Πολιτικη & Οικονομια

Μια κριτική αποτίμηση του νομοσχεδίου αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Ο ελληνικός ακαδημαϊκός χάρτης μπορεί να αναβαθμιστεί σημαντικά, αρκεί να σχεδιαστούν και υλοποιηθούν οι σωστές κινήσεις

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως απαιτούνται περισσότερες κομβικές διαρθρωτικές αλλαγές.

Γράφει ο Στηβ Μπακάλης*


Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας είναι στο  επίκεντρο της επικαιρότητας με τους τέσσερις άξονες που θα συμβάλλουν για ένα πιο ποιοτικό, πιο αυτόνομο, πιο λειτουργικό, πιο εξωστρεφές πλαίσιο, σε μεγαλύτερη σύνδεση με την κοινωνία και τις ανάγκες της.  Παράλληλα  ενώ έκλεισε ο κύκλος της διαβούλευσης για ένα νέο ακαδημαϊκό χάρτη, τα πανεπιστήμια κράτησαν μια ουδέτερη στάση. Το Υπουργείο έκρινε επιβεβλημένη τη συζήτηση αυτή, εξαιτίας των αλλαγών που επήλθαν στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα πριν λίγα χρόνια, με κυριότερη την άκριτη πανεπιστημιοποίηση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και την ίδρυση νέων προγραμμάτων σπουδών χωρίς προηγούμενη γνώμη από την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή και χωρίς να υφίστανται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητά τους. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες και προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά όχι όμως και επαρκείς καθώς απουσιάζει η υλοποίηση βασικών  διαρθρωτικών αλλαγών. 

Στην Ελλάδα οι σπουδές που οδηγούν σε βασικό πτυχίο στα ελληνικά ΑΕΙ Πανεπιστημιακού τομέα διαρκούν τουλάχιστον 4 χρόνια για τα περισσότερα επιστημονικά αντικείμενα ενώ  διαρκούν 5-6 χρόνια για τα τμήματα του Πολυτεχνείου, την Γεωπονική, την Κτηνιατρική και τις Ιατρικές επιστήμες. Η διάρκεια υπερβαίνει κατά ένα έτος αυτή των άλλων χωρών αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι συμβάλλει σε πιο ποιοτικά πτυχία, αν λάβουμε υπόψη τις διεθνείς αξιολογήσεις των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Αντίθετα αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβαρύνει τον δημόσιο τακτικό προϋπολογισμό για την ανώτατη εκπαίδευση, ο οποίος το 2021 ανήλθε σε 888.063.000 ευρώ. Εδώ εκτιμούμε - αν δεν συντρέχουν άλλα επιχειρήματα για να διατηρηθεί το έτος αυτό στις παραπάνω σχολές - ότι ένα σημαντικό ποσοστό του προϋπολογισμού αυτού (ας πούμε περίπου 10%) το οποίο στηρίζει  το επιπλέον έτος σπουδών, θα μπορούσε να υποστηρίξει άλλες  πανεπιστημιακές δραστηριότητες  που προτείνονται στο νομοσχέδιο.

Έτσι, τα ελληνικά πανεπιστημιακά προγράμματα από άποψη διάρκειας σπουδών θα γίνουν  ανταγωνιστικά στον παγκόσμιο χώρο. Τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους φοιτητές, κριτήριο για τις επιλογές τους είναι το αρχαίο ρητό «Χρόνου φείδου» κατά τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, που σημαίνει να κάνεις οικονομία στο χρόνο σου ή να τον ξοδεύεις με σύνεση. Φυσικά εδώ συνυπολογίζονται και τα οικονομικά έξοδα ενός φοιτητή για έναν ολόκληρο χρόνο. Επιπρόσθετα αυτή η αυξημένη διάρκεια των σπουδών αδικεί τους πτυχιούχους των Ελληνικών Πανεπιστημίων, καθώς στο εξωτερικό ένα επιπλέον έτος σπουδών προσμετράται ως Μεταπτυχιακές Σπουδές και προσαυξάνει την αξία ενός βιογραφικού ενώ συμβάλλει στην αποχή τους για ένα χρόνο, από την αγορά εργασίας και την προσφορά τους στην κοινωνική και οικονομική ευημερία. 

