Πολιτικη & Οικονομια

Ανθρωποφάγοι οπαδοί στα πληκτρολόγια

Αν αισθάνονται πλημμυρισμένοι από μίσος, πρεπει να καταλάβουν πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όχι μόνο δεν είναι καλή ψυχοθεραπεία, αλλά είναι και μέσα εξάπλωσης της ασθένειας

Μάνος Βουλαρίνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάποιοι συμπολίτες πρέπει να βρουν να κάνουν κάτι καλύτερο στη ζωή τους από το να περιμένουν σαν πεινασμένοι ανθρωποφάγοι πάνω από τα πληκτρολόγια

Το ότι βρέθηκαν συμπολίτες να κάνουν πλάκα την ώρα που ο Πέτρος ο Τατσόπουλος ήταν στο χειρουργείο δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Μισάνθρωποι πάντα θα υπάρχουν, κι αν είναι τόσο λίγοι όσο αυτοί που διασκέδαζαν την ώρα που παιζόταν η ζωή ενός ανθρώπου (που το χειρότερο που μπορείς να του προσάψεις είναι ότι ήταν κάπως υπερβολικός στην περιγραφή των κατακτήσεών του) δεν τρέχει μία. 

Το αντίθετο συμβαίνει με τους συμπολίτες που έσπευσαν να επιτεθούν με οργή στον Βίτσα που είχε την ατυχία να βρίσκεται δίπλα στον Τατσόπουλο την ώρα που ο τελευταίος ξεκίνησε να ζαλίζεται. Γιατί αυτοί ήταν πολλοί. Και η λύσσα με την οποία επιτέθηκαν δείχνει πρόβλημα προσωπικό που, πολλαπλασιαζόμενο, γίνεται κοινωνικό. Δεν μιλάω για χιούμορ. Δεν μιλάω για αστειάκια. Μιλάω για επιθέσεις άγριες και χωρίς ίχνος αμφιβολίας για την ενοχή του κατηγορούμενου.  

Το έγκλημα του Βίτσα, το έγκλημα χάρη στο οποίο κέρδισε τίτλους που ξεκινούσαν από το «γαϊδούρι» και κατέληγαν στο «αναίσθητο κτήνος», ήταν ότι ενώ ήταν παρών σε ένα απολύτως ασυνήθιστο περιστατικό σε ζωντανή μετάδοση δεν αντέδρασε με τον τρόπο που οι (έχοντες πλήρη επίγνωση της εξέλιξης του περιστατικού) εισαγγελείς έκριναν ότι είναι ο σωστός. Αν κατάλαβα καλά από όσα διάβασα, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι οργισμένοι συμπολίτες, ο Βίτσας μέσα σε ένα με δύο δευτερόλεπτα θα έπρεπε όχι απλώς να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης αλλά και να δείξει ότι την κατάλαβε. Πιθανότατα ουρλιάζοντας «Πέτρο, σε χάνουμε» ή «ένα γιατρό, ένα γιατρό» κοιτώντας την κάμερα ώστε οι θεατές να δουν στο βλέμμα του την αγωνία. Αντιθέτως ο Βίτσας είχε το θράσος να φανεί αμήχανος και να μην αντιδράσει σαν ηθοποιός που έχει διαβάσει το σενάριο της ταινίας στην οποία συμμετέχει.

Αυτό ήταν αρκετό για να εξαγριώσει τους γεμάτους ευαισθησία συμπολίτες οι οποίοι δεν σηκώνουν αμηχανία στο σπαθί τους. Το πιο φοβερό είναι ότι η οργή τους δεν γεννήθηκε live, δεν την ένιωσαν την ώρα που παρακολουθούσαν το περιστατικό, αλλά μετά: όταν διάβασαν δημοσιεύματα για το πόσο άσχημα αντέδρασε ο Βίτσας και αφού είδαν και ξαναείδαν το βίντεο όπως ο διαιτητής κοιτάζει το VAR. Στη ζωντανή μετάδοση και οι ίδιοι δεν κατάλαβαν τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά μόλις διάβασαν για την αναισθησία που έδειξε ο Βίτσας (και που οι ίδιοι δεν διαπίστωσαν με την πρώτη) όχι απλώς οργίστηκαν, αλλά θεώρησαν απαραίτητο να δημοσιοποιήσουν την οργή τους. 

