Πολιτικη & Οικονομια

Συγκρουσιακή κλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά - Αρχίζουν τα δύσκολα

Συνθήκη της Λωζάννης και αναθεωρητισμός δεν συμβαδίζουν. Είναι έννοιες ασύμβατες.

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 843
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, η Συνθήκη της Λωζάννης, η κλιμακούμενη όξυνση και τα «θερμά επεισόδια»

Ημέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα, πλησιάζουμε με βασανιστικούς ρυθμούς τη χρονιά ορόσημο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το 2023. Κλείνουν έτσι εκατό χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης, της οποίας οι πρόνοιες καθόρισαν τις διμερείς σχέσεις με τις υπογραφές του Κεμάλ Ατατούρκ και του Ελευθέριου Βενιζέλου. Το 2023, πρόκειται να διεξαχθούν και οι κομβικές για τις πολιτικές εξελίξεις στις δύο χώρες εκλογικές αναμετρήσεις. Στην Τουρκία θα καθοριστεί εάν θα κλείσει ή όχι ο κύκλος Ερντογάν. Στην Ελλάδα θα προσδιοριστεί αν και κατά πόσο θα συνεχιστεί ή όχι η «μνημονική κατάρα» που θέλει κυβερνήτες βραχείας θητείας και με ημερομηνία λήξης. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το 2023 θα είναι το έτος καταλύτης για τις εξελίξεις σε αυτή την αποσταθεροποιημένη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Η Συνθήκη της Λωζάννης, το «Άγιο Δισκοπότηρο» της ελληνικής διπλωματίας και το συμπαγές ανάχωμα από το 1923 έναντι της Τουρκίας και των εκάστοτε, από τη δεκαετία του ’60, διεκδικήσεων της κυρίως στην Κύπρο, αποδομείται σε καθημερινή βάση από την Άγκυρα ως τμήμα ενός πολύ καλά επεξεργασμένου σχεδίου στη βάση του οποίου έχει στηθεί το οικοδόμημα του νεοοθωμανικού αναθεωρητισμού. Συνθήκη της Λωζάννης και αναθεωρητισμός δεν συμβαδίζουν, βλέπετε. Είναι έννοιες ασύμβατες.

Στο βάθος αυτής της διαδικασίας, η οποία, όλα το δείχνουν άλλωστε, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα επώδυνη και σκληρή, καραδοκεί μια μακρά και βασανιστική διαπραγμάτευση στην οποία ωθούν την Αθήνα και την Άγκυρα σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι, εκτός των δύο πρωταγωνιστών βέβαια. Το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Βρετανία ως παίκτης κληρονομικώ δικαιώματι, οι αραβικές και οι άλλες μουσουλμανικές χώρες που διαθέτουν επιρροή, η Κίνα κ.λπ. Με λίγα λόγια, στο τέλος ενός σκοτεινού τούνελ και μετά την ολοκλήρωση του κύκλου οξείας αντιπαράθεσης η οποία πιθανόν να καταλήξει σε σύγκρουση, μικρή ή μεγάλη, θα υπάρξει η στιγμή που εκ των πραγμάτων οι δύο πρωταγωνιστές θα υποχρεωθούν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκεί συνήθως αποκαλύπτονται εξαιρετικά αμφιλεγόμενες πραγματικότητες. Πολύ συχνά οι διαπραγματευόμενες πλευρές χάνουν πολλά εκ των οποίων είχαν κερδίσει κατά το διάστημα των αντιπαραθέσεων. Συχνά οι ηττημένοι κερδίζουν πόντους, οι νικητές γράφουν απώλειες και οι ισχυροί του πλανήτη απλώς κινούν τα νήματα επιχειρώντας να μετακινήσουν τα δικά τους βαριά πιόνια στη σκακιέρα των αντικρουόμενων συμφερόντων τους.

Ό,τι είναι να γίνει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο του παρόντος κύκλου κλιμακούμενης όξυνσης θα έχει υλοποιηθεί έως τις αρχές του επερχόμενου χειμώνα. Κανείς εμπλεκόμενος, κανένας ισχυρός διεθνής παράγων, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί πως η όποια καταλυτική εξέλιξη θα είναι ελεγχόμενη. Αντιθέτως, όλα δείχνουν (και πείθουν) πως η όποια σύγκρουση θα είναι μακροχρόνια και κοστοβόρα.

