Πολιτικη & Οικονομια

Έμποροι και καταναλωτές ανθρώπινου πόνου

Τι θα λέγαμε στο παιδί μας αν μας έλεγε ότι τα πάντα εκεί έξω είναι μαύρα και ότι δεν υπάρχει ελπίδα;

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 815
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η τοξική ατμόσφαιρα στον δημόσιο διάλογο που περιστρέφεται γύρω από το αστυνομικό δελτίο, οι ειδήσεις για έμφυλη, ρατιστική, ομοφοβική βία & δολοφονίες παιδιών.

Τις τελευταίες ημέρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης επικρατεί μία δυσώδης, τοξική ατμόσφαιρα με αφορμή διάφορα περιστατικά του αστυνομικού δελτίου: τον ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου ενός νέου από μια ομάδα νέων στη Θεσσαλονίκη, την ανακάλυψη της δολοφονίας ενός επτάχρονου αγοριού στην Κυψέλη το 2017, τον υπό διερεύνηση θάνατο τριών παιδιών στην Πάτρα κλπ. Είναι σαν ξαφνικά να έγινε «κάτι» – σαν να μπήκαμε σε ένα περιβάλλον ηθικής κόλασης. Κάποιοι φίλοι αναρωτιούνται με απόγνωση αν θα πρέπει να σταματήσουν να διαβάζουν ειδήσεις. Πολλοί άλλοι εκτονώνουν τη θλίψη και την οργή τους είτε συμμετέχοντας σε εκστρατείες δημόσιου «λιθοβολισμού», είτε απαιτώντας ποινές και συστήματα δικαιοσύνης που ανήκουν σε άλλες εποχές και σε άλλους πολιτισμούς.

Η κοινωνιολογία (τόσο η εγκληματολογία, όσο και η μελέτη των μέσων επικοινωνίας) και η ψυχολογία (κυρίως η πολιτική ψυχολογία και η μελέτη των συναισθημάτων) μας προσφέρουν χρήσιμα εργαλεία για να αποκωδικοποιήσουμε μηνύματα, να καταλάβουμε τα συναισθήματα τα δικά μας και των άλλων, και κυρίως να εντοπίσουμε τα πραγματικά αίτια κοινωνικών προβλημάτων και τις κατάλληλες λύσεις.

Κατ' αρχάς όταν ο δημόσιος διάλογος μιας χώρας αρχίζει ξαφνικά να περιστρέφεται γύρω από το αστυνομικό δελτίο, αυτό μπορεί να σημαίνει διάφορα πράγματα – τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είναι καλά. Μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχει όντως αντικειμενικό πρόβλημα ανομίας ή εγκληματικότητας. Σίγουρα, επίσης, η ενασχόληση με ατομικές συμπεριφορές μάς αποσπάει την προσοχή από πολύ μεγαλύτερα δομικά προβλήματα, είτε αυτά είναι η ανισότητα, είτε η κακή πολιτική. Η μέρα έχει μόνο 24 ώρες και, για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε η Ευρώπη είναι στο κατώφλι του πολέμου. 

Όλως τυχαίως η συζήτηση αυτή, η «ατμόσφαιρα» αυτή, ξεκίνησε με το που, μετά από δύο ακριβώς χρόνια, καταλάγιασε η δημόσια συζήτηση για την πανδημία, τα εμβόλια, τις μάσκες και τις ΜΕΘ. Όλως τυχαίως τέτοιες συζητήσεις άνοιγαν και ανοίγουν πάντα όταν η χώρα –όχι μόνο αυτή εδώ, η οποιαδήποτε χώρα– δεν βρίσκεται στο χείλος χρεωκοπίας ή εξόδου από το ευρώ ή βίαιων διαδηλώσεων που απειλούν το πολίτευμά της, όταν δεν χιονίζει ή δεν έχει φωτιές ή πλημμύρες, όταν δεν έχει εκλογές ή κάποιο μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο.

Ακούγεται πολύ σκληρό και κυνικό αλλά η μελέτη της δημοσιογραφίας και της «ημερήσιας διάταξης» (agenda setting) το επιβεβαιώνει: το αστυνομικό δελτίο είναι ένα καλό υποκατάστατο όταν δεν έχουμε άλλα, ακόμη χειρότερα, πράγματα να ασχοληθούμε. Κι αυτό επειδή δυστυχώς όπως γνωρίζουν καλά όλοι οι αρχισυντάκτες –και αυτή είναι η ανθρώπινη φύση– «τα κακά νέα είναι καλά νέα». 

