Πολιτικη & Οικονομια

My country right or wrong?

Τάσος Αβραντίνης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τον 19ο αιώνα οι περισσότεροι ιστορικοί έθεσαν τις υπηρεσίες τους στη νομιμοποίηση της διαδικασίας οικοδόμησης των εθνών-κρατών της εποχής εις βάρος βεβαίως της ιστορικής επιστήμης. Με βάση, λόγου χάρη, μια παρανάγνωση της ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει όλα τα εδάφη μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό.

Με το πέρασμα των χρόνων οι ιστορικοί από τον …Ηρόδοτο πέρασαν στον Θουκυδίδη, συνειδητοποίησαν δηλαδή ότι η ιστορική αφήγηση δεν μπορεί να είναι φανταστική αφήγηση ούτε καν επιλεκτική παράθεση γεγονότων διανθισμένη με μύθους προκειμένου να εξυπηρετηθούν αλλότριοι της επιστήμης σκοποί. Με το πρόσχημα της επιστήμης δεν μπορεί να νομιμοποιούνται κρατικές επιδιώξεις που βαφτίζονται «εθνικό συμφέρον». Η ιστορία μιας χώρας δεν μπορεί να στηρίζεται σε ψέματα και η ιστορική επιστήμη δεν πρέπει να τα ανέχεται.

Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, κατηγορούν την ιστορικό και βουλευτή Μαρία Ρεπούση –ακόμη και το κόμμα της κράτησε αποστάσεις από τις θέσεις της– για τις αυτονόητες αλήθειες που κατά καιρούς έγραψε ή είπε σχετικά με γεγονότα που η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών αγνοεί πλήρως ή έχει γι’ αυτά μια εντελώς διαστρεβλωμένη εικόνα. Κάνουν λάθος, η ιστορική αλήθεια δεν οφείλει να συσχετίζεται με το «εθνικό συμφέρον». Το τελευταίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αόριστη αξιολογική έννοια που ο καθένας προσεγγίζει διαφορετικά.

Εάν μας ενδιαφέρει να είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα, όχι με την έννοια της συμμετοχής μας σε κάποια νομική ένωση κρατών αλλά ως μέτοχοι των κοινών αξιών που το ελευθερωτικό κίνημα σκέψης και συνειδήσεων που ονομάστηκε «Διαφωτισμός» ανακάλυψε στην αρχαία Ελλάδα, επαναδιατύπωσε και αποτελούν πλέον τη βάση του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, οφείλουμε να συζητήσουμε με ειλικρίνεια για όλα εκείνα τα μελανά σημεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και να τα αναθεωρήσουμε πριν αξιώσουμε από τους άλλους να κάνουν το ίδιο με τα δικά τους μελανά ιστορικά σημεία.

Παραδείγματος χάρη, δεν δεχόμαστε αυτό που πιστεύει η πλειονότητα, ότι η βυζαντινή ταυτίζεται με την ελληνική ιστορία. Όταν αποφεύγουν ακόμη και επιστήμονες να διατυπώσουν δημοσίως τέτοιες αυτονόητες αλήθειες, ποιος θα τολμούσε να επαναλάβει σήμερα αυτά που ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (μεταξύ άλλων υπουργός Εξωτερικών του Καποδίστρια και ιδρυτής της Αρχαιολογικής Εταιρείας) είπε σε επίσημη ομιλία του στην Ακρόπολη ότι «Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων τού εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδητος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων» (Κ.Θ. Δημαράς, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδ. Ερμής, 1989, σελ. 117).

Πρέπει να πέσει πολύ χαμηλά ένας επαγγελματίας ιστορικός ώστε να κάνει το άσπρο μαύρο προκειμένου να ικανοποιήσει όσους καταναλώνουν μύθους, θρύλους και συνωμοσιολογίες αντί για την ιστορική αλήθεια. Κι αυτό δεν είναι εύκολο σε κανέναν επιστήμονα.

Πρόσφατα, λ.χ., η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ πολύ δυσαρέστησε το εθνικιστικό κοινό με όσα διατύπωσε δημοσίως σχετικά με την πτώση της «αυτοκρατορίας μας», αφού ο μύθος της «Κερκόπορτας» είναι πιο ισχυρός και διαδεδομένος κι από τον μύθο του «Κρυφού Σχολειού».

Οι ιστορικοί επιστήμονες έχουν χρέος να διαλύουν τους μύθους και τις ασάφειες και να αποκαθιστούν την αλήθεια. Εάν τυχαίνει να είναι και πολιτικοί ακόμη καλύτερα. Η «επιβίωση» μιας συλλογικότητας πρέπει να στηρίζεται στην αλήθεια, ώστε να είναι σε θέση να διορθώνει και να μαθαίνει από τα λάθη της: κανένα συλλογικό πρότυπο δεν γιγαντώνεται με ψέματα – αντιθέτως, με την αυτοσυγχώρεση και τη θυματοποίηση αποπροσανατολίζεται. Το ελληνικό κράτος κινδύνευσε σοβαρά (1897, 1922, 1991) όσες φορές «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες» –για να θυμηθούμε τη φράση του Βλάση Γαβριηλίδη– το έμπλεξαν σε περιπέτειες και μεγαλοϊδεατισμούς που πάντοτε είχαν ως υπόστρωμά τους μια λανθασμένη ή επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας.

Η αλήθεια είναι ότι οι ιστορικοί δεν μπορούν να σταθούν έξω από το κοινωνικό γίγνεσθαι, πολλές φορές καλούνται να τοποθετηθούν επί ζητημάτων για τα οποία πολλοί αναζητούν ιστορικά ερείσματα για να τα ερμηνεύσουν. Ο ρόλος τους είναι να τοποθετούν τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις με βάση την επιστημονική τους συνείδηση και μόνο, ανεπηρέαστη από ιδεολογήματα, εθνικισμούς ή θρησκευτικούς φανατισμούς.

Το ανησυχητικό είναι ότι πίσω από τις επιθέσεις κατά των ιστορικών βρίσκεται ένα ισχυρό εξτρεμιστικό εθνικιστικό μέτωπο φαινομενικά αντιθετικών πολιτικών δυνάμεων, από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά που σε κάθε ευκαιρία αμφισβητεί τον κοινοβουλευτισμό, το πρωτείο του δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον φιλελεύθερο δηλαδή χαρακτήρα του πολιτεύματος και επιχειρεί να αναθεωρήσει την ιστορική πραγματικότητα με απόψεις που μπορεί να στερούνται τεκμηρίωσης αλλά τις περιβάλλει το «τεκμήριο της εθνικότητας».

Σ’ αυτή τη φαιοκόκκινη ψευδοπατριωτική συμμαχία που αμφισβητεί κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο τα ατομικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες των ατόμων οι πολίτες με ελεύθερη συνείδηση θα πρέπει να αναλαμβάνουν δράση ανεπηρέαστη από κομματικούς υπολογισμούς.