Πολιτικη & Οικονομια

Η κρίση δεν είναι συνταγματική...

Προκόπης Δούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σπάνια ένα τόσο μικρό βιβλίο, σχεδόν σε μέγεθος διηγήματος, αναλύει εύληπτα, αλλά με επιστημονικό τρόπο (και με δεκάδες παραπομπές για όποιον θέλει να εμβαθύνει), τις απόψεις, αλλά και τις προτάσεις του συγγραφέα του, για την κρίση δημοκρατίας που ζούμε. Βεβαίως, όλοι οι παράγοντες που οδήγησαν την Ελλάδα στην κατάσταση που βρίσκεται δεν θα ήταν δυνατό να αναλυθούν σε τόσο μικρό χώρο, αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η οπτική του νομικού - και δη του συνταγματολόγου - για τα θέματα που άπτονται ιδίως της δικής του αρμοδιότητας. Για τα υπόλοιπα, όπως τα οικονομικά, είναι ιδιαίτερα διακριτικός.

Το πρώτο που ξεκαθαρίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος, σε αυτό το πόνημα με τον μάλλον δύσχρηστο τίτλο («Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; - Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματος τους») είναι ότι οι θεσμοί (και ειδικώς το Σύνταγμα με τα υποτιθέμενα «κενά» του) δεν ευθύνονται για τον εκτροχιασμό της χώρας. Κανένα σύνταγμα δεν μπορεί να προβλέπει άρθρα κατά της δημαγωγίας και του πελατειακού λαϊκισμού και δεν μπορεί να αποτρέψει τον πολιτικό από τις πρακτικές αυτές, αν δεν παραβιάζεται ανοιχτά ο νόμος, όπως χαρακτηριστικά λέει.

Ο συγγραφέας βεβαίως επικρίνει ανοιχτά τον υπέρτατο νόμο της χώρας ως φλύαρο, «επίμονο» σε σημεία ξεπερασμένα ή ύποπτα για προάσπιση συντεχνιακών συμφερόντων και δεν χαρίζεται καθόλου στους κατά καιρούς νομοθέτες, που (εκ του πονηρού πιθανότατα) δεν μπόρεσαν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση ενός λιτού και συνεκτικού κειμένου, που θα είχε ως μόνη κατεύθυνση την πρόοδο της χώρας.

Ανοίγει (ή συνεχίζει) τον διάλογο για μια «εντοπισμένη», όπως την ονομάζει, συνταγματική αναθεώρηση και καταγράφει τα σημεία, που κατά την άποψη του χρειάζονται άμεση «διόρθωση» (όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και η βουλευτική ασυλία), αλλά και πολλά ακόμα που προσφέρονται για μια πιο μακροπρόθεσμη συζήτηση, όπως για παράδειγμα περί ενίσχυσης του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, περί θητείας και μεγέθους της Βουλής, περί του ρόλου των Ανώτατων Δικαστηρίων, περί της «αποσυνταγματοποίησης» των σχέσεων κράτους-εκκλησίας και βεβαίως περί της απαλοιφής διατάξεων που καθιστούν το Σύνταγμα ένα περιττά και επιζήμια μεγάλο και δυσνόητο κείμενο.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος όμως υπερασπίζεται πολλά από όσα έχουν δεχθεί τα βέλη επικριτών, στο πλαίσιο μιας γενικής (και πολλές φορές επιπόλαιης) αμφισβήτησης των πάντων. Υπερασπίζεται πρώτα-πρώτα το ίδιο το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τους βασικούς θεσμούς της χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των Ανεξάρτητων Αρχών), απορρίπτοντας τις φωνές για μια «ολοκληρωτική» αναθεώρηση του Συντάγματος, την εισαγωγή «αμεσοδημοκρατικών» ρυθμίσεων, την καθιέρωση της απλής αναλογικής (κάνοντας διάκριση στην κρισιμότητα κάθε εποχής) ή τις προτάσεις για Συνταγματικό Δικαστήριο - παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει ελλείψεις και προβλήματα.

Η λειτουργία των θεσμών και η εφαρμογή των νόμων είναι που ευθύνεται τις περισσότερες φορές - και όχι ο συνταγματικός σχεδιασμός τους. Ο συγγραφέας είναι ένας «επαναστάτης με αιτία», όταν η ατολμία ή τα συμφέροντα μετατοπίζουν την ουσιαστική ανάγκη για πολιτικές και νομικές μεταρρυθμίσεις, στο «ανακάτεμα της σούπας» σε θεσμικό και συνταγματικό επίπεδο.

