Πολιτικη & Οικονομια

Το κενό του αντι-κομμουνισμού

Ένα έξυπνο πολιτικό σύστημα θα έκανε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που έκανε η δεξιά

Σώτη Τριανταφύλλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για την έμμονη ιδέα του αντικομμουνισμού που συνέβαλε στην καχεξία των θεσμών και οδήγησε σε αλλόκοτες συμμαχίες.

Αυτό το αρθρίδιο είναι κατά κάποιον τρόπο η συνέχεια του προηγούμενου περί διαρκούς αριστεράς: σχολιάζω εδώ, συνοπτικά, το πώς αντικομμουνισμός, στις ακραίες μορφές του, τροφοδότησε την αριστερά και συνέβαλε στην ηγεμονία της. Δεν αναφέρομαι στην κριτική του μαρξισμού ή των ποικίλων σοσιαλιστικών ιδεών, ούτε φυσικά στον αντισταλινισμό που χαρακτηρίζει ένα πολύ μικρό μέρος της αριστεράς· αναφέρομαι στον αντικομμουνισμό ως πολιτικό κίνημα που αντιπαρατίθεται σε όλες τις θεωρητικές και εφαρμοσμένες εκδοχές του μαρξισμού χωρίς να στηρίζεται σε συγκροτημένη ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα. Επειδή ακόμα και μια σύντομη καταγραφή των φάσεων και των μορφών του αντικομμουνισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα θα απαιτούσε πάρα πολλές σελίδες, περιορίζομαι στον αντικομμουνισμό που, σε ορισμένες χώρες όπως η Ελλάδα, υποκατέστησε τις θετικές ιδεολογίες και προσδοκίες για περίπου μισόν αιώνα. Αυτή η υποκατάσταση διαμόρφωσε το πολιτικό μας τοπίο και το πολιτικο-πολιτισμικό μας μοντέλο: βρισκόμασταν «υπό κατασκευήν» και ταυτοχρόνως σε κατάσταση αέναης καταστροφής.

Πράγματι, πολλές επιμέρους ιδεολογίες, από τον συντηρητικό φιλελευθερισμό μέχρι τον αναρχισμό, ενέχουν το στοιχείο του αντικομμουνισμού, αναπτύσσοντας παραλλήλως ένα όραμα ιδεώδους κοινωνίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αντικομμουνισμός δεν είναι παρά μια συνιστώσα: θέλουμε το Α (φιλελεύθερη καπιταλιστική κοινωνία; Αυτοδιαχείριση; Σοσιαλδημοκρατία; Αν το Α αποτελεί ουτοπία ή δυστοπία είναι αδιάφορο για το επιχείρημά μας) αλλά δεν θέλουμε το Β, όπου Β είναι ο «κομμουνισμός» με τα αληθινά ή τα φανταστικά του χαρακτηριστικά. Το πολιτικό πρόβλημα έγκειται στο ότι συχνά στην ιστορία του 20ού αιώνα (πολύ λιγότερο σήμερα) ο αντικομμουνισμός κυριαρχούσε τόσο στον δημόσιο χώρο ώστε εκμηδένιζε οποιαδήποτε πολιτική πρόταση: η αναχαίτιση του κομμουνισμού γινόταν ο μοναδικός σκοπός, ο οποίος, μέσω της οικειοποίησης των παραδοσιακών εργαλείων των κομμουνιστών, καθαγίαζε τα μέσα. Αυτά τα εργαλεία ήταν η προπαγάνδα, η κατασκευή εχθρών δια του δόγματος «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», ο υπερτονισμός των κινδύνων, η εκμετάλλευση του φόβου· και εν τέλει η υπονόμευση, ακόμα και η κατάλυση, της δημοκρατίας μέσω της εξουδετέρωσης των αντιπάλων.

Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (ο οποίος είχε αρχίσει βεβαίως από την επανάσταση των μπολσεβίκων αλλά μέχρι το 1947 δεν είχε αυτό το όνομα) μερικές χώρες έπεσαν στην παγίδα μιας έμμονης ιδέας· ωστόσο, στις περισσότερες, οι θεσμοί και η οικονομία είχαν επαρκή ισχύ ώστε να μην εκφυλιστεί το πολίτευμα. Ο μακαρθισμός, τον οποίον επικαλούνται κυρίως όσοι έχουν ακούσει διάφορες παραμυθίες για το φαινόμενο, έχει περάσει στην ιστορία σαν μια καρικατούρα, σαν μια φάση «υστερίας». Διήρκεσε έξι χρόνια· ήδη από το 1953, απεδείχθη ότι η ομάδα του γερουσιαστή Μακάρθυ είχε ανησυχήσει υπερβολικά για την άνοδο του κομμουνιστικού κόμματος (η οποία ήταν πραγματική) και για τη γενική συμπάθεια που είχε κερδίσει η Σοβιετική Ένωση στους κύκλους των Αμερικανών διανοουμένων ―πριν από τον Β' παγκόσμιο πόλεμο επειδή λίγοι πίστευαν τη «δυτική προπαγάνδα» και μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο επειδή οι Σοβιετικοί είχαν πολεμήσει με σθένος εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Η «δυτική προπαγάνδα» είχε δίκιο σε όλα (σχεδόν) όσα αφορούσαν τα γεγονότα ―την κατάσταση στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη φύση της μαρξιστικολενινιστικής ιδεολογίας και πράξης― αλλά δεν περιοριζόταν στα γεγονότα: συχνά, πολύ συχνά, αντικαθιστούσε το δικό της κοινωνικό ιδεώδες της φιλελεύθερης οικονομίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με παιδαριώδεις εικόνες δαιμονισμένων κομμουνιστών, με λεπιδωτούς Ρώσους σαν το Τέρας από τη Γαλάζια Λιμνοθάλασσα, με μαρξιστές που είχαν νεκροκεφαλές αντί για φυσιολογικά κεφάλια. Όσο ξέπεφτε η εικονοποιία, όσο γινόταν λόγος για κονσερβοκούτια, κοινοκτημοσύνη των γυναικών και για ιουδαιο-μπολσεβίκικη διεθνή συνωμοσία, τόσο εξιδανικευόταν η επανάσταση και το κομμουνιστικό πρόγραμμα.

Εγκληματίες κομμουνιστές υπήρχαν πάντα· κατάσκοποι της Σοβιετικής Ένωσης υπήρχαν πάντα (μερικοί από αυτούς είχαν καταφέρει να αναρριχηθούν στην κορυφή του Κατεστημένου σε πολλές δυτικές χώρες: το πιο πρόχειρο παράδειγμα είναι οι περιβόητοι Πέντε του Κέμπριτζ)· μυστικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος υπήρχαν επίσης· συνοδοιπόροι υπήρχαν και μάλιστα πλήθος ― αλλά σίγουρα ο αριθμός τους δεν αντιστοιχούσε στο «Α red under every bed» του γερουσιαστή Μακάρθυ· συνεπώς, δεν απειλούσαν το σύστημα. Το «σύστημα» ήταν συνταγματικά τόσο στέρεο ώστε το επίπεδο των αντικομμουνιστικών διώξεων στις ΗΠΑ παρέμεινε ―εξυπακούεται― μη συγκρίσιμο με εκείνο των κομμουνιστικών χωρών, μολονότι, για παράδειγμα, η εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ, πήρε τεράστιες διαστάσεις. (Για λανθασμένες αιτίες).

Το σύστημα άρχισε να κινδυνεύει από το εσωτερικό του, όταν οι αρχές, προωθώντας τον αντικομμουνισμό σε θέση προτεραιότητας, επικεντρώθηκαν στην καταπολέμηση του κομμουνισμού. Η διαδικασία αυτή, ιδιαίτερα σε μερικές χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, όπως η Ισπανία, την Πορτογαλία, η Ελλάδα ή η Χιλή, άρχιζε από τον μη σεβασμό των πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων των κομμουνιστών και έφτανε στις ανοιχτές διώξεις (απολύσεις από την εργασία, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, βασανισμούς κτλ). Η πολιτική των δεξιών δικτατοριών έμοιαζαν σε αυταρχισμό, πουριτανισμό, αντίληψη για τον Νόμο και την Τάξη, ανικανότητα και γελοιότητα με τις κομμουνιστικές δικτατορίες: το ζήτημα είναι ωστόσο πολύ πιο περίπλοκο και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εκάστοτε διεθνείς συνθήκες· κυρίως, το περιβάλλον του διπολικού ανταγωνισμού.

