Πολιτικη & Οικονομια

Urban Cowboys

Περπατώντας και οδηγώντας στην Αθήνα τις ημέρες του Πάσχα διαπιστώνω για μια ακόμα φορά πόσο χωρικοί είμαστε: οι urban cowboys επιστρέφουν, εποχούμενοι, στα χωριά τους.

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 297
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Περπατώντας και οδηγώντας στην Αθήνα τις ημέρες του Πάσχα διαπιστώνω για μια ακόμα φορά πόσο χωρικοί είμαστε: οι urban cowboys επιστρέφουν, εποχούμενοι, στα χωριά τους. Έξοδος, είσοδος: μια αναπαράσταση της μαζικής αγροτικής εξόδου αντιστρόφως. To δήθεν πολυ-πολιτισμικό άστυ εκκενώνεται λες και επαπειλείται πυρηνική επίθεση· οι «Αθηναίοι» που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο καταφεύγουν πάλι σ’ αυτή για να ασκήσουν αρχέγονα, βάρβαρα έθιμα. Στην πόλη μένουν οι «ανεπιθύμητοι», στερημένοι από το προστατευτικό πλήθος· αυτές τις μέρες, μερικοί απ’ αυτούς γίνονται διαρρήκτες: παραπονούμαστε για την άνοδο της εγκληματικότητας αλλά, επί τόσες και τόσες δεκαετίες, υπήρξαμε συνεργοί στην εγκληματικότητα των πολιτικών και των εργολάβων – τα αποτελέσματα της οποίας παρατηρώ βαδίζοντας και οδηγώντας στους άδειους δρόμους. Αήθης, διεκπεραιωτική αρχιτεκτονική, πεζοδρόμια που προορίζονται για φυλή Ινδιάνων (όπου ο ένας ακολουθεί τον άλλον, δεν περπατούν σε δυάδες), βαρετές, «συνετές» πολυκατοικίες· απουσία αρχιτεκτονικού οράματος, απουσία πολεοδομικού σχεδιασμού. Οι οραματιστές κάθε ειδικότητας καταδιώκονται: όπως έγραφε το επίμαχο άρθρο του γερμανικού περιοδικού “Focus”, οι Έλληνες μισούν ο ένας τον άλλον.

Είμαι διαβάτης σε τούτη την πόλη: δεν βρίσκομαι σε καμιά «πατρίδα»∙ συχνά, αναζητώ καταφύγιο στο πλήθος που συντελεί σε μια ηδονιστική θέαση του κόσμου, σ’ ένα φαντασμαγορικό θέαμα. Η «έρημη» πόλη δεν έχει καμιά χρησιμότητα πέραν του να φτάνεις γρήγορα στον προορισμό σου – όταν έχεις προορισμό. Επιτυχημένη πόλη είναι εκείνη που αναπνέει 24 ώρες το 24ωρο, 365 μέρες το χρόνο, εξασφαλίζοντας κινητικότητα, πολλαπλές κοινωνικές ταυτότητες, σχέσεις ανάμεσα στις γενιές, στις τάξεις και στις φυλές. «Επιτυχημένη», «ευχάριστη», «ανθρώπινη», «ενδιαφέρουσα» είναι η πόλη όπου ο διαβάτης υπερβαίνει τα ταξικά σύνορα, όπου φαίνεται σαν να προχωρεί με τα μαγικά γοβάκια της Dorothy στη Χώρα του Οζ. Η σύγχρονη πόλη είναι «διττή» και δεν αδειάζει ποτέ: ακόμα κι όπου ζουν φτωχά ή περιθωριακά στρώματα, υπονοείται γιορτή, αμεριμνησία, ελπίδα, joie de vivre· ο έρωτας, η φιλία, ανθίζουν σε κάθε γωνία, ακόμα κι αν μυρίζει τηγανητές πατάτες·∙ιδιαίτερα αν μυρίζει τηγανητές πατάτες· η χαρά της ζωής εκρήγνυται κάτω από τα φώτα του νέον. Στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Χονγκ-Κονγκ, ο χώρος προκύπτει μέσα από συσχετισμούς του φαντασιακού και του βιωμένου χώρου: ο χώρος και ο χρόνος συμπιέζονται· ο κόσμος συρρικνώνεται· όλα αποβαίνουν «συγχρονικά»· η γεωγραφική εμπειρία τείνει να γίνει εικονική·∙οι μεταφορές, οι επικοινωνίες καθιστούν αναχρονιστικές τις διαδρομές μεγάλων αποστάσεων.

Γιατί οι βαθιές δομές της Αθήνας δεν εξελίσσονται; Γιατί οι άνθρωποι δραπετεύουν για να περάσουν το Πάσχα στα χωριά τους αλλά δεν επιστρέφουν για να ζήσουν εκεί; Τι σημαίνει αυτή η «φυγή» που θεωρείται φυσική και αυτονόητη; Για να αναδειχθεί η Αθήνα σε ζωντανή και παραγωγική μητρόπολη, τα μικρά χωριά πρέπει να καταστραφούν· οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν για μακρύ χρονικό διάστημα σε κοινότητες κάτω των 5.000 κατοίκων, χωρίς δίκτυα και υπηρεσίες, χωρίς τη συγκίνηση του πλήθους. Η Αθήνα αποτελεί μέρος ενός πληθυσμιακού συστήματος: αν τα περιφερειακά αστικά κέντρα συγκρατήσουν τους κατοίκους τους (απορροφώντας τον πληθυσμό των χωριών) και αναπτύξουν αγροτική και βιομηχανική δραστηριότητα σε ακτίνα 50 χλμ. περίπου, η Αθήνα θα μπορέσει να ελέγξει το ρυθμό ανάπτυξής της και θα έχει την ευκαιρία να «επανασχεδιαστεί».

