Πολιτικη & Οικονομια

Η επαναστατική γυμναστική και οι κάλπες

Αν σήμερα έχει κάτι ανάγκη αυτός ο τόπος και αυτός ο λαός είναι η κανονικότητα, είναι να παραμείνουν και να ενισχυθούν οι συνθήκες κανονικότητας, που σταδιακά επανέρχονται

Πάνος Λουκάκος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκλογές 2023: Οι συνεχόμενες συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, οι δημοσκοπήσεις και η διαφορά ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, και η επιστροφή στην κανονικότητα.

Σαράντα πέντε περίπου ημέρες απομένουν έως τις πρώτες εκλογές που θα διενεργηθούν με απλή αναλογική. Άλλες σαράντα πέντε κατόπιν έως τις δεύτερες εκλογές, με ενισχυμένη αναλογική. Τρεις μήνες λοιπόν, κάπου ενενήντα ημέρες, που δεν θα είναι ό,τι καλύτερο έχουμε ζήσει τον τελευταίο καιρό. Ήδη βλέπουμε τα προεόρτια: Το κέντρο της Αθήνας είναι πλέον επί καθημερινής βάσης κλειστό, πότε με ηθοποιούς, πότε με δασκάλους, πότε με φοιτητές, πότε με υγειονομικούς, μαζί όλοι αυτοί με πάσης προελεύσεως «αλληλέγγυους», σκέτους μπαχαλάκηδες και λοιπούς ενδιαφερόμενους για φασαρία. Παράλληλα με αυτή την κατευθυνόμενη καθημερινή αναταραχή σε δρόμους και πλατείες, ύβρεις, καταγγελίες και τοξικοί χαρακτηρισμοί δίνουν το τόνο σε προεκλογικές ομιλίες και κομματικές αντιπαραθέσεις. Είναι φανερό πως όλα αυτά αθροιζόμενα δεν αποτελούν τυχαία και ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα, καθώς ήδη αποτελούν τον πυρήνα της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Μιας προεκλογικής εκστρατείας που στοχεύει στην αναταραχή, όπως έλεγε ο Μάο Τσε Τουνγκ, («Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση») ή στη μη κανονικότητα, όπως λέει η κυρία Αχτσιόγλου («Η κανονικότητα δεν είναι ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά»).

Και πράγματι οι σημερινές συνθήκες κανονικότητας δεν αποτελούν ευκαιρία για την Αριστερά, σύμφωνα με τις στρεβλές αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ για την έννοια της Αριστεράς. Προς την εκδοχή αυτή συγκλίνουν όλες οι μετρήσεις, που έχουν διενεργηθεί τους τελευταίους μήνες, από το σύνολο των αξιόπιστων εταιριών δημοσκοπήσεων. Τι δείχνουν σχεδόν ταυτόσημα αυτές οι μετρήσεις;

  • Πρώτον ότι η διαφορά ανάμεσα στη πρώτη Νέα Δημοκρατία και τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ κυμαίνεται σταθερά γύρω στο 7%.
  • Δεύτερον ότι η υπεροχή του Κ. Μητσοτάκη έναντι του Α. Τσίπρα στο ερώτημα ποιόν εμπιστεύεσθε περισσότερο ως πρωθυπουργό κινείται σταθερά σε ποσοστό περί το 15%.
  • Τρίτον ότι στη παράσταση νίκης, που διαμορφώνει το προεκλογικό κλίμα, η Νέα Δημοκρατία προηγείται με σχεδόν 50 μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ.

Πίσω από τους αριθμούς αυτούς κρύβονται ορισμένα πολύ συγκεκριμένα δεδομένα:

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντιμετώπισε με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία αλλά πάντως -συν πλην- με επιτυχία τις διαδοχικές κρίσεις της πανδημίας, του μεταναστευτικού, των ενεργειακών προβλημάτων και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Επί των ημερών αυτής της κυβέρνησης βελτιώθηκε αισθητά η εικόνα της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα, αυξήθηκε το διαθέσιμο εισόδημα εργαζόμενων και συνταξιούχων είτε με αυξήσεις είτε με μείωση φορολογιών, μειώθηκε η ανεργία, ασκήθηκε αξιόπιστη εξωτερική και αμυντική πολιτική, που διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό τα διεθνή ερείσματα της Ελλάδας, υλοποιήθηκαν και υλοποιούνται εξοπλισμοί, που αν δεν εξουδετερώνουν πάντως μειώνουν αισθητά τα μεγέθη της τουρκικής απειλής.

Έναντι αυτών των δεδομένων, ο έως τώρα προεκλογικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως κεντρικό άξονα τις συνεχείς καταγγελίες για κατάλυση της Δημοκρατίας με τις παρακολουθήσεις, διάβρωση του κράτους δικαίου, χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης. Αλήθεια όμως ποιός εχέφρων άνθρωπος στη σημερινή Ελλάδα μπορεί να πειστεί από πολιτικά πρωτόγονες κραυγές για Αρίους και Ναζί, για κράτος τύπου Ουγγαρίας - Όρμπαν, για μέσα ενημέρωσης «πετσωμένα» και «βοθροκάναλα», για Μητσοτάκη τυχοδιώκτη και απατεώνα και τα λοιπά παρόμοια;