Τα κακά νέα και ειδικά του αστυνομικού δελτίου πουλάνε γιατί ερεθίζουν τα πιο πρωτόγωνα ένστικτά μας – στα περιστατικά βίας, στις προθέσεις του θύτη και στην αγωνία του θύματος, στα αφηγήματα εγκλήματος, εξιχνίασης και τιμωρίας βλέπουμε στοιχεία του εαυτού μας που είτε θέλουμε να ξορκίσουμε, είτε θέλουμε να βιώσουμε εκ του ασφαλούς.

Η μελοδραματική, μονομανής ενασχόλησή μας με το αστυνομικό δελτίο λέει περισσότερα για εμάς και τις δικές μας ανάγκες. Σαν να έχουμε μια πληγή και μας αρέσει μαζοχιστικά να την ξύνουμε, ακόμη κι αν το έγκλημα δεν μας αφορά, ακόμη κι αν είναι κάτι μεμονωμένο. Νιώθουμε οργή λες και ο θύτης ενός εγκλήματος έπληξε εμάς προσωπικά· βιώνουμε το έγκλημα των άλλων ως προσωπική προσβολή.

Αυτή η συναισθηματική εμπλοκή έχει δύο πολύ σημαντικά θεμέλια και λόγους ύπαρξης. Καταρχάς είναι θέμα στοιχειώδους ανθρωπιάς το να μπορούμε να ταυτιστούμε με τα θύματα, να νιώσουμε ενσυναίσθηση, να τους συνδράμουμε. Άλλωστε μια κοινωνία που παρατηρεί απαθής το έγκλημα χωρίς να παρεμβαίνει, χωρίς να νιώθει απολύτως τίποτα, έχει σοβαρό πρόβλημα. Βέβαια πρέπει να αναρωτηθούμε αν η ανθρωπιά μας εξαντλείται στα θύματα ή αν καλύπτει και τους θύτες.

Αλήθεια, πώς θα αντιδρούσαμε αν ο θύτης ήταν το δικό μας παιδί; Θα ζητούσαμε το κεφάλι του επί πίνακι και θα τον αντιμετωπίζαμε ως «υπάνθρωπο», ως «ζώο» και ως μονοδιάστατο «τέρας»; Ή θα προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τους λόγους για τη συμπεριφορά του, να τον βοηθήσουμε να την αλλάξει, να γιατρέψουμε τα τραύματα που κουβαλάει και που τον μετέτρεψαν σε θύτη; Ακόμη κι αν όλα αυτά αποτύγχαναν, δεν θα συνεχίζαμε να δίνουμε στο παιδί μας την αγάπη και τη συγχώρεσή μας με όποιον τρόπο μπορούμε; Και οι θύτες είναι άνθρωποι. Και οι θύτες ήταν –και είναι– παιδιά (ειδικά οι θύτες). Και οι θύτες ήταν –είναι– θύματα.

Και όταν μια ολόκληρη κοινωνία στρέφεται εναντίον τους και τους λιθοβολεί, και ακυρώνει κάθε πτυχή της προσωπικότητάς τους, τότε τους ξανακάνει θύματα. Και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.

Όλα αυτά δεν αλλάζουν αυτό που έκαναν, ούτε φέρνουν πίσω τις χαμένες ζωές, ούτε απαραιτήτως παρέχουν παρηγοριά στις οικογένειες των θυμάτων. Είναι όμως η αλήθεια. Και είναι θλιβερό να βλέπεις ανθρώπους που πρεσβεύουν τον χριστιανισμό να διαγκωνίζονται για το ποιος θα ρίξει πρώτος τις περισσότερες πέτρες. Αυτή είναι η χριστιανική αγάπη για τους αμαρτωλούς;

Ο δεύτερος καλός λόγος για τον οποίον ασχολούμαστε με το αστυνομικό δελτίο είναι ότι κάποια εγκλήματα δεν είναι απλώς μεμονωμένα, ατομικά. Κάποια εγκλήματα μας αφορούν. Πολλές φορές το ιδιωτικό είναι και δημόσιο, και το ατομικό είναι και πολιτικό.

 Ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας ή έμφυλης βίας ή ρατιστικής βίας ή ομοφοβικής βίας ή τρομοκρατίας ή η συμπεριφορά μιας σπείρας οργανωμένου εγκλήματος ή μιας ομάδας φανατικών οπαδών σε μια πόλη του βορρά δεν είναι απλώς ατομικά, ιδιωτικά εγκλήματα. Είναι φαινόμενα που διαμορφώνονται ή επηρεάζονται από πολιτισμικούς κώδικες, από κοινωνικές συμβάσεις και οικονομικές ανισότητες και ένα σωρό άλλους δομικούς παράγοντες. Το να λέμε ότι το αστυνομικό δελτίο δεν μας αφορά είναι εξίσου προβληματικό με το να μετατρέπουμε κάθε περιστατικό σε προσωπικό μας τραύμα.

