Πολιτικη & Οικονομια

Ο βιασμός των λέξεων

Ο βιασμός είναι έγκλημα και όχι «σεξουαλική ανωμαλία»

Εύα Στάμου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το έγκλημα του βιασμού, η ιατρικοποίηση της σεξουαλικά επιθετικής συμπεριφοράς στον δημόσιο λόγο, η εξίσωση της ομοφυλοφιλίας με την παιδεραστία στις ακραία συντηρητικές κοινωνίες.

Η συντριπτική πλειονότητα των αντρών δεν βιάζει γυναίκες ή άντρες, όσο και αν τις/τους ποθεί, γιατί πολύ απλά ο βιασμός δεν έχει σχέση με την ερωτική επιθυμία.

Ο βιασμός είναι μία πράξη επιθετικότητας που δεν πηγάζει από τον πόθο αλλά από την επιθυμία επιβολής στο θύμα. Ο θύτης συχνά θέλει να τιμωρήσει ή να καταστρέψει οτιδήποτε τον απειλεί ή τον ενοχλεί στο θύμα του, ώστε να εδραιωθεί η παρουσία του σε ένα περιβάλλον όπου ο ίδιος αισθάνεται ότι αμφισβητείται — και η ικανοποίησή του πηγάζει κυρίως από αυτή την αίσθηση υπερίσχυσης.

Αυτού του είδους η συμπεριφορά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει να κάνει με το ιατρικό ιστορικό του θύτη αλλά με τον χαρακτήρα, τις πεποιθήσεις και τα προσωπικά του βιώματα.

Καλό είναι όσοι αρθρογραφούμε να αποφεύγουμε την ιατρικοποίηση της σεξουαλικά επιθετικής συμπεριφοράς, -όσο και αν η νομική υπεράσπιση του εκάστοτε θύτη «παίζει αυτό το χαρτί» - εκτός και αν αποτελεί μέρος μιας ήδη διαγνωσμένης ψυχικής ασθένειας από την οποία πάσχει ο θύτης και η οποία, ανάμεσα στα υπόλοιπα συμπτώματά της, εμφανίζει και σεξουαλικά παραβατική συμπεριφορά.

Άλλωστε, σύμφωνα με το επίσημο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (Πέμπτη Έκδοση), ο βιασμός είναι έγκλημα και όχι ψυχιατρική διαταραχή. Ο βιασμός είναι έγκλημα και όχι «σεξουαλική ανωμαλία». Ο βιασμός είναι έγκλημα και ως έγκλημα πρέπει να τιμωρείται.

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η ερωτική επιθυμία για ένα κατά πολύ νεότερο άτομο δεν μετατρέπει αυτόματα κάποιον σε παιδόφιλο, εφόσον ο χαρακτηρισμός αυτός ταιριάζει μόνο σε όποιον επιθυμεί να συνευρεθεί ερωτικά με ανήλικους κάτω των 13 ετών, ακόμα και αν δεν τολμήσει ποτέ να κάνει πράξη αυτή του την επιθυμία. Όσοι επιθυμούν την ερωτική συνεύρεση με παιδιά, πάσχουν από την ψυχική διαταραχή της παιδοφιλίας, άσχετα από το φύλο και τη σεξουαλική τους ταυτότητα.

Το ερωτικό ενδιαφέρον για έφηβες / εφήβους από 13 έως 15 ετών ονομάζεται επιστημονικά «ηβηφιλία» ενώ η ερωτική επιθυμία για ανήλικα άτομα από 15 έως 18 (σε κάποιες κοινωνίες το όριο ανεβαίνει στα 20) ονομάζεται «εφηβοφιλία».

Οι θεραπείες που συνήθως προτείνονται σε περιπτώσεις παιδοφιλίας και ηβηφιλίας είναι συμπεριφορικές και στοχεύουν στην αλλαγή των διανοητικών και πρακτικών μοτίβων του πάσχοντα ώστε να τον βοηθήσουν να ελέγξει τις ορμές του. Δυστυχώς, η επιτυχία τους δεν είναι εξασφαλισμένη.