Πριν από όλα αυτά όμως, ο Νίκος Αλιβιζάτος φροντίζει να εκπλήξει, θίγοντας ζητήματα με την ευκολία του επιστήμονα, αλλά και την άνεση ενός blogger. Και μάλιστα, όχι μόνο τις σκέψεις του και τις απόψεις του για τα νομικά θέματα, αλλά για την ίδια την κρίση πολιτισμού και ιδεών, που μας έφερε ως εδώ. Δεν διστάζει να αρχίσει το βιβλίο του με ένα «ξεκαθάρισμα των εννοιών και των λέξεων». Το σύνταγμα, η πλειοψηφία και η συναίνεση, το έθνος και η εθνική κυριαρχία, η ενωμένη Ευρώπη και προ πάντων η βία (που αντικαθιστά με τόση ευκολία την κάθε είδους αναλγησία και αδικία και για την οποία δίνει έναν ενδελεχή ορισμό, δια της εις άτοπον απαγωγής) μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Ο συγγραφέας τολμάει να πει και μερικές αλήθειες, που ξεφεύγουν από τις επιστημονικές παρατηρήσεις, μιλώντας για όσους προπαγανδίζουν τη βία, ως μέθοδο πολιτικής επίλυσης προβλημάτων:

«Αν και η στάση τους οφείλεται σχεδόν πάντοτε στις πολιτικές αντιλήψεις τους, σε αρκετές περιπτώσεις έχω παρατηρήσει ότι δεν είναι άσχετη με την ψυχική συγκρότηση τους». Ακριβώς όμως αυτή ικανότητα του συγγραφέα να συζητάει (και όχι να παραδίδει μαθήματα από την επιστημονική του έδρα), είναι η χάρη και η αξία αυτού του βιβλίου. Μέσα από μια συνεπή επιμονή στη μετριοπάθεια, ο Νίκος Αλιβιζάτος υπηρετεί ένα λόγο που σε πείθει, ακόμα κι αν δεν συμφωνείς με την εκτίμηση του για  (το σχετικό λινκ: buzz.reality-tape.com/story.php). Είναι χαρακτηριστικό ότι καταγράφει και τους προσωπικούς του λόγους για την έκθεση αυτών των απόψεων, «καθώς έχει χάσει βεβαιότητες μιας ζωής» και κατάλαβε ότι «δεν αρκεί, όπως παλιά, να καταγγέλλει κανείς τα κακώς κείμενα, για να έχει τη συνείδηση του ήσυχη».

Στα περισσότερα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο Νίκος Αλιβιζάτος δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις, ότι έχει συλλάβει το προφανές και το αυτονόητο - αυτό που λείπει τόσο πολύ από τη σύγχρονη κεντρική πολιτική μας σκηνή, αλλά και από τον λόγο των πάσης φύσεως φανατικών, «αγανακτισμένων» ή καφενειακά εξεγερμένων, που δίνουν τροφή στις ακρότητες και τους φόβους για ένα εμφυλιακό, φασιστικό ή τριτοκοσμικό μέλλον της χώρας μας. Αν μπορούσαν να το διαβάσουν όλοι αυτοί οι συμπολίτες μας, θα ήταν ευχής έργο. Αλλά ίσως θα ήταν και χαμένος χρόνος, αν όχι απολύτως αδύνατο...

 


Υ.Γ. Ο Νίκος Αλιβιζάτος έχει αποκηρύξει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί η κυβέρνηση το πόρισμα της επιτροπής του για την ανεξαρτησία της ΕΡΤ, ακριβώς γιατί εγκαταλείφθηκε, ως «ασύμφορη χρονικά», η βασική πρόβλεψη περί συγκρότησης του Εννεαμελούς Εποπτικού Συμβουλίου, μέσω μια πολύμηνης διαδικασίας συγκέντρωσης βιογραφικών προσωπικοτήτων, από όλον τον κόσμο. Την αποδοκιμασία του αυτή, την εξέφρασε δημοσίως σε ημερίδα της ΔΗΜΑΡ για την ΕΡΤ (prokopisdoukas.blogspot.gr/2013/06/7.html).

Σε εκείνη τη συζήτηση είχαμε αντιπαρατεθεί, γιατί αντέδρασα όταν παρατήρησε ότι «ο Σαμαράς δεν θα μπορούσε να σταθεί ως πρωθυπουργός, εάν έπαιρνε πίσω το κλείσιμο της ΕΡΤ». Εξακολουθώ να διαφωνώ μαζί του, γιατί θεωρώ ότι αυτό που ενδιαφέρει τον πολίτη είναι το δέον για τη χώρα, όχι η «πρωθυπουργική σταθερότητα». Ωστόσο, αφού διάβασα και το βιβλίο του, αναγνωρίζω την «πολιτειακή νηφαλιότητα» της οπτικής του συνταγματολόγου, που τον οδήγησε σε αυτή τη διατύπωση - και του οφείλω συγνώμη, όπως και στους παρισταμένους ακροατές, αν η φόρτιση μου για την ΕΡΤ οδήγησε σε έναν τόνο παραπάνω πιο οξύ, τον δικό μου λόγο.