Πολιτικη & Οικονομια

Πώς θα θυμόμαστε το καλοκαίρι του 2018;

Στην ευρωπαϊκή χώρα μας κάηκαν ζωντανοί κοντά στους 100 ανθρώπους

karolina_2.jpg
Καρολίνα Μέρμηγκα
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4517847.jpg
© EUROKINISSI / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Στις 10 Ιουλίου, ενάμιση μήνα πριν δηλαδή, είχα κάνει μία ευχή: «Τι ωραία που θα είναι αν, χρόνια μετά, θυμόμαστε το καλοκαίρι του '18 σαν τότε που σώθηκαν τα παιδιά από τη σπηλιά». Θυμόσαστε; Δώδεκα παιδιά και ο προπονητής τους είχαν απεγκλωβιστεί από το σπήλαιο Ταμ Λουάνγκ της Ταϊλάνδης και όλοι πανηγυρίζαμε γιατί να, συμβαίνουν και θαύματα.

Αλλά χρόνια μετά, δεν θα θυμόμαστε το καλοκαίρι του ’18 γι’ αυτό. Θα το θυμόμαστε για τη μεγάλη πυρκαγιά, τη μεγάλη τραγωδία. Και αυτό, ο τρόπος δηλαδή που λειτουργεί η συλλογική μας μνήμη, είναι κάτι εξ ίσου ανεξέλεγκτο με την πιο μανιασμένη «πύρινα λαίλαπα». Κανένας δεν μπορεί να τιθασέψει, να χαλιναγωγήσει, να στρογγυλέψει ή να καλλωπίσει τη συλλογική μας μνήμη. Αρκεί να επισημάνουμε ότι όλοι, επαΐοντες και μη, όταν λέμε «Καταστροφή» εννοούμε την Σμύρνη του ’22 –άντε, κάποιοι, και την Άλωση της Πόλης, το τόσο μακρινό και τόσο πρόσφατο 1453. Γιατί; Δεν είχαμε άλλες καταστροφές; Φυσικά και είχαμε, ουκ ολίγες. Αλλά όλες, πάντα, υποκείμενες στην ερμηνεία τους που πολύ συχνά δεν είναι «επιστημονική». Όπερ σημαίνει ότι, ως γνωστόν, το παρελθόν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει· υπάρχει μόνο η ματιά του παρόντος, ζωντανή και όχι πάντα καθαρή, πάνω σ’ αυτό.

Ό,τι κι αν μας πουν, λοιπόν, από δω και πέρα για την καταστροφή στο Μάτι, ό,τι κι αν προσπαθήσουμε να πούμε κι εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, μ’ όποια εκλογίκευση κι αν ασβεστώσουμε τις λέξεις μας, δημόσιες και ιδιωτικές, το Μάτι θα είναι, νομίζω, το δικό μας 9/11. Ίσως άδικα, ίσως παράλογα. Όμως για να φτάσει κάτι στη συμπύκνωση που περιέχει η λέξη «Καταστροφή» πρέπει να συντρέξουν πολλά πράγματα μαζί, κι όχι μόνο το συγκεκριμένο γεγονός τη συγκεκριμένη χρονική του στιγμή: είναι σαν μια συνταγή ενός εκρηκτικού μίγματος που βράζει σιγά-σιγά, με μια περίεργη ζύμωση. Κι εδώ τα υλικά υπάρχουν. Και με μια φοβερή πυρκαγιά, έγινε η μίξη.

Χρειάζεται μια αυξανόμενη αγωνία. Αγωνία: κάτι πολύ πιο πιπεράτο από την ανησυχία, τη δυσαρέσκεια, τη δυσφορία. Αγωνία για κάτι που έρχεται γενικότερα· μια αλλαγή στο χώμα που πατούσαμε τόσο καιρό, και μια αλλαγή στον βαθύ ορίζοντα. Μια αλλαγή στον κόσμο μας. Που την υποψιαζόμασταν, ίσως και κάποιοι να την ονομάτιζαν, αλλά πολλοί άλλοι όχι. Και που εν πολλοίς έχει επιτελεστεί ήδη, αλλά δεν το παραδεχόμασταν - με το συγκεκριμένο όμως γεγονός σφραγίζεται πια, επίσημα.

Και κάπου εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι, όπως το καλοκαίρι του ’18 δεν θα το θυμόμαστε για τη σωτηρία των παιδιών από το σπήλαιο της Ταϊλάνδης, έτσι δεν θα το θυμόμαστε και για τον, κακό ή όχι, χειρισμό της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σε ένα «καταστροφικό» γεγονός. Γιατί οι κακοί κυβερνητικοί χειρισμοί είναι κάθε άλλο παρά αξιομνημόνευτοι και γιατί τα γεγονότα δεν είναι «καταστροφικά», είναι γεγονότα. Καταστροφή είναι μόνο, είναι πάντα, η συνέπειά τους, δηλαδή η αντιμετώπισή τους -ακόμα και αν «δεν γινόταν διαφορετικά». Θα θυμόμαστε το καλοκαίρι αυτό του 21ου αιώνα γιατί στην ευρωπαϊκή και εκσυγχρονισμένη χώρα μας κάηκαν ζωντανοί κοντά στους 100 ανθρώπους, κάτω από συνθήκες πολύ πιο εξωφρενικές κι απίστευτες από μια πλημμυρισμένη ταϊλανδέζικη σπηλιά. Και θα το θυμόμαστε περισσότερο αυτό το καλοκαίρι γιατί άργησε, γιατί αργεί ακόμα, να αναγνωριστεί σαν ένα βαθύ συλλογικό πένθος.

Πενθούμε σήμερα για πολλά, πάρα πολλά πράγματα: για το χώμα που πατούσαμε τόσο καιρό (τις συνήθειές μας, τις ανομίες μας, τις παραβιάσεις των δικών μας φυσικών νόμων), για τον βαθύ ορίζοντα που τόσο καιρό τώρα έχει αλλάξει (το μέλλον μας που φαντάζει τόσο ζοφερό και τον παθητικό τρόπο που το αποδεχόμαστε, σκιάζοντας τα μάτια μας στη φοβερή αντηλιά του), για τον κοινωνικό μας ιστό που δεν υπάρχει πια και για το κοτετσόσυρμα του διχασμού που στερεώθηκε γερά στη θέση του. Πενθούμε εδώ και καιρό γι’ αυτά και άλλα πολλά, αλλά τώρα η συνταγή έδεσε και το πένθος έγινε ένα, και μεγάλο. Κι ενώ πενθούμε, δεν μας αναγνωρίζεται και δεν μας επιτρέπεται.

Είναι οι διακοπές κι οι παραλίες, είναι τα μνημόνια που φεύγουν, κι είναι κι «η ζωή που συνεχίζεται». Η ζωή που συνεχίζεται: Η φράση-απορρυπαντικό-αντισηπτικό που πρέπει τώρα όλοι να ρίξουμε πάνω στη θλίψη μας, που δεν πρέπει να λεκιάσει. Το θέμα είναι όμως, όπως ξέρουμε, ότι ο λεκές που αφήνει μια τέτοιου είδους θλίψη έχει την τάση να μεγαλώνει, να απλώνεται οριζόντια και κάθετα, και να βγάζει και νέες υγρασίες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