Πολιτικη & Οικονομια

Bal-kan σημαίνει μέλι και αίμα

Τελικά στο χωνευτήρι των αιώνων οι διαφορές μας είναι απίστευτα ελάχιστες

Νίκος Γεωργιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ίσως τελικά το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» πάνω στο σύνορο να μην είναι πια τόσο μετέωρο. Ενδεχομένως το «Βλέμμα του Οδυσσέα» να είναι πια λιγότερο αλαφιασμένο από πριν. Ίσως το «Τοπίο στην ομίχλη» να είναι λιγότερο θολό. Πιθανώς οι «Κυνηγοί» να μην κυνηγούν στο εξής φαντάσματα. Μπορεί «Το λιβάδι που δακρύζει» να σκάσει ένα χαμόγελο γιατί κοιτά λοξά τον «Μεγαλέξανδρο» αλλά με τρυφερότητα. Λες να του υπενθυμίζει πώς η μάνα του ήταν από την Ιλλυρία και ο ξάδερφός του ο συνονόματος από τον Βοθρωτό και πώς στην φρουρά του στέκονταν ντερέκια οι Μολοσσοί, βλοσυροί, ακίνητοι. Έφυγε νωρίς αυτός ο αφηγητής που πάλευε χρόνια ολόκληρα με την ιστορία μπας και την καταλάβει, ενδεχομένως και να την κωδικοποιήσει για να την κάνει σινεμά.  Είχε ριζώσει όμως εκεί, σε εκείνους τους τόπους, γεμάτους θεότητες, ταμπού και τοτέμ σκαλισμένα σε κορμούς βελανιδιάς.

Οι «Μακεδνοί» βλέπεις όπως και οι «Μαγνήσιοι» είναι ράτσες παλιές, σκληρές, φιλύποπτες, καμιά φορά αντιδρούν με τραχύτητα, αλλά επιβίωσαν αιώνες τώρα παλεύοντας με δαίμονες και ανθρώπους. Το «ΜΑΚ» σημαίνει μεγάλος, ψηλός, στιβαρός. Την απαντάς αυτή τη ρίζα σε όλες τις γλώσσες αυτής της οικογένειας. Εμείς και οι Κέλτες, οι Λατίνοι, οι Σλάβοι, την κολλάμε αυτή τη ρίζα παντού, όταν θέλουμε να δείξουμε κάτι το σημαντικό, με προοπτική, κάτι που πάει και που βλέπει μακριά. Μακεδονία είναι η γη των Μακεδνών. Άνθρωποι που επιβίωσαν με μόχθο. Έφτιαξαν, γκρέμισαν, ξανάκτισαν, ξαναγκρέμισαν και πάλι από την αρχή. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος ο Μακεδών, ήταν αρμένιος στην καταγωγή από την Θράκη. Ο Βελισάριος του Ιουστινιανού ήταν ενδεχομένως σλάβος, μπορεί και όχι όμως, πάντως το όνομά του, κι αυτός από την Ανατολική Μακεδονία κρατούσε, ξενίζει. Οι Βούλγαροι δεν είναι σλάβοι όπως νομίζουμε. Αλταϊκό φύλο ήταν οι άνθρωποι, αλλά εκσλαβίστηκαν. Τουρκικό αίμα έφεραν από την Κεντρική Ασία, bulgari σημαίνει «μίγμα» στις γλώσσες από τα βουνά Αλτάϊ. Μαζί κατέβηκαν οι Κουμάνοι, και οι Ούνοι και οι Άβαροι και οι Μαγιάροι, από τα Ανατολικά Ουράλια αυτοί. Και ποιός δεν πέρασε μεταξύ Στρυμόνα, Νέστου και Αξιού. Και ποιος δεν έσκυψε στις όχθες του Αλιάκμονα. Ποιος δεν προσευχήθηκε με δέος στα πυκνά δάση ανάμεσα από τις λίμνες. Πόσοι άραγε συνάντησαν τους επίγονους των Φρυγών που λάτρευαν, ενδεχομένως, σάμπως ξέρουμε με ακρίβεια, τους ιερούς τόπους των Καβείρων. Ή μήπως είμαστε σίγουροι για τη λαλιά των Θρακών, που τους πλησίασαν οι Αχαιοί για ν’ αγοράσουν άλογα για να τα μεταφέρουν στην Τροία. Τι γλώσσα να μιλούσε άραγε ο Πρίαμος όταν μιλούσε με τον Έκτορα; Καρικά; Όπως οι άλλοι στη Νάξο την προϊστορική; Γιατί οι σλάβοι την Έδεσσα την λένε Βόντεν, οι παλιοί την έλεγαν και Βοδενά (έχει μείνει η ονομασία για τα κεράσια μέχρι σήμερα) που σημαίνει υδρούσα, ρίζα που έρχεται από το προϊστορικό  Βέδεσσα που ίσως είναι φρυγικό και σημαίνει πάλι υδρούσα, όταν οι Γερμανοί το νερό το λένε Βάσερ και εμείς ύδωρ, που είναι η ίδια ρίζα. Τι αλήθεια έχουμε να χωρίσουμε όταν το νερό το λέμε όλοι μας σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Χωρίς νερό δεν ζούμε βλέπεις. Το ζήτημα είναι πώς το όνομα Έδεσσα με ελάχιστες διαφορές στην εκφορά του μένει εδώ και χιλιάδες χρόνια το ίδιο. Μιράκολο ε;

