Πολιτικη & Οικονομια

Μοντέλα ένταξης μεταναστών (κι εμείς) - Μέρος 2ο

Τα πολυπολιτισμικά μοντέλα έχουν επικριθεί για τον κοινοτισμό που προκαλούν: η γεωγραφική συγκέντρωση των μεταναστών σε συγκεκριμένες γειτονιές τις καθιστά συνήθως προβληματικές

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 776
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το μοντέλο της αφομοίωσης και το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας: οι δύο διαφορετικές πολιτικές ένταξης των μεταναστών και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε

Τα μοντέλα ενσωμάτωσης που εφαρμόστηκαν στις χώρες της Ευρώπης έχουν αλλοιωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Σε έθνη-κράτη όπως η Γαλλία, η αφομοίωση εγκαταλείφθηκε προς όφελος μιας ενσωμάτωσης που επιτρέπει τη διατήρηση όλο και περισσότερων πολιτιστικών διαφορών. Το 1981, η θέσπιση ζωνών εκπαιδευτικής προτεραιότητας (ZEP) έδειχνε ότι η γαλλική δημοκρατία αποδεχόταν την ιδέα ότι η ισότητα μπορεί να περιλαμβάνει τη διάθεση ιδιαίτερων πόρων σε ορισμένες μειονεκτικές περιοχές. Ήδη, το 1991, το νομοσχέδιο υποχρέωνε κάθε κοινότητα να οικοδομεί ένα ορισμένο ποσοστό κοινωνικής στέγασης για να προωθήσει την ταξική και «φυλετική» πολυμορφία.

Παραλλήλως, άρχισαν να εφαρμόζονται θετικές διακρίσεις για την εισαγωγή σε σχολές γοήτρου όπως οι Sciences Po με στόχο νέοι από χαμηλά στρώματα να σπουδάσουν στις «Grandes Ecoles». Παρά τα προγράμματα κάλυψης των κοινωνικών ανισοτήτων, η Γαλλία προσπάθησε να εφαρμόσει πολιτική φυλετικής και εθνοτικής αχρωματοψίας. Αλλά, το 1996, στην ετήσια έκθεσή του το Κρατικό Συμβούλιο παραδέχτηκε ότι οι καθολικοί νόμοι δεν επαρκούσαν για να εξαλείψουν τις διακρίσεις: έτσι, ακόμα και στη Γαλλία επικράτησε η αρχή της πολυπολιτισμικότητας, όπως συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Κάτω Χώρες.

Στην Ευρώπη ο όρος «πολυπολιτισμικότητα» αναφέρεται συχνότερα στη βρετανική και ολλανδική εμπειρία, μολονότι αυτές οι χώρες δεν έχουν υιοθετήσει επισήμως την πολιτική της πολυπολιτισμικότητας. Κατά κάποιον τρόπο, η πολυπολιτισμικότητα επικράτησε μόνη της. Το 1948, μετά την ανεξαρτησία πολλών αποικιών της, η Βρετανία αποφάσισε να παραχωρήσει σε όλους τους πολίτες των χωρών της Κοινοπολιτείας το δικαίωμα να εργάζονται και να ψηφίζουν στην πρώην μητρόπολη (Nationality Act). Πολλοί μετανάστες από την Αφρική, την Καραϊβική, την Ασία και την ινδική υποήπειρο, μετανάστευσαν στη Βρετανία, χωρίς να είναι στην πραγματικότητα καλοδεχούμενοι. Η «φυλή» και η εθνικότητα έγιναν κεντρικό χαρακτηριστικό της βρετανικής πολιτικής ένταξης.