Καθώς παρατηρώ την πόλη χωρίς τους κατοίκους, επιμένω για μια ακόμη φορά ότι όποιος δεν βλέπει την ασχήμια (αποτέλεσμα του demolition derby που κατέστρεψε κτίρια με αρχιτεκτονική αξία, αισθητική του φτηνοχτίστη και της προσφυγικής φυτοκομίας του μπαλκονιού, οικολογική απόγνωση), είτε έχει συνηθίσει και παραιτηθεί, είτε διατελεί τρελά ερωτευμένος και βλέπει τον κόσμο σαν παραδείσιο πουλί.

Όταν η Αθήνα κατοικείται, μοιάζει διχασμένη: από μια πλευρά αναδύεται μια ψευτο-μητρόπολη κι από την άλλη ένα χωριό που δεν αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου, μιας και συρρέουν καινούργιοι πληθυσμοί, αμαθείς στον αστικό τρόπο ζωής. Γράφει στο ημερολόγιό της η Susan Sontag, το καλοκαίρι του 1958: «Αθήνα. Σκονισμένοι δρόμοι όπου γίνονται δημόσια έργα, μπουζουξήδες σε υπαίθριες ταβέρνες τη νύχτα, πιάτα με παχύ γιαούρτι και ντομάτες κομμένες σε φέτες, πράσινα φασολάκια, ρετσίνα […] μεσόκοποι άνδρες που περπατούν ή κάθονται στο πάρκο παίζοντας κεχριμπαρένια κομπολόγια, πωλητές ψητού καλαμποκιού κάθονται στις γωνίες πίσω από τη φουφού, Έλληνες ναύτες με άσπρα παντελόνια με φαρδιές μαύρες ταινίες, φραουλί ηλιοβασιλέματα πίσω από τους λόφους όπως τα βλέπει κανείς από την Ακρόπολη, γέροι που κάθονται πάνω σε πλάστιγγες προτρέποντας να ζυγίσουν τους περαστικούς για μια δραχμή…» Τι έχει αλλάξει από τότε; Όλα, εκτός από τη συλλογική μας νοοτροπία. Η Αθήνα εξελίχθηκε από βαλκανική κωμόπολη σε μεσογειακή πρωτεύουσα: η γλώσσα των αντικειμένων άλλαξε ξανά και ξανά, δεν άλλαξε όμως το σχέδιό της και η λειτουργία της. Στην Αθήνα δεν κυκλοφορούν πια Σιτροέν 2CV, ούτε Σκαραβαίοι· τα τρίκυκλα σπανίζουν· το ίδιο και τα μηχανάκια Florette που οδηγούσαμε όταν ήμασταν μικροί. Δεν υπάρχουν καταστήματα γραφομηχανών· οι συναλλαγές γίνονται με ευρώ, όχι με δραχμές· τα τηλέφωνα με καντράν θεωρούνται διακοσμητικά· κανείς πια δεν πίνει μπίρα Fix ή ουίσκι Vat 69. Οι διαφημιστικές πινακίδες της Ολυμπιακής έχουν χαθεί στο πλήθος των διαφημιστικών πινακίδων. Οι «Αθηναίοι» έπαψαν να περπατούν και βάλθηκαν να οδηγούν: σε ό,τι κάνουν, καθώς και σε ό,τι δεν κάνουν, επιδεικνύουν φανατισμό και υστερία. Ακόμα και στο Λος Άντζελες, όπου υποτίθεται ότι «κανείς δεν περπατάει», το 34% των κατοίκων πηγαινοέρχονται στη δουλειά με τα πόδια. Επιπλέον, υπάρχουν θύλακες, όπως η Third Street Promenade της Σάντα Μόνικα και η Old Town της Πασαντίνα, που απευθύνονται στους πεζούς. Από το 2000 η κατ’ εξοχήν πόλη του αυτοκινήτου χρηματοδοτεί την επισκευή των πεζοδρομίων (που είχαν παραμεληθεί από το 1973). Αντίθετα από ό,τι πιστεύει το ευρύ κοινό, το Λος Άντζελες διαθέτει εκτεταμένο δίκτυο λεωφορείων με 1,3 εκατομμύριο επιβάτες την ημέρα, καθώς και μετρό μήκους 117 χιλιομέτρων. Μολονότι υπάρχουν μορφολογικές ομοιότητες ανάμεσα στην Αθήνα και το Λος Άντζελες, βρισκόμαστε πολύ μακριά από μια τέτοια υποδομή.

Επιστρέφοντας από την αθηναϊκή εξόρμηση βλέπω αρχιτεκτονικούς εφιάλτες: σπηλαιώδεις, γοτθικές στοές, σκεπασμένες με τεράστιους ιστούς αράχνης· γρανιτένιους λαβυρίνθους όπου ο άνεμος ουρλιάζει και με παρασέρνει· ακροβατώ· βηματίζω αβέβαια πάνω σε φθαρμένα καλώδια, σε περβάζια που καταρρέουν· όταν πέφτω, κομματιάζομαι σαν κούκλα από πορσελάνη· το αίμα μου κυλάει στο πεζοδρόμιο· σε μιαν άγνωστη συνοικία.