Πολιτικη & Οικονομια

Breaking Bad, cancel culture και ηθικό πλεονέκτημα

Το ηθικό και ανήθικο, το εγκληματικό και νόμιμο, κρίνονται με κριτήρια «παραταξιακά»

Βασίλης Βαμβακάς
ΤΕΥΧΟΣ 869
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η άκρατη κομματικοποίηση του «ηθικού πλεονεκτήματος» στην Ελλάδα, οι σύνθετες ατομικές ιστορίες και η εποικοδομητική πολιτική κριτική

Ο κόσμος της μυθοπλασίας εδώ και πολλά χρόνια έχει ξεκαθαρίσει ότι ζούμε στην εποχή της ηθικής αμφισημίας. Σε μια εποχή που δεν υπάρχει τόσο αυτό που παλιά αποκαλούσαμε κρίση αξιών –δηλαδή την αδυναμία προσδιορισμού των κοινωνικών εκείνων επιταγών που διευκρινίζουν τι είναι καλό και τι κακό– αλλά αντίθετα ότι υπάρχει επιθυμία να βλέπουμε όλο και περισσότερο αμφιλεγόμενους χαρακτήρες ως πρωταγωνιστές, να παρακολουθούμε και να ψυχαγωγούμαστε με αφηγήσεις σύμπτυξης του ηθικού με το ανήθικο, του παράνομου με το έννομο, του πονηρού με το αθώο. Είναι πραγματικά αμέτρητα τα παραδείγματα.  Από τον «Νονό» μέχρι τους «Sopranos», το «Seven», το «Braking Bad», το «Dexter», το «Peaky Blinders», το «Game of Thrones» (για να αναφέρουμε τις πιο δημοφιλείς) και πολλές άλλες φανταστικές ή ρεαλιστικές ιστορίες. Η βασική μας απόλαυση είναι η παρακολούθηση χαρακτήρων που θολώνουν τις εύκολες ηθικολογικές κρίσεις.

Ταυτόχρονα βέβαια τα τελευταία χρόνια, όχι στο επίπεδο της μυθοπλασίας, αλλά στον πολιτικό στίβο και στο πεδίο διεκδίκησης δικαιωμάτων και κατοχύρωσης ταυτοτήτων, αναπτύσσεται μια αντίθετη τάση. Μια αέναη ηθικολογία επανέρχεται για να κρίνει με αυστηρότητα είτε το εθνικά επιζήμιο είτε το δικαιωματικά και ταυτοτικά επιλήψιμο. Ένα κυνήγι μαγισσών που αφορά τόσο την πατροπαράδοτη αναζήτηση προδοτών όσο και την πιο πρόσφατη κατάδειξη εχθρών του πολιτικά ορθού, ακόμη και αν αυτοί βρίσκονται στο παρελθόν (π.χ. Αγκάθα Κρίστι, «Όσα παίρνει ο άνεμος»), οδηγεί σε ένα ατέρμονο παιχνίδι ακύρωσης προσωπικοτήτων, έργων, βιωμάτων και αναμνήσεων.

Στην Ελλάδα το cancel culture υπάρχει και αναπτύσσεται όπως παντού. Εδώ όμως υπάρχει μια ακόμη τάση που τείνει να υπερβεί τις άλλες δύο τουλάχιστον στη χοάνη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: Η ερμηνεία των πάντων με ιδεολογικά-πολιτικά κριτήρια που ουσιαστικά μετατρέπονται συχνά στον υπέρτατο ηθικολογικό παράγοντα. Η περίπτωση Γεωργούλη είναι η τελευταία, σε μια αλυσίδα περιπτώσεων που το ηθικό και ανήθικο, το εγκληματικό και νόμιμο, κρίνεται για ορισμένους (ευτυχώς όχι την πλειονότητα) με κριτήρια καθαρά «παραταξιακά». Και το χειρότερο είναι ότι δεν κρίνεται με τέτοια κριτήρια μόνο ο κατηγορούμενος (που έτσι κι αλλιώς δικαιούται το τεκμήριο της αθωότητας) αλλά και το φερόμενο θύμα, το οποίο εγκαλείται για την καταγγελία του ως πολιτικά υποκινούμενη. Ο οπαδισμός που εκδηλώνεται κυρίως από φορείς της δεξιάς και αριστερής ριζοσπαστικότητας (αλλά όχι μόνο) για μια κομματικά χρωματισμένη έκνομη πράξη ενός προσώπου, είναι μια από τις πλέον αρχαϊκές αντιδράσεις που επιβιώνουν στη χώρα μας ακόμη και σήμερα, προσφέροντας αδιανόητα άλλοθι στα «δικά μας παιδιά» (στην περίπτωση Γεωργούλη εκπέμπουν βαθύ σεξισμό) ή σκληρό καταδικαστικό στιγματισμό, όταν πρόκειται για τα «παιδιά των άλλων» (το παράδειγμα Λιγνάδη υπήρξε χαρακτηριστικό).

Αποτέλεσμα της άκρατης κομματικοποίησης της ηθικής ακύρωσης αλά ελληνικά είναι να χάνεται όχι μόνο η ουσία της κάθε ξεχωριστής υπόθεσης αλλά και η πραγματική πολιτική διάσταση που υπάρχει σε ορισμένες περιπτώσεις. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το τελευταίο διάστημα τρεις Έλληνες ευρωβουλευτές, τριών διαφορετικών κομμάτων, εμπλέκονται σε πολύ σοβαρές ποινικές ιστορίες. Το να θεωρήσουμε την Εύα Καϊλή «δούρειο ίππο της δεξιάς», ότι η Μαρία Σπυράκη έκανε απλά μια «διαδεδομένη» παρανομία, τον Αλέξη Γεωργούλη ζεν πρεμιέ που εξ ορισμού δεν εκδηλώνει βίαιες αντιδράσεις, δεν συνεπάγεται μόνο την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να αφορά τις πιο ανύποπτες περιπτώσεις, ακριβώς όπως βλέπουμε στις σειρές και ταινίες που μας διασκεδάζουν. Συνεπάγεται και μια προσπάθεια να φύγει η προσοχή μας από μια συνθήκη που χρήζει πραγματικά πολιτικής προσοχής και έρευνας: τι είναι το «σύστημα των Βρυξελλών», κατά πόσο διαμορφώνεται εκεί ένας κόσμος διαφορετικός από αυτόν που γνωρίζουμε, ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά μιας ελίτ που φαίνεται σιωπηλά να αποκόπτεται από την υπόλοιπη ηθική τάξη πραγμάτων (επωφελούμενη από προνόμια) και βέβαια ποιοι είναι οι μηχανισμοί ελέγχου της, όχι μόνο σε επίπεδο αστυνομικό-δικαστικό αλλά και δημοσιογραφικό.

Με άλλα λόγια, η άκρατη κομματικοποίηση του «ηθικού πλεονεκτήματος» στην Ελλάδα μας εμποδίζει να δούμε τόσο τις σύνθετες ατομικές ιστορίες που προκύπτουν όχι μόνο στον μυθοπλαστικό αλλά και στον πραγματικό κόσμο όσο και να ασκήσουμε εποικοδομητική πολιτική κριτική, πέρα από εύκολες δαιμονοποιήσεις ή τον χιουμοριστικό σεξισμό-αντιευρωπαϊσμό που φέρουν μπλουζάκια του τύπου: «Βέλγιο, ούτε να κλέψεις μπορείς, ούτε να γ@μ#σεις».