Το 1966, ο Roy Jenkins, τότε υπουργός Εσωτερικών, συνόψισε την καινούργια προσέγγιση: «Ένταξη δεν σημαίνει ότι οι μετανάστες χάνουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και την εθνική τους κουλτούρα. Δεν πιστεύω ότι χρειαζόμαστε χωνευτήρι […], χρειαζόμαστε ίσες ευκαιρίες που σχετίζονται με την πολιτιστική πολυμορφία, σε κλίμα αμοιβαίας ανοχής». Το θέμα ήταν να ενισχυθεί ο πλουραλισμός στη βρετανική κοινωνία χωρίς την υπερβολική αύξηση των διαφορών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην παγίωση και σκλήρυνση των ταυτοτήτων, όπως είχε συμβεί με τις ινδικές κάστες στη διάρκεια της βρετανικής παρουσίας στην Ινδία. Όμως, παρά τις προσπάθειες για ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, οι μειονότητες γκετοποιήθηκαν. Ακόμα και η προσπάθεια προσαρμογής στην de facto πολυπολιτισμικότητα ―για παράδειγμα, πολλά διοικητικά έγγραφα μεταφράζονται σε γλώσσες των μειονοτήτων― αποδείχθηκε επιζήμια για την ένταξη.  Όλα τα συστατικά της πολυπολιτισμικότητας, όπως τα θρησκευτικά σχολεία των μειονοτήτων, αποδείχτηκαν εξίσου επιζήμια. Μόλις το 2002 ξεκίνησε ο θεσμός του τεστ για άτομα που ζητούν την υπηκοότητα, σκοπός του οποίου ήταν να ελέγξει το επίπεδο της αγγλικής και τη γνώση των θεσμών, την ιστορία και τους νόμους της Βρετανίας. Στη διαδικασία προστέθηκε τελετή κατά την οποία καινούργιοι πολίτες ορκίζονται πίστη στη βασίλισσα: το περίεργο δεν είναι η θέσπισή της αλλά το ότι δεν υπήρχε νωρίτερα. Πάντως, το σύνθημα τώρα είναι Reclaiming Britishness: όπως ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα της κοινής ταυτότητας και των κοινών αξιών για την κοινωνική συνοχή. Είναι κάπως αργά.

Η πολιτική ένταξης των Κάτω Χωρών άλλαξε το 2002, μετά τη δολοφονία του εθνικιστή Pim Fortuyn. Μέχρι τότε, οι αρχές συμβουλεύονταν τακτικά τους εκπροσώπους των μουσουλμανικών ενώσεων σύμφωνα με τα πρότυπα του σεβασμού των Προτεσταντών και των Καθολικών. Έτσι, όταν οι μουσουλμάνοι απαίτησαν «δικά τους» σχολεία, στο όνομα της ισότητας, οι αρχές το αποδέχτηκαν. Μόνο που αυτά τα σχολεία προωθούσαν μια κουλτούρα αντίθετη στην ευρωπαϊκή δημοκρατία· μια κουλτούρα που ήταν συχνά εχθρική και διαλυτική.

Μια έκθεση τον Μάιο του 1989 ενθάρρυνε τις αρχές να συνεχίσουν πολιτική ένταξης με μεγαλύτερη έμφαση στην εκμάθηση ολλανδικών και στην ένταξη στην αγορά εργασίας. Το 2000 ο Ολλανδός διανοούμενος Paul Scheffer δημοσίευσε ένα άρθρο «Το πολυπολιτισμικό δράμα», στο οποίο ανέλυε την αποτυχία του ολλανδικού μοντέλου ένταξης: «Στις Κάτω Χώρες ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς να συναντιόμαστε ποτέ: ο καθένας έχει τα δικά του καφέ, τα δικά του σχολεία, τα δικά του ινδάλματα, τη δική του μουσική, τη δική του πίστη, τον δικό του χασάπη, και σύντομα θα έχει τον δικό του δρόμο και τη δική του γειτονιά». Πράγμα που συνέβη. 

Μετά τη δολοφονία του Pim Fortuyn που κατήγγελλε τον ρόλο του Ισλάμ στην κοινωνία, δολοφονήθηκε ο σκηνοθέτης Τeo van Gogh από έναν νεαρό ισλαμιστή μαροκινής καταγωγής. Αυτά τα γεγονότα, μαζί με την αύξηση των βίαιων επεισοδίων κατά της μουσουλμανικής κοινότητας, ώθησαν την ηγεσία σε μια νέα πολιτική ένταξης με τεστ για την επιλογή του κάθε μετανάστη που ζητούσε την υπηκοότητα και με την κατάργηση της εκμάθησης της μητρικής γλώσσας που προσφερόταν στα δημοτικά σχολεία. Αντιθέτως, στη Γαλλία, μέσα σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση διαμάχης, τα αραβικά έγιναν γλώσσα επιλογής στα σχολεία.