Σε ένα σημαντικό βιβλίο τους για την κατασκευή του κοινωνικού πόνου, ο Τζέφρι Αλεξάντερ και η Ελίζαμπεθ Μπάτλερ Μπρις γράφουν ότι για να μετατρέψεις τον ατομικό πόνο σε συλλογικό τραύμα θέλει δουλειά· απαιτείται πολιτισμική εργασία: αφηγήματα, μύθοι, ταινίες, σειρές, σύμβολα, ήρωες και αντιήρωες. Κάποιοι την κάνουν αυτή τη δουλειά· συνειδητά και μεθοδικά.

Από τον ανθρώπινο πόνο τον οποίο εμείς λαίμαργα καταναλώνουμε για τους δικούς μας λόγους καθημερινά ζει μια ολόκληρη βιομηχανία που τον εμπορεύεται – σε περιθωριακές και μη ιστοσελίδες, σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε φυσικούς και ψηφιακούς χώρους συγκέντρωσης πολιτών. Για να το θέσουμε αλλιώς: κάθε φορά που εσύ διαβάζεις την είδηση ή αναβιώνεις το τραύμα ή αναπαράγεις την οργή, κάποιοι βγάζουν λεφτά από αυτό. Άλλοι εργαλειοποιούν τα θύματα για να αποκτήσουν εξουσία: είτε ως ινφλουένσερς, είτε ως χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη, είτε αντιπαραβάλλοντας τη δική τους αρετή με την ηθική πτώση των άλλων.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με την εγκληματικότητα – κάθε άλλο. Πρέπει όμως να προσεγγίζουμε τα περιστατικά αυτά με ψυχραιμία, με επίγνωση του ότι επειδή σήμερα ακούμε συνεχώς για τέτοια θέματα δεν σημαίνει ότι συμβαίνουν περισσότερα από ποτέ, και σίγουρα δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα –θα μπορούσαμε, αν κοιτούσαμε την επικαιρότητα επιλεκτικά, να βρούμε δεκάδες αντίστοιχα περιστατικά σε άλλες χώρες–, απλώς σήμερα υπάρχει μια υποδομή επικοινωνίας και δημοσιογραφίας που βιοπορίζεται μέσα από αυτό το φαινόμενο. Και γι’ αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε τους επιστήμονες και τη στατιστική και τα δεδομένα, για να καταλάβουμε τι φταίει, αν όντως πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση ενός θύτη με ψυχολογικά προβλήματα ή αν πρόκειται για συστημικό πρόβλημα που απαιτεί δημόσια πολιτική και κοινωνική αλλαγή – και ποια ακριβώς πρέπει να είναι αυτή, όχι για να εκτονώσουμε τα συναισθήματα μας, αλλά για να αντιμετωπίσουμε τη ρίζα του προβλήματος. 

Όταν μας κατακλύζουν οι θλιβερές ειδήσεις είναι απολύτως φυσικό και ανθρώπινο να νιώθουμε απελπισμένοι και ανίσχυροι. Τι θα λέγαμε όμως σε ένα παιδί, στο παιδί μας, αν μας έλεγε ότι τα πάντα εκεί έξω είναι μαύρα και ότι δεν υπάρχει ελπίδα; Θα του λέγαμε «έχεις δίκιο, πάμε να φουντάρουμε όλοι μαζί»; Όχι.

Θα του λέγαμε ότι υπάρχει ελπίδα, ότι υπάρχει καλοσύνη, και ότι την καλοσύνη τη χρειαζόμαστε πρωτίστως στις δυσκολίες. Θα του δείχναμε όλα τα όμορφα πράγματα τριγύρω του. Θα του δείχναμε πρότυπα συμπεριφοράς και ωριμότητας για να του παρέχουμε έμπνευση. Θα του λέγαμε επίσης ότι δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις των άλλων αλλά για τις δικές μας· είμαστε και εμείς «η κοινωνία». Και ότι αν δεν μας αρέσει ο κόσμος όπως είναι, τότε στο χέρι μας είναι να φτιάξουμε εμείς τον δικό μας κόσμο όπως τον φανταζόμαστε. Όλα αυτά θα τα λέγαμε στο παιδί μας, επειδή νοιαζόμαστε γι’ αυτό και θέλουμε το καλό του. Γιατί δεν τα λέμε και στον εαυτό μας;