Πολιτικη & Οικονομια

Κάποια κυβέρνηση να επιβραβεύσει επιτέλους και τους συνεπείς

Το κράτος κάνει τα πάντα για να νιώθει κορόιδο ο συνεπής

Κατερίνα Παναγοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γνωρίζω πολύ κόσμο που στα χρόνια της κρίσης έχασε τη δουλειά του. Σχεδόν οι μισοί μου φίλοι έμειναν άνεργοι για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σχεδόν όλοι υπέστησαν μείωση μισθού και όλοι ανεξαιρέτως είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται. Κάποιοι να εκμηδενίζονται. Οι υποχρεώσεις φυσικά συνέχιζαν να τρέχουν. Τους θυμάμαι να κλείνονται στο σπίτι. Ακύρωναν ραντεβού, απέφευγαν εξόδους, τα έξοδά τους περιορίστηκαν στα απολύτως στοιχειώδη και η ζωή τους μπήκε σε pause. Δανείστηκαν και ακόμα και σήμερα κάθε μήνα ματώνουν για να καταφέρνουν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με αιματηρές οικονομίες και στερήσεις. Γνωρίζω όμως και άλλους. Που έπαιρναν διακοποδάνεια ή καταναλωτικά, ζούσαν μία ζωή πάνω από τις δυνατότητές τους και όταν οι στρόφιγγες έκλεισαν, έγιναν υπέρμαχοι και θεωρητικοί του «δεν χρωστάω, δεν πληρώνω», έκαναν πορείες διεκδικώντας «σεισάχθεια» και το μόνο που άλλαξε πρακτικά στη ζωή τους ήταν ότι πλήθαιναν στο γραμματοκιβώτιο οι ειδοποιήσεις για ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Ποια ήταν η στάση της Πολιτείας σε όλα αυτά; Να πασχίζει συστηματικά να ελαφρύνει τους δεύτερους. Ευνοϊκές ρυθμίσεις, δόσεις, διαγραφή προσαυξήσεων, μείωση επιτοκίων, μείωση της αρχικής οφειλής. Όποιος είναι συνεπής δεν τα δίνει μόνο εφάπαξ, αλλά πληρώνει τελικά και περισσότερα.  Καμία διευκόλυνση, καμία μείωση, καμία επιβράβευση. Το αντίθετο. Τη στιγμή που ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ ανακοίνωσε ότι «η έκπτωση 15% για τους συνεπείς πελάτες θα επανεξεταστεί» προαναγγέλλοντας ότι το ποσοστό θα μειωθεί, η κυβέρνηση ετοιμάζει μία νέα ρύθμιση 120 δόσεων με σημαντική διαγραφή της αρχικής οφειλής, των προστίμων και των προσαυξήσεων και πάλι χωρίς ασφαλή δικλείδα για το ποιοι έχουν αντικειμενική δυσκολία να πληρώσουν.

Μία μόνιμη και διαχρονική παθογένεια. Επιχειρήσεις που πληρώνουν κάθε μήνα ή με καθυστέρηση λίγων εβδομάδων τους εργαζόμενούς τους έχουν να αντιμετωπίσουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό από τον μπαταξή επιχειρηματία, που τις ανταγωνίζεται με χαμηλότερο κόστος. Εταιρίες που χρωστούν χιλιάδες ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία, στην εφορία –και σε όποιον μιλάει ελληνικά- συνεχίζουν να λειτουργούν χωρίς καμία συνέπεια, ουσιαστικά και πρακτικά, τη στιγμή που άλλοι εργοδότες προσημειώνουν σπίτια και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, προκειμένου να πληρώνουν κάθε μήνα τους μισθούς, τον ΕΦΚΑ, την εφορία, τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ, τον ΟΤΕ και τα αλλεπάλληλα χαράτσια που εμπνέεται η εκάστοτε κυβέρνηση για να καλύψει τη χασούρα από τους μπαταχτσήδες. Αφού αυτοί που υπόσχονταν «διαγραφή χρεών», έγιναν πια κυβέρνηση και παραδέχτηκαν ότι τα χρήματα που έχει το κράτος είναι τα χρήματα των φορολογουμένων του. Κάθε λίγο και μία νέα ευνοϊκή ρύθμιση για όσους έχουν - αλλά δεν πληρώνουν, επιβαρύνει κι άλλο τους συνεπείς, οι οποίοι επωμίζονται διαρκώς και νέα βάρη.

Για κάθε συνεπή δανειολήπτη που την πρώτη του μήνα υπολογίζει ένα-ένα τα έξοδά του και δεν τρώει προκειμένου να πληρώνει τη δόση του δανείου του, υπάρχει ένας στρατηγικός κακοπληρωτής που επωφελείται από τις αλλεπάλληλες ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια. Οι μειώσεις επιτοκίων πάντα απευθύνονται στους ασυνεπείς. Ο δημόσιος διάλογος δεν αφορά ποτέ τους πραγματικά ευάλωτους. Αλλά όσους δεν πληρώνουν. Έχουν - δεν έχουν, όλοι μπαίνουν στην ίδια χοάνη και επωφελούνται.

Το κράτος κάνει τα πάντα για να νιώθει κορόιδο ο συνεπής. Η mentalité του «δεν πληρώνω» εντυπώθηκε τόσο βαθιά στα χρόνια της αντιμνημονιακής παράκρουσης, που πλέον το να πληρώνεις τις υποχρεώσεις σου έγκαιρα, γίνεται μόνο από ένα αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας. Το σύνθημα, άλλωστε, είχε δοθεί από επίσημα χείλη: «Είναι πράξη αξιοπρέπειας, η ανυπακοή απέναντι σε ένα κράτος που δεν είναι σε θέση να τηρήσει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του, είναι πλέον ένας δρόμος που θα γίνει μαζικός» διακήρυττε ο κ. Τσίπρας τον Φεβρουάριο του 2011 για το κίνημα «δεν πληρώνω».

Εδώ που τα λέμε, και μόνο που δημιουργήθηκε κίνημα «δεν πληρώνω», το οποίο υποδαυλίστηκε από κόμματα και πολιτικούς, τα λέει όλα.