Υπάρχει η τάση, σε ακραία συντηρητικές κοινωνίες, να εξισώνεται η ομοφυλοφιλία με την διαταραχή της παιδοφιλίας και να υπονοείται από ορισμένους ότι όλοι οι ομοφυλόφιλοι άντρες επιδιώκουν να προβούν σε σεξουαλικές πράξεις με παιδιά. Πρόκειται για σοβαρή παρανόηση, που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της παγιωμένης ομοφοβίας ή του θρησκευτικού πουριτανισμού που επικρατεί. Η ομοφυλοφιλία — όπως και η ετεροφυλοφιλία — δεν ταυτίζεται με την παιδοφιλία και την παιδεραστία.

Η εφηβοφιλία δεν είναι ταξινομημένη ως ψυχιατρική διαταραχή, με το σκεπτικό ότι τα σωματικά χαρακτηριστικά ενός νεαρού αγοριού ή κοριτσιού σε αυτό το ηλικιακό φάσμα στους περισσότερους εφήβους ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό, με αυτά των ενηλίκων. Στην περίπτωση λοιπόν που κάποιος ενήλικος έχει ερωτικά αισθήματα για κάποιο άτομο στην ύστερη εφηβεία, μπορεί γενικά να θεωρηθεί ανώριμος, χαλαρής ηθικής, ή γελοίος, αλλά όχι απαραίτητα ψυχικά διαταραγμένος.

Άλλωστε η πλειονότητα των πολιτών δεν θεωρεί περίεργη τη σχέση ανάμεσα σε έναν τριαντάχρονο ή και μεγαλύτερο άντρα και ένα εικοσάχρονο κορίτσι, εφόσον ζούμε ακόμη σε μία σεξιστική κοινωνία που μέσω των εικαστικών τεχνών, της μόδας, της διαφήμισης και της πορνογραφίας, αποθεώνει το νεαρό γυναικείο σώμα. Θεωρούνται συνεπώς αποδεκτές οι σχέσεις αντρών κάθε ηλικίας με πολύ νεότερές τους γυναίκες – αλλά όχι και το αντίστροφο.

Η κοινωνία μας, δηλαδή, λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ο ετεροφυλόφιλος άντρας που επιδιώκει σεξουαλική επαφή με δεκαοχτάχρονα κορίτσια είναι κοινωνικά αποδεκτός, ενώ ο ομοφυλόφιλος άντρας που προτιμά νεότερούς του, όπως άλλωστε και η ετεροφυλόφιλη ή ομοφυλόφιλη γυναίκα που εκδηλώνει προτίμηση για νεότερά της άτομα, αντιμετωπίζονται με τελείως διαφορετικό τρόπο: θεωρούνται λάγνοι, ακόρεστοι σεξουαλικά, ανήθικοι, προβληματικοί, «ανώμαλοι».

Η κακοφωνία που επικρατεί στα κοινωνικά δίκτυα, και η ηδονοβλεπτική δημοσιογραφία του κίτρινου Τύπου, οδηγεί στην εννοιολογική σύγχυση, ακυρώνει οποιονδήποτε σοβαρό διάλογο, και μέσα από «αγανακτισμένες» αναρτήσεις αναπαράγει τα πλέον σεξιστικά, ομοφοβικά στερεότυπα που συσκοτίζουντην αληθινή σημασία των γεγονότων.

Αντί να καταδειχθεί το ποσό ειδεχθής είναι η σεξουαλική βία, και αντί να σκεφτούμε ως κοινωνία πώς μπορούμε να αποτρέψουμε την επανάληψη ή τη διαιώνιση περιστατικών σεξουαλικης βίας, μέρος του δημοσίου λόγου αναλώνεται στην καθύβριση των θεσμών.

Ο βιασμός είναι σεξουαλικό έγκλημα και ο βιαστής πρέπει να τιμωρείται για αυτό όπως ορίζει ο νόμος. Ο νόμος δεν ορίζει σε καμία περίπτωση ότι ο βιαστής πρέπει να τιμωρείται για την κοινωνική του τάξη, τις πολιτικές πεποιθήσεις και τη σχέση του με τη συμπολίτευση ή την αντιπολίτευση, την επαγγελματική του ενασχόληση, τη σεξουαλική του ταυτότητα, τις ερωτικές φαντασιώσεις, ή τον τρυφηλό τρόπο ζωής του. Όσο η συζήτηση ξεστρατίζει σε αλλά θέματα, ζημιωμένα θα είναι τα πραγματικά θύματα της σεξουαλικής βίας.