Κάποιοι πιστεύουν πως η αποσυμφόρηση της πίεσης στα ελληνοτουρκικά μπορεί και να συμβεί μόνον με κάποιο «θερμό επεισόδιο». Όσοι πιστεύουν ή και επεξεργάζονται ένα τέτοιο σενάριο πλανώνται πλάνη οικτράν. Ακόμη και εάν η έναρξη μιας σύγκρουσης περιοριστεί σε μια άνευ στρατηγικής σημασίας βραχονησίδα του Αιγαίου, η αντίδραση θα είναι και ακαριαία και συνολική και θα προκαλέσει καταιγιστικές αντιδράσεις σε δεύτερο χρόνο. Καμία αμερικανική ή νατοϊκή ομπρέλα δεν θα είναι σε θέση να παρέμβει αποτελεσματικά πριν από την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου των συγκρούσεων. Η Ελλάδα και η Τουρκία διαθέτουν νατοϊκές αμυντικές δομές. Η Ελλάδα, διότι αυτή μας ενδιαφέρει, διαθέτει δυτικού τύπου στρατιωτική δομή. Δεν είναι Συρία, Καύκασος, Αρμενία, ούτε καν Ουκρανία. Προφανώς δεν είναι ούτε Ιράκ, ούτε Λιβύη, ούτε και Βοσνία. Με λίγα λόγια, ο πρώτος γύρος σύγκρουσης έστω και εάν πυροδοτηθεί από ένα «θερμό επεισόδιο» θα εξελιχθεί ταχύτατα σε σύγκρουση μετωπική.

Στο τέλος κάθε συγκρουσιακού κύκλου λοιπόν «στήνεται» ένα τραπέζι στο οποίο παρακάθονται οι συγκρουόμενοι. Σε αυτό το τραπέζι αρχίζει η διαδικασία της οποίας αφετηρία είναι η υπό ανατροπή προηγούμενη Συνθήκη η οποία προσδιόριζε τις διμερείς σχέσεις. Μπροστά μας είναι κάποιο «Dayton» ή κάποια «Χάγη» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε μία τέτοια διαδικασία και οι δύο πλευρές υποχρεώνονται να «δώσουν» και κάποια στιγμή επιχειρούν να «πάρουν». Δεν συμβαίνει συχνά, σχεδόν ποτέ να παραμείνουν αλώβητα τα κεκτημένα, στην προκειμένη περίπτωση τα προβλεπόμενα από τις υφιστάμενες συνθήκες (Λωζάννη κ.λπ κ.λπ). Υπάρχουν και οι νεότερες συνθήκες που διέπουν την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων επί παραδείγματι, ή οι συνθήκες που διέπουν το καθεστώς διελεύσεων, όπως του Μοντρέ φερ’ ειπείν.

Ουδείς είναι σε θέση να προδικάσει το εύρος των παραχωρήσεων ένθεν κακείθεν σε μία τέτοια περίπτωση. Ωστόσο, το μόνο σίγουρο είναι πως θα υπάρξουν μεγάλες ή μικρότερες, σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές υποχωρήσεις οι οποίες θα καταχωριστούν σε κάποιο συνυποσχετικό αν πρόκειται για προσφυγή στη Χάγη ή σε ένα κείμενο διμερούς συνθήκης.

Τα τελευταία χρόνια, και πάντως από το 2020 και μετά, η κοινή γνώμη της Τουρκίας γαλβανίζεται συστηματικά και μεθοδικά εμποτιζόμενη καθημερινά με μια επεκτατική, ιμπεριαλιστική συνθηματολογία ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται με επιτυχία η κατασκευή του εχθρού του τουρκικού έθνους που είναι βεβαίως η Ελλάδα. Πρόκειται για πρωτοφανή επιχείρηση.

Την τελευταία περίοδο καλλιεργείται και στην Ελλάδα ένα κλίμα προετοιμασίας της κοινωνίας για μία ενδεχόμενη ακραία σύγκρουση χωρίς ωστόσο να προετοιμάζεται η κοινή γνώμη και για την επόμενη ημέρα. Οι δύο πρωταγωνιστές σε αυτήν την κλιμακούμενη κρίση θεωρούν πως στο τέλος του δρόμου θα είναι μόνον νικητές και άρα δεν πρόκειται να απολεσθεί το οικείο status quo που αφορά όμως έκαστον των αντιπάλων. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα. Είτε μέσω σύγκρουσης, είτε μέσω εξαναγκαστικών συνομιλιών με ή χωρίς κηδεμονία από τους μεγάλους στης Δύσης, οι λεπτομέρειες που καθορίζουν το εύρος των θαλασσίων και εναερίων συνόρων, το καθεστώς του FIR, το εύρος της υφαλοκρηπίδας ενός εκάστου των αντιμαχομένων, το εύρος των εκατέρωθεν ΑΟΖ, δεν πρόκειται να είναι αυτά που φαντάζονται, ή που νομίζουν ότι πρέπει να φαντάζονται οι δύο κοινές γνώμες ένθεν και ένθεν του Αιγαίου αλλά και ως προς την ευρύτερη διακεκαυμένη ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου. Από εδώ και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα που θα φέρουν όλους μας αντιμέτωπους με νέα δεδομένα. Η διαφαινόμενη σύγκρουση θα είναι απλά ο «από μηχανής καταλύτης».