Η πρόκληση των μοντέλων ένταξης επηρέασε χώρες με παράδοση αφομοίωσης, όπως η Γερμανία. Για πολύ καιρό η Γερμανία θεωρήθηκε ένα τυπικό παράδειγμα του «εθνικού έθνους», σε αντίθεση με το μοντέλο «πολιτικό έθνος» το οποίο εκπροσωπεί η Γαλλία. Το πρώτο ιδρύθηκε στο δίκαιο του αίματος (jus sanguinis) και αναφέρεται σε κοινά γλωσσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, ενώ το δεύτερο βασίζεται στο δίκαιο του εδάφους (jus soli) και στην ανταλλαγή πολιτικών αρχών. Στη Γερμανία, ο τρόπος μετάδοσης της εθνικότητας-υπηκοότητας βάσει κριτηρίων που σχετίζονται με την κληρονομικότητα χαλάρωσε προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη νέων πολιτών. Κι ενώ παλιότερα οι Gastarbeiter καλούνταν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, από το 1990 η Γερμανία παραχώρησε στους αλλοδαπούς ίσα δικαιώματα, πρόσβαση στο κοινωνικό σύστημα και στην υπηκοότητα. Πράγμα που δεν εμπόδισε καθόλου τον κοινοτισμό και την γκετοποίηση.

Τα πολυπολιτισμικά μοντέλα έχουν επικριθεί για τον κοινοτισμό που προκαλούν: η γεωγραφική συγκέντρωση των μεταναστών σε συγκεκριμένες γειτονιές τις καθιστά συνήθως προβληματικές. Αυτό το φαινόμενο εντείνεται σε χώρες όπου οι μετανάστες προέρχονται κυρίως από πρώην αποικίες, όπως συμβαίνει με τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Κάτω Χώρες. Ο κοινοτισμός ενισχύεται σε όλα τα κράτη όπου κάθε κοινότητα έχει τα δικά της σχολεία, τους χώρους λατρείας και τους συλλόγους της, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει σε όλες τις χώρες: στη Βρετανία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία εκτεταμένες συνοικίες παγιδεύουν τους κατοίκους σε ένα ηθικό και νομικό σύστημα που δεν είναι το ηθικό και νομικό σύστημα του κράτους. Ωστόσο, η πολιτική που στηρίζεται στην τύφλωση μπροστά στις πολιτιστικές διαφορές παράγει τα ίδια αποτελέσματα: τα γαλλικά προάστια δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που, όπως είπα, η Γαλλία προσπαθούσε να εφαρμόσει φυλετική, θρησκευτική και εθνοτική αχρωματοψία. 

Όποια και αν είναι τα συστήματα ένταξης, αντιμετωπίζουμε τις εξής προκλήσεις: τη συγκέντρωση των μειονοτήτων σε γειτονιές που έχουν την τάση να υποβαθμίζονται, την τζιχαντοποίηση της μουσουλμανικής νεολαίας, τον κοινωνικό κατατεμαχισμό που προκύπτει από το κοινωνικό και θρησκευτικό μίσος, την ανυπακοή στους νόμους της δημοκρατίας και συχνά την αφοσίωση στο έθνος προέλευσης όπως συμβαίνει συχνά με τις τουρκικές και αλγερινές μειονότητες. Αυτές οι προκλήσεις αναγκάζουν τα κράτη να εξελιχθούν προς μια πιο ρεαλιστική διαχείριση των προβλημάτων που προκαλεί η συμβίωση, χωρίς να παραιτηθούν από μια καθολική πολιτική βασισμένη στην πρακτική της κοινής γλώσσας, τον σεβασμό κοινών πολιτικών αρχών και στην ίση πρόσβαση τόσο στα δικαιώματα ―παιδεία, στέγαση, απασχόληση― όσο και στις υποχρεώσεις. Αν ο στόχος μας είναι ο ρεπουμπλικανισμός και η κοσμικότητα έχουμε κάνει πολλά βήματα πίσω.