Εμείς την είπαμε εστία, εκείνο το σημείο στο σπίτι, που μαζεύονταν όλοι γύρω από τη φωτιά. Ήταν η σταθερή αναφορά. Μετά σκεφτήκαμε και την ρίζα την χρησιμοποιήσαμε για να χαρακτηρίσουμε την έννοια της σταθερότητας. Οι διπλανοί μας οι Λατίνοι την ρίζα την έκαναν κράτος – καθεστώς  status, αυτό που δεν αλλάζει, εμείς προχωρήσαμε στο στατικό, την στατιστική, την περιγραφή της σταθερής αναφοράς, το ακούνητο, οι Γερμανοί το έκαναν κράτος επίσης, state, οι σλάβοι απλά το χρησιμοποίησαν για να ονομάσουν το σπίτι τους το …. stan. Εμείς χρησιμοποιήσαμε την ίδια λέξη για ορίσουμε τον περιφραγμένο χώρο για τα ζωντανά, την στάνη που μπορεί να ήταν και κατοικία παλιά στους Ακαρνάνες ίσως. Δάνεια, αντιδάνεια και κόντρα αντιδάνεια σε μία οικογένεια γλωσσών με τις ίδιες ρίζες που κάποια στιγμή αναμίχθηκαν, μετά ξαναχώρισαν για να συναντηθούν αργότερα ξανά και ξανά. Τι έχουμε τελικά να χωρίσουμε σε αυτόν τον απίστευτο πλούτο που είναι εκεί για όλους. Τι σημασία έχει άραγε ποιος το είπε πρώτος ή δεύτερος ή και τρίτος. Ας το πει όπως θέλει ο καθένας με τον τρόπο του χωρίς πρωτιές και μονοπώλια, αρκεί να μπορούμε να εκφέρουμε την λέξη όπως εμείς μάθαμε και όπως αυτοί έμαθαν επίσης.

Προσπαθούμε δεκαετίες τώρα να κατανοήσουμε την εκφορά της πρώτης λέξης. Ποια να ήταν άραγε η πρώτη εκφορά του ήχου που σημαίνει νερό; Ξέρουμε ότι όλοι είμαστε παιδιά της Λούση, που είναι η κοινή μας μητέρα που γεννήθηκε και πέθανε κάπου στην Αιθιοπία. Έκανε κάποιες κόρες, επτά λένε και αυτές γέννησαν στην συνέχεια όλους εμάς. Αυτός είναι ο κοινός μας μιτοχονδριακός κώδικας. Θέλουμε δεν θέλουμε. Τι αλλάζει τώρα αν το δικό μου το DNA δείχνει λίγο παραπάνω Χετέϊκο γονίδιο από εσένα που φέρεις προς τους Σουμέριους και από εκείνους που το κουβαλάνε από τα λιβάδια του Βόλγα και τους άλλους από την Φοινίκη. Τελικά στο χωνευτήρι των αιώνων οι διαφορές μας είναι απίστευτα ελάχιστες. Απροσδιόριστες.