Πιστεύω ότι ακόμη και αυτοί που τις εκτοξεύουν δεν μπορεί να θεωρούν ότι με τέτοια επιχειρήματα θα πείσουν ευρύτερα στρώματα του εκλογικού σώματος, που κινούνται έξω από το κύκλο των εν στενή εννοία ήδη οπαδών και ψηφοφόρων τους. Με άλλους λόγους φαίνεται ότι η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται στη περιχαράκωση των ήδη ψηφοφόρων του και την αποτροπή διαρροών κυρίως προς τα αριστερά και όχι στη διεύρυνση της επιρροής του προς τη δεξαμενή του Κέντρου, που αναμφίβολα απωθείται από αυτή την αισθητική και ρητορική. Έτσι αυτό που επικρατεί είναι ο καταγγελτικός, τοξικός και επιθετικός λόγος, η στρατηγική της έντασης, η επαναστατική γυμναστική στους δρόμους και τις πλατείες, η σπίλωση πολιτικών αντιπάλων, η σκόπιμη παρερμηνεία της πραγματικότητας και τελικά η απόπειρα δημιουργίας συνθηκών γενικευμένης σύγχυσης και μη κανονικότητας.

Θυμίζουν όλα αυτά συνθήκες της δραματικής δεκαετίας του 2010, τις οποίες εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ο ΣΥΡΙΖΑ για να φτάσει από αριστερό γκρουπούσκουλο του 4% το 2009 στην αριστεροδεξιά κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το 2015. Τη δεκαετία δηλαδή κατά την οποία μέσα σε μία πρωτοφανή γενικευμένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση παρέλυσαν οικονομία, κράτος, θεσμοί, δομές και οδηγήθηκαν πολίτες σε καταστροφές και απόγνωση. Αυτή τη μη κανονικότητα, αυτή την ανωμαλία εκμεταλλεύτηκε και αξιοποίησε στο έπακρο προς όφελός του ο ΣΥΡΙΖΑ και μαζί με τους ΑΝΕΛ του Καμμένου έγινε κυβέρνηση. Και σήμερα επανέρχεται σε τακτικές που καλά γνωρίζει και στη στρατηγική της έντασης, παραβλέποντας όμως το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλεον οι συνθήκες που άνοιξαν το δρόμο στον ανορθολογισμό, τον ακραίο λαϊκισμό, τις ιδεοληψίες και όλες τις πολιτικές αθλιότητες της προηγούμενης δεκαετίας.

Φανερώνει η επανάληψη αυτών των εκτός τόπου και χρόνου τακτικών ένα μείζον πολιτικό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ, μία συνολική πολιτική ανικανότητα άρθρωσης νέου, σύγχρονου πολιτικού λόγου και μία αδυναμία προσαρμογής στα σημερινά δεδομένα. Προφανώς θα κρατήσουν με αυτό το τρόπο τους περισσότερους από αυτούς που ήδη έχουν. Αλλά πολύ δύσκολα θα προσελκύσουν άλλους. Στη δεκαετία της μεγάλης κρίσης του 2010 - 2019 ζήσαμε τη τυφλή έκρηξη άλογων δυνάμεων, την επικράτηση του ανορθολογισμού, την αδυναμία πολιτικής και νοητικής σύλληψης των καταστάσεων που βιώναμε και σε επίπεδο εκλογικού σώματος και συχνά σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών. Ζήσαμε με άλλους λόγους την απόλυτη μη κανονικότητα. Αλλά αν σήμερα έχει κάτι ανάγκη αυτός ο τόπος και αυτός ο λαός είναι ακριβώς τη κανονικότητα, είναι να παραμείνουν και να ενισχυθούν οι συνθήκες κανονικότητας, που σταδιακά επανέρχονται.

Εκεί ακριβώς, στη κανονικότητα, φαίνεται πως θα κριθούν αυτές οι εκλογές. Στις απαντήσεις που θα δοθούν στα ερωτήματα τα σχετικά με την ικανότητα διακυβέρνησης. Ποιός δηλαδή μπορεί να χειριστεί καλύτερα την οικονομία, την εξωτερική πολιτική, την εθνική άμυνα, την ακρίβεια, την ασφάλεια, την ενέργεια και όλα τα άλλα που συναποτελούν τη καθημερινότητα του πολίτη. Και σίγουρα δεν θα κριθούν στις παρακολουθήσεις, το κράτος δικαίου και τα μέσα ενημέρωσης, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό ακριβώς δείχνουν και όλες οι μετρήσεις που έχουν διενεργηθεί τους τελευταίους μήνες. Μετρήσεις που αμφισβητεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο Α. Τσίπρας, με διάφορα αστήρικτα επιχειρήματα περί κυβερνητικού ελέγχου πάνω στις εταιρίες δημοσκοπήσεων. Αλλά ποιός καλόπιστος άνθρωπος μπορεί να δεχτεί ότι όλες ανεξαιρέτως οι εταιρίες δημοσκοπήσεων, είναι ελεγχόμενες και εξαγορασμένες;

Παρ' όλα ταύτα ο Α. Τσίπρας διακηρύσσει πως θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα. Άραγε το πιστεύει; Πάντως μην ξεχνάμε ότι και στις εκλογές του 2019 υπερθεμάτιζε, λίγες ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, πως «ούτε μία στο εκατομμύριο δεν θα κερδίσει τις εθνικές εκλογές ο Μητσοτάκης». Αλλά τις κέρδισε και μάλιστα με διαφορά οκτώ μονάδων.