Ο συνδυασμός σοβαρότητας του περιστατικού και γελοιότητας των αντιδράσεων ήταν αντίστοιχος μεγάλων στιγμών των Μόντι των Πάιθον (π.χ. ο Αρθούρος μπροστά από τον όχλο που θέλει να κάψει τη μάγισσα στο Holy Grail) αλλά ταυτόχρονα τρομακτικός. Τι είναι αυτό που έκανε τόσο πολλούς ανθρώπους να επιτεθούν σε κάποιον που είχε μια τόσο φυσιολογική αντίδραση ώστε σε πραγματικό χρόνο να μην ενοχληθεί κανείς; Τι έκανε τόσους ανθρώπους να εξοργιστούν καθ’ υπαγόρευση και να δημοσιοποίησουν αφιλτράριστη την οργή τους;

Προφανώς μια αιτία είναι η ανοησία. Αυτή που κάνει πολλούς ανθρώπους να νομίζουν ότι οτιδήποτε βλέπουν στις οθόνες είναι κάποιου τύπου σίριαλ στο οποίο αμηχανίες και εκπλήξεις και καθυστερημένες αντιδράσεις δεν χωράνε. Θύμα αυτής της ανοησίας είχε πέσει και ο πρόεδρος ΠιΠής ο οποίος είχε, αν θυμάστε, εξοργίσει τους παλικαράδες του πληκτρολογίου όταν είχε μείνει ακίνητος μπροστα στους τραμπουκισμούς του Κασιδιάρη στη Δούρου και την Κανέλλη (τουλάχιστον από αυτές τις αδικίες μάς έμεινε η ωραία έκφραση «έμεινε Παυλόπουλος»). Αλλά η ανοησία αυτή δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει αυτό το κύμα οργής εναντίον του Βίτσα. Ανάμεσα στους οργισμένους ήταν και μάλλον ευφυείς άνθρωποι.

Μόνο που κι αυτοί οι ευφυείς άνθρωποι έχουν προσβληθεί απο μια ασθένεια που παραλύει την ευφυΐα και είναι η πραγματική αιτία της σκληρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε η απολύτως κατανοητή και ανθρώπινη αντίδραση του Βίτσα: έχουν γίνει οπαδοί. Και όπως όλοι οι οπαδοί είναι πλημμυρισμένοι από μίσος. Δεν τους νοιάζει τι, δεν τους νοιάζει πώς, το μόνο που θέλουν είναι μια ευκαιρία να επιτεθούν στον εχθρό. Και καραδοκούν πάνω από το πληκτρολόγιο σαν αρπακτικά περιμένοντας την ευκαιρία (ή την υποψία ευκαιρίας) να επιτεθούν.

Καταλαβαίνω ότι το διαβόητο αντιμνημονιακό μέτωπο και το αποτέλεσμά του, η τοξική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πότισε με μίσος την κοινωνία. Καταλαβαίνω ότι η δράση γεννάει αντίδραση. Αλλά ταυτόχρονα ξέρω ότι είναι ανόητο η αντίδραση να είναι απλώς μια μίμηση της δράσης. Και νομίζω πως κάποιοι συμπολίτες πρέπει να βρουν να κάνουν κάτι καλύτερο στη ζωή τους από το να περιμένουν σαν πεινασμένοι ανθρωποφάγοι πάνω από τα πληκτρολόγια. Αν αισθάνονται πλημμυρισμένοι από μίσος πρέπει να καταλάβουν πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όχι μόνο δεν είναι καλή ψυχοθεραπεία, αλλά είναι και μέσα εξάπλωσης της ασθένειας. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να καταλάβουν πως δεν έχει νόημα να βγάλεις τον ΣΥΡΙΖΑ από την κυβέρνηση, αν δεν μπορείς να τον βγάλεις από μέσα σου. Και μπράβο τους.