Το θέμα είναι εσύ τι κάνεις τώρα μάγκα μου. Τα γονίδια σου δεν μπορείς να τα χρησιμοποιείς σαν άλλοθι. Πώς αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε αυτόν τον απέραντο πλούτο. Πώς αυτοπροσδιορίζεσαι ώστε να συμβιώσεις με τον άλλον που επίσης αυτοπροσδιορίζεται και με τον τρίτο και τον τέταρτο. Είναι βλέπεις σαν κι εσένα. Έχει τους ίδιους φόβους, πάσχει από την ίδια ανασφάλεια, αγαπά με τον ίδιο τρόπο τα παιδιά του, απολαμβάνει όπως και εσύ να τρώει να πίνει και να ομιλεί. Κυρίως αυτό το τελευταίο. Ξέρεις βρε συντοπίτη τι πλάκα έχει να ακούς δίπλα σου να παίζει το κλαρίνο το ίδιο ακριβώς τραγούδι που άκουγες στο χωριό σου αλλά με λόγια της απέναντι γλώσσας; Ξέρεις τι παθαίνεις όταν ακούς το σάζι να σιγοκλαίει τον ίδιο σκοπό που άκουγες από την γιαγιά σου αλλά στη γλώσσα του άλλου από απέναντι; Για τραγούδα λίγο τον «καϊκτζή» στην λοκάντα στη Φώκαια και θα καταλάβεις τι σου λέω.

Ξέρω τι θα μου πεις. Τα επιχειρήματα σου τα έχω αποστηθίσει. Τα βαρέθηκα να τα ακούω  τώρα πια στα γεράματα. Έμαθα γυρίζοντας τα μέρη αυτά να ρωτώ τους ανθρώπους από πιο χωριό κατάγονται και όχι από ποια χώρα. Έτσι καταλαβαίνω καλύτερα την γενιά των ανθρώπων. Έτσι ξέρω τι γλώσσα μιλούσαν στο σπίτι και πως τους νανούριζε η βάγια τους. Γιατί, συντοπίτη της αντίπερα όχθης, όπου και να πας σε αυτά τα μέρη, όποια πέτρα και να σηκώσεις ,από κάτω θα βρεις ένα οστό και αν παρατηρήσεις καλύτερα, θα δεις και κάποιες σταγόνες αίμα που έχουν πια πάρει το χρώμα της σκουριάς. Αρχαία σκουριά συντοπίτη που αν την αναλύσεις στο εργαστήριο και τη συγκρίνεις με το δικό σου σύγχρονο αίμα θα εκπλαγείς γιατί θα είναι ολόιδιο κακομοίρη μου. Κι ας μίλαγε με τον αδελφό του ο μακαρίτης Τόσκ ή σλάβικα ή και τούρκικα ή ελληνικά.

Η αρχαία σκουριά από αίμα έχει μία περίεργη γεύση, μεταλλική στο στόμα. Γιατί σου φέρνει στο νου αυτούς που ονειρεύεσαι στους εφιάλτες σου. Ξέρεις συντοπίτη, το αίμα δεν χωρίζεται σε ελληνικό ή βουλγάρικο ή εκείνο των Χαζάρων, αλλά σε ομάδες Α, Β, Ο ή ΑΒ και με ένα συν και πλην. Το στίγμα των ανθρώπων. Όλων των ανθρώπων συντοπίτη. Μάλλον είχαν λοιπόν δίκιο οι Οθωμανοί που όταν αντίκρισαν τον τόπο τον ονόμασαν Balkan. Αίμα και μέλι.