Ένα έξυπνο πολιτικό σύστημα θα έκανε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που έκανε η δεξιά: αυστηρή αξιοκρατία χωρίς καμιά εξαίρεση για τους ιδεολογικούς εχθρούς· εισοδισμό στους ίδιους τους εισοδιστές, τήρηση της νομιμότητας (όχι ότι είναι εύκολο να συνυπάρχεις με άτομα και οργανώσεις που επιδιώκουν βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος, κατάργηση των δημοκρατικών θεσμών και τα τοιαύτα). Εν πάση περιπτώσει, η αυταρχική και φοβική πολιτική κατέληξε στην αποθέωση των κομμουνιστών και της ιδεολογίας τους η οποία φάνταζε ένα ηρωικά ανθρωπιστικό όνειρο, η πεμπτουσία του μεσσιανισμού. Το πράγμα μπερδεύτηκε περισσότερο εφόσον οι αντι-αντικομμουνιστές δεν κρατούσαν ίση απόσταση ανάμεσα στις καπιταλιστικές και τις κομμουνιστικές καταχρήσεις εξουσίας: πάντοτε οι καπιταλιστικές ήταν «χειρότερες»· πάντοτε οι κομμουνιστές είχαν ηθικό πλεονέκτημα έναντι των αντικομμουνιστών, παρότι το ήθος αμφοτέρων των πλευρών ήταν παρόμοιο όταν καταλάμβαναν θέσεις λήψης αποφάσεων. Η σύγκριση που έκαναν καλόκαρδοι φιλελεύθεροι και αριστεροί ουτοπιστές ενείχε μια λογική πλάνη: συνέκριναν την καπιταλιστική, «δεξιά» εξουσία με άτομα και ομάδες κομμουνιστών χωρίς εξουσία. Παραλλήλως, απέφευγαν τη σύγκριση των καπιταλιστικών και κομμουνιστικών καθεστώτων ή εξωράιζαν τα δεύτερα με ένα μείγμα γλυκιάς αισιοδοξίας και πεισματικής εθελοτυφλίας. Προπάντων, έπαιρναν το μέρος, με βάση το προαναφερθέν δόγμα, των εχθρών των εχθρών τους που ήταν, μεταξύ άλλων, οι θρησκομανείς, οι αντεπαναστάτες, (όπως οι λευκοφρουροί στη Ρωσία), οι αποικιοκράτες. Έτσι, διαιωνίστηκαν δύο διαφορετικά κριτήρια ως προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: ενώ στα κομμουνιστικά καθεστώτα τιμωρούσαν σκληρά τους αντικομμουνιστές, η εστίαση παρέμεινε στο αν οι κομμουνιστές στα καπιταλιστικά καθεστώτα είχαν τη θέση που άξιζαν.

Από τον καπιταλισμό laissez faire μέχρι τα εξισωτικά κρατικιστικά καθεστώτα, τα λιγότερο ή περισσότερο εμπνευσμένα από τον μαρξισμό, υπάρχουν πολλές συνταγές που συνδυάζουν διαφορετικούς βαθμούς κρατικού ελέγχου και κοινωνικής προστασίας. Υπάρχουν επίσης πολλές συνταγές που συνδυάζουν βαθμούς αντικομμουνισμού. Αυτό που εφάρμοσε η παλιά λαϊκή δεξιά στην Ελλάδα ήταν μια τοπική ποικιλία χριστιανικού συντηρητισμού, οθωμανικών ηθών, απομονωτισμού και επαρχιωτισμού: για τέσσερις-πέντε δεκαετίες η πολιτική της δεν περιλάμβανε ούτε μια γενναιόδωρη αντίληψη για το παρελθόν, ούτε ένα πειστικό όραμα δημοκρατίας και ανάπτυξης για το μέλλον. Η έμμονη ιδέα του αντικομμουνισμού, η εμπάθεια, εκτός του ότι συνέβαλε στην καχεξία των θεσμών, οδήγησε σε αλλόκοτες συμμαχίες σε διεθνές επίπεδο: οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν με τα ρεμάλια «Κόντρας» της Νικαράγουα και με τους μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν. Προπάντων, η έμμονη ιδέα του αντικομμουνισμού άφηνε κενό ολόκληρο τον πνευματικό χώρο τον οποίον η αριστερά κάλυψε υπερπρόθυμα με όλα όσα ήξερε να κάνει και στα οποία διέπρεπε: πολιτικά και ταξικά προσανατολισμένη κουλτούρα (πολλά πολιτιστικά σκουπίδια), αγκιτάτσια, πλύση εγκεφάλου. Η πολιτική ορθότητα ως by default ρητορική και η αριστερή τυραννία στα περισσότερα πανεπιστήμια συγκαταλέγονται στις συνέπειες αυτής της κουλτούρας.

Οι χώρες που δανείστηκαν στοιχεία από τη μαρξιστική ιδεολογία και την πρακτική οικοδόμησαν τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία. Οι πλέον επιτυχημένες από αυτές ήταν και παραμένουν όσες συμφώνησαν σε ένα ισορροπημένο αφήγημα έναντι του κομμουνισμού και έναντι του εαυτού τους, όσες κατάφεραν να αφηγηθούν την ιστορία του κομμουνισμού σε όλο της το εύρος (χωρίς να περιορίζονται στα εγκλήματα του Στάλιν και του Πολ Ποτ), ενώ συγχρόνως πρόβαλλαν λύσεις για τις χειρότερες ιστορικές παρορμήσεις του καπιταλισμού: την απληστία, την αήθη εκμετάλλευση, τον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία κτλ. Με λίγα λόγια, είχαν μια θετική πρόταση για την κοινωνική ανάπτυξη σε πλαίσιο δημοκρατίας και πλουραλισμού. Πράγμα που δεν ισχύει για όσους ορίζονται σήμερα, όπως και χθες, από ένα «αντί»: αντιφασίστες, αντιρατσιστές, αντικαπιταλιστές· άτομα και ομάδες που τρέφονται από την ύπαρξη ή την επινόηση εχθρών· άτομα και ομάδες χωρίς θετικές αξίες, χωρίς φαντασία και ανθρώπινα σχέδια.