Μέσα σε αυτό το τοπίο εξετάζεται και η περίπτωση επανόδου των ΤΕΙ με το νέο όνομα Σχολές Εφαρμοσμένων Επιστημών τριετούς φοίτησης, αφού αποδείχθηκε ότι δεν ήταν βιώσιμη η μετατροπή τους σε πανεπιστήμια. Όμως στην πορεία της ενσωμάτωσης των ΤΕΙ στα πανεπιστήμια έγινε ένα μεγάλο λάθος τόσο από το Υπουργείο όσο και από τα Πανεπιστήμια. διότι χάθηκε η ευκαιρία να δημιουργηθούν πανεπιστήμια διπλής κατεύθυνσης (dual sector universities).

Τα πανεπιστήμια αυτά χαρακτηρίζονται από ένα σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που περιλαμβάνει προγράμματα επαγγελματικής (βασισμένης σε δεξιότητες) όσο και ανώτερης  (ακαδημαϊκής) εκπαίδευσης στο ίδιο ίδρυμα. Δίνουν την ευκαιρία στους φοιτητές να αποφοιτούν με τίτλους σπουδών από δίπλωμα ως διδακτορικό και δεν τους εγκλωβίζουν σε ένα πτυχίο 4-5 ετών, κάτι το οποίο δεν προσφέρει ευελιξία και συμβάλλει αρνητικά στο ποσοστό αποφοίτησης το οποίο είναι και αρκετά υψηλό στα ελληνικά πανεπιστήμια. Άλλωστε η εκπαίδευση δύο κατευθύνσεων προσφέρεται από πανεπιστήμια παγκοσμίως, κυρίως στην  Αυστραλία, Αυστρία, Γερμανία, Ιρλανδία, Νέα Ζηλανδία, Ελβετία και Ηνωμένο Βασίλειο.

Μια μεταρρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση (κυρίως για τα περιφερειακά πανεπιστήμια) κάνει επιτρεπτή μια κλίμακα βάσεων εισαγωγής η οποία θα ευθυγραμμίζεται με τα διαφορετικά επίπεδα σπουδών ενός πανεπιστημίου δύο κατευθύνσεων και θα επιτρέπει τους φοιτητές να έχουν την επιλογή συνέχισης των σπουδών τους σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και τα όνειρά τους. Πέραν τούτου, οι εισακτέοι δεν πρέπει να περιορίζονται σε αυτούς των Πανελλαδικών Εξετάσεων ενώ θα πρέπει να είναι αρμοδιότητα του κάθε Πανεπιστήμιου και όχι του Υπουργείου, το οποίο αποφάνθηκε ότι «έρχεται μείωση των εισακτέων στα κεντρικά Πανεπιστήμια και αύξηση των εισακτέων στα περιφερειακά Πανεπιστήμια». Προέχουν οι επιλογές και προτιμήσεις των υποψηφίων φοιτητών σε συνάρτηση με τις αυτόνομες πανεπιστημιακές διαδικασίες επιλογής των φοιτητών. 

Όμως δεν θα πρέπει να είμαστε δογματικοί σε ότι αφορά αριθμούς εισακτέων και βάσεις επιλογής. Για παράδειγμα, στην Αυστραλία (όπως και σε άλλες χώρες) σχεδόν το ήμισυ των εισαγομένων σε πανεπιστήμια επιλέγονται με κριτήρια διαφορετικά από εκείνα της τριτοβάθμιας κατατακτήριας αξιολόγησης, που είναι αντίστοιχη των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Στους επιτυχόντες συμπεριλαμβάνονται και απόφοιτοι ιδρυμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, ενώ αναγνωρίζονται και άλλα επαγγελματικά προσόντα, σύμφωνα με την κρίση των ίδιων των πανεπιστημίων ως αυτόνομων ιδρυμάτων. Η «σχολική» εμπειρία δεν πρέπει να έχει διαχωριστικές περιοριστικές γραμμές γιατί αποτελεί κεντρικό πυλώνα προάσπισης της ισότητας σε μια σύγχρονη κοινωνία.

Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο κατά το δυνατόν να είμαστε ικανοί να βλέπουμε το δάσος   και τα δέντρα ταυτόχρονα όταν επιδιώκουμε την χάραξη μιας νέας πολιτικής για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.


* Ο Στηβ  Μπακάλης είναι τέως καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria στην Μελβούρνη της Αυστραλίας, steve.bakalis@gmail.com