Πολιτικη & Οικονομια

Μια μικρή πικρή ιστορία με τον Αναστάση Πεπονή

Γιατί χρειαζόμαστε πολιτικούς που δεν μετρούν το κόστος - Οι μεταρρυθμιστές έχουν κακή τύχη

Δημήτρης Τσιόδρας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Επειδή μεγάλη κουβέντα γίνεται ξανά για το πόσο αναγκαίες είναι οι μεταρρυθμίσεις, πόσο κακό είναι το πελατειακό σύστημα, γιατί χρειαζόμαστε πολιτικούς που δεν μετρούν το κόστος κι άλλα τέτοια, θυμήθηκα μια ιστορία με τον Αναστάση Πεπονή. Το 1994, όταν ψηφιζόταν ο ν. 2190, ο περίφημος «νόμος Πεπονή», ο πιο εκσυγχρονιστικός και ριζοσπαστικός νόμος της μεταπολίτευσης, που καθιέρωνε το ΑΣΕΠ και αντικειμενικό σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο, κάλυπτα το ρεπορτάζ του Υπουργείου Προεδρίας για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Είχα μάλιστα την τύχη να ήμουν εκείνος που είχε κατ΄αποκλειστικότητα το νόμο. Το νέο σύστημα ψηφίστηκε στη Βουλή κι άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή. 'Ηταν κοινό μυστικό ότι πολλοί βουλευτές και το μεγαλύτερο τμήμα του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ, δεν είδε με καθόλου καλό μάτι το νέο σύστημα και μέχρι να αρχίσει η εφαρμογή του όλοι κινούνταν λέγοντας «να διορίσουμε τώρα που προλαβαίνουμε».

Ύστερα από μερικούς μήνες έρχονται στην εφημερίδα, μέσω ενός συναδέλφου, στοιχεία που έδειχναν ότι ο νόμος ψηφίστηκε, όμως το κομματικό σύστημα είχε βρει τρόπους να συνεχίζει να προσλαμβάνει. Φυσικά ο κατάλογος με τις προσλήψεις γίνεται πρώτο θέμα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Ακολουθεί πολιτικός σεισμός. «Δεν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται. Έχουν σπάσει τα τηλέφωνα στο ΠΑΣΟΚ από αυτούς που λένε, “εσείς συνεχίζετε να διορίζετε κι εμάς μας λέτε ότι άλλαξε το σύστημα και οι προσλήψεις πλέον γίνονται αντικειμενικά”» μου είχε πει τότε συνεργάτης του Αναστάση Πεπονή. 

Ο νόμος 2190 ήταν ένα νομοθέτημα που εκπόνησε και επέβαλε σχεδόν μόνος ο Αν. Πεπονής. Και μετά από τις εξελίξεις αυτές, θεώρησε ότι ο μόνος δρόμος για να υπερασπιστεί το δημιούργημά του είναι η παραίτηση. «Αν δεν παραιτηθώ ο νόμος δεν στέκεται» είπε στον Ανδρέα Παπανδρέου που προσπάθησε να τον αποτρέψει, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής. Και το έκανε πράξη. Λίγους μήνες λοιπόν μετά την ψήφιση ενός εμβληματικού εκσυγχρονιστικού νόμου, ο δημιουργός του έφευγε κακήν-κακώς από τη θέση του. Στις εκλογές του 2000 το κόμμα του κέρδισε ξανά, αλλά ο Αν. Πεπονής δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής. Η πολιτική του καριέρα τερματίστηκε με την αποδοκιμασία του από τους πολίτες.

Ο νόμος του υπέστη πολλές αλλαγές, ώστε να αφήνει όλο και περισσότερα παράθυρα. Σήμερα η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνεχίζει τις χειρότερες πρακτικές του παρελθόντος. Φίλοι, συγγενείς, παιδιά του κομματικού σωλήνα βρίσκουν μια θέση στο δημόσιο καταπατώντας κάθε έννοια αξιοκρατίας στο όνομα μάλιστα «του νέου που ήρθε να γκρεμίσει το παλιό».

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα για την τύχη όσων επεχείρησαν δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Πόσο εκτιμήθηκε από τους πολίτες, το έργο της Αννας Διαμαντοπούλου στο Υπουργείο Παιδείας; Τι τύχη είχε μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν και θα είχαν αποτρέψει τη χρεοκοπία της χώρας, όπως ήταν το «ασφαλιστικό Γιαννίτση»; Ποιό μέλλον είχε ο Τ. Γιαννίτσης στην πολιτική; Ποια ήταν η πολιτική τύχη του Στ. Μάνου που είχε την κακή συνήθεια να κάνει έργο αλλά και να λέει πικρές αλήθειες;

Στην Ελλάδα, στα λόγια όλοι θέλουν μεταρρυθμίσεις και όλοι είναι υπέρ του να αλλάξουν τα πράγματα αρκεί να μην θίγονται οι ίδιοι και τα συμφέροντά τους. Να μην ξεβολεύονται. Οι μεταρρυθμιστές έχουν κακή τύχη. Επιβραβεύονται εκείνοι που χαϊδεύουν αυτιά. Που μοιράζουν λεφτά των φορολογουμένων για να εξασφαλίσουν εκλογική πελατεία, αδιαφορώντας για το ποιός θα πληρώσει στο τέλος τον λογαριασμό. Οι πολίτες αυτούς θέλουν κι αυτούς ψηφίζουν. Ακόμη και μετά τη χρεοκοπία, η χώρα αρνείται να αλλάξει και καταναλώνει ξανά βολικά ψέματα.