαση, αλλά ούτε και καταστροφή.

Δεύτερον, η Ευρώπη έχει έναν πολύ διαφορετικό πρόεδρο κεντρικό τραπεζίτη σε σχέση με πριν από πέντε χρόνια. Ο τότε πρόεδρός της Jean-Claude Trichet έκανε το τραγικό λάθος της αύξησης των επιτοκίων, όχι μία αλλά δύο φορές, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011, όταν η αναταραχή στην Ελλάδα εξαπλωνόταν.

Αντίθετα, ο πρόεδρος της ΕΚΤ σήμερα, Μάριο Ντράγκι, είναι σε εγρήγορση για τους κινδύνους της χρηματοοικονομικής αστάθειας. Αν η Ελλάδα χρεοκοπούσε και εγκατέλειπε το ευρώ, ο Draghi θα εξομάλυνε την κατάσταση. Θα αγόραζε μαζικά τα ομόλογα άλλων ευρωπαϊκών χωρών του Νότου ώστε να προφυλάξει τις χρηματοπιστωτικές τους αγορές και να αποτρέψει τις οικονομίες τους από το να μολυνθούν.

Τρίτον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες σήμερα είναι πολύ λιγότερο υπομονετικοί με την Ελλάδα σε σχέση με το 2010. Δεν είναι μόνο οι τράπεζες και οι αγορές ομολόγων σε ισχυρότερη θέση, αλλά υπάρχει η αντίληψη ότι απειλώντας να απορρίψει τη συμφωνία της με την ΕΕ, η Ελλάδα υπαναχωρεί από τις υποσχέσεις που δόθηκαν σε αντάλλαγμα για την προηγούμενη βοήθεια, πράγμα το οποίο με τη σειρά του κάνει την περαιτέρω βοήθεια λιγότερο πιθανή. Το αριστερό αντισυστημικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο είναι πιθανό να ηγηθεί στην επόμενη ελληνική κυβέρνηση* έχει υιοθετήσει μια ιδιαίτερα σκληρή γραμμή κατά της ΕΕ. Οι άλλες χώρες της ΕΕ, με τη σειρά τους, θα το αντιμετωπίσουν με ακόμη λιγότερη συμπάθεια από ό,τι τις παλιότερες ελληνικές κυβερνήσεις.

Η συνέπεια είναι, σε αντίθεση με το 2010, όταν η Ελλάδα και η ΕΕ ήταν εκατέρωθεν διατεθειμένες να συμβιβαστούν για να κρατήσουν τη χώρα στην ευρωζώνη, αυτή τη φορά η Ελλάδα να εξέλθει. Με τη διαφορά πως οτιδήποτε συμβεί στην Ελλάδα, θα παραμείνει στην Ελλάδα. Και η Ευρώπη θα έχει κάνει ένα πρώτο βήμα στο να αφήσει την κρίση πίσω της.

Αυτά τα συμπεράσματα είναι και σωστά και λάθος. Είναι σωστά γιατί οι αλλαγές από το 2010 συμβάλλουν στο να κάνουν το Grexit πιο πιθανό. Αλλά είναι λάθος στο ότι τα αποτελέσματα θα είναι θετικά και για τις δύο πλευρές.

Όπως είναι προφανές, το Grexit θα ήταν καταστροφή για την Ελλάδα. Δεν θα ενίσχυε τις εξαγωγές ούτε θα έθετε την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Η Ελλάδα δεν έχει πλέον πρόβλημα υψηλού κόστους εργασίας, αφού έγιναν ριζικές μειώσεις ήδη από το 2010. Αντίθετα, η αδυναμία της χώρας να αυξηθούν οι εξαγωγές της αντανακλά τα βαθιά διαρθρωτικά της προβλήματα: αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, αδυναμία είσπραξης φόρων και εκτεταμένη διαφθορά. Το να αποκοπεί η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί αυτή θα ήταν η συνέπεια της εξόδου από το ευρώ, δεν θα συντελέσει με κανένα τρόπο στο να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα. Αντιθέτως, ένα τέτοιο βήμα θα τα επιδείνωνε.

Ούτε το να χρεοκοπήσουν οι τράπεζες της χώρας –αυτή θα ήταν η συνέπεια της αθέτησης του χρέους, δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι τα μόνα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εξακολουθούν να κατέχουν σημαντικό αριθμό ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου– θα ήταν ακριβώς χρήσιμο. Προκειμένου να συγκρατήσει τη φυγή των καταθετών, η χώρα θα έπρεπε να επιβάλει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων. Θα χρειαζόταν να κλείσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τίποτα από αυτά δεν θα θα ήταν θετικό από τη σκοπιά της ανάπτυξης. Το άλλο πράγμα που η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως, φυσικά, είναι ξένες επενδύσεις. Το Grexit είναι το τελευταίο πράγμα που θα συνιστούσε κανείς και από αυτή την άποψη.

Οι επιπτώσεις ενός Grexit για την υπόλοιπη Ευρώπη μπορεί να μην είναι τόσο ολέθριες, αλλά είναι εξαιρετικά αβέβαιες. Η ιδέα ότι η νομισματική ένωση θα ισχύει για πάντα θα έμπαινε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Έχοντας ανοίξει της πόρτα της εξόδου, οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα τρελαίνονταν κάθε φορά που ένας Ισπανός ή Πορτογάλος πολιτικός θα έδειχνε το παραμικρό σημάδι ότι είναι κάτι λιγότερο από ολοκληρωτικά προσηλωμένος στο ευρώ. Θα χρειαζόταν μια υπερδραστήρια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχώς σε εγρήγορση να «κάνει οτιδήποτε χρειάζεται» προκειμένου να αναχαιτίσει τον παροξυσμό των αγορών. Το αν η ΕΚΤ, με το πολύ μεγάλο δοικητικό συμβούλιο, την επιρροή από τη Γερμανία και την περιοριστική της εντολή, είναι ιδιοσυγκρασιακά ικανή να ανταποκριθεί με αυτό τον τρόπο, παραμένει στην καλύτερη περίπτωση ανοιχτό ερώτημα.

Όταν η στεγαστική αγορά κατέρρευσε, ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πόλσον και ο πρόεδρος της Fed Ben Bernanke με βεβαιότητα υποστήριξαν ότι οι συνέπειες θα μπορούσαν να περιοριστούν. Όταν η Lehman Brothers χρεοκόπησε ομοίως υποστήριξαν ότι θα μπορούσαν να περιορίσουν τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σήμερα είναι εξίσου βέβαιοι ότι μπορούν να αναχαιτίσουν το ωστικό κύμα που θα δημιουργηθεί από ένα Grexit. Θα πρέπει να το ξανασκεφτούν.


* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 9 Ιανουαρίου στο site The Conversation