Πολιτικη & Οικονομια

Ένα φάντασμα πλανάται στην Κουμουνδούρου

Δημήτρης Ψυχογιός
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν όχι μόνο την ανάγνωση αλλά και το μέτρημα: στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν 41 αναφορές στη «δημοκρατία», 32 αναφορές στον «λαό», 26 στο «μνημόνιο», 15 σε «αγώνες», «αγωνιστές-αγωνίστριες», 10 στην «ανατροπή» και άλλες τόσες στα «κινήματα» – καμία στον σοσιαλισμό. Η αριθμητική, σε συνδυασμό α) με την έκκληση, «να ακουμπήσουν στο ΣΥΡΙΖΑ όσοι και όσες αντιλαμβάνονται το μέγεθος της απειλής για τη δημοκρατία σήμερα στην Ελλάδα», β) την ειδική αναφορά στους «πολιτικά φιλελευθερους» να συνταχθούν με τον ΣΥΡΙΖΑ, και γ) τις επαναλαμβανόμενες αναφορές στον «ακροδεξιό Σαμαρά» – όλα αυτά δείχνουν μετατόπιση της πολιτικής αιχμής του Αλέξη Τσίπρα από την «κατάργηση του μνημονίου» στην «υπεράσπιση της δημοκρατίας».

Φαίνεται πως οι επί της ψηφοθηρίας σύμβουλοι του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ τον έχουν πείσει πως η «αντιμνημονιακή δεξαμενή» έχει στερέψει. Όχι επειδή τα πράγματα πάνε καλύτερα στο οικονομικό πεδίο αλλά επειδή ότι ήταν να δώσει στα διάφορα κόμματα το έδωσε, οι διαβεβαιώσεις πως «λεφτά υπάρχουν» για να μοιραστούν δεν πείθουν και άρα αν θέλει να μαζέψει ψήφους πρέπει να ανοίξει νέα μέτωπα συνολικής αντιπαράθεσης με τους κυβερνώντες. Και επειδή το να μιλήσεις προγραμματικά για την ανασυγκρότηση του κράτους και της οικονομίας, είναι υπόθεση δύσκολη, αρχίζεις να θέτεις τα εύκολα συνθηματολογικά ζητήματα περί δημοκρατίας, δημοψηφισμάτων, περιορισμού των βουλευτικών θητειών με λίγη ζάχαρη άχνη περί εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Μεταφέρεις τη συζήτηση από το «περί του πρακτέου» στο θέμα των αξιών και ιδιαίτερα της δημοκρατίας, στο οποίο για ιστορικούς λόγους είναι ευαίσθητος ο «μεσαίος χώρος» από τον οποίο θέλεις να αντλήσεις ψήφους. Αλλά εδώ υπάρχουν δύο ζητήματα που ίσως εμποδίσουν την ευόδωση των προσπαθειών.

Πρώτον, το θέμα της τακτικής: δεν είναι μόνο ο Αλέξης Τσίπρας που μπορεί να κάνει ελιγμούς «δημοκρατικότητας», την ίδια δυνατότητα έχει και ο βασικός του αντίπαλος, ο Αντώνης Σαμαράς. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να πείσεις πως ο πρωθυπουργός «φλερτάρει με την Ακροδεξιά και τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής», όπως υποστήριξε στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όταν τιμά τον Γιάννη Αντετοκούνμπο τη στιγμή που ο Μιχαλολιάκος τον αποκαλεί «χιμπαντζή». Χάρισε εικόνα της Παναγίας ο Αντώνης Σαμαράς στον διάσημο μπασκετμπολίστα, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας θα του έδινε ίσως φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα, οι πολιτικοί ελιγμοί δεν συνεπάγονται κατάργηση των εικονισμάτων που έχει καθένας σπίτι του και στην καρδιά του. Και όσο δεν αποτελεί κορύφωση της δημοκρατίας το να κυβερνά κανείς με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, άλλο τόσο δεν αποτελεί το να αναλαμβάνεις υπό την προστασία σου τους τυφεκιοφόρους της Χαλκιδικής. Φυσικά έχει ακροδεξιό παρελθόν ο πρωθυπουργός (ίσως και μέλλον) όπως έχει ακροαριστερό παρελθόν (ίσως και μέλλον) ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και οι δύο όμως έχουν το ίδιο παμπάλαιο πρόβλημα τακτικής: να καταλάβουν τον πολιτικό χώρο που βρίσκεται ανάμεσά τους χωρίς να χάσουν προς τα άκρα. Το κατά πόσον θα το καταφέρουν δεν εξαρτάται μόνο από τους δικούς τους ελιγμούς αλλά και από το τι θα πράξουν το ΠαΣοΚ και η ΔΗΜΑΡ, ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Φώτης Κουβέλης. Σε κάθε περίπτωση, ο ανταγωνισμός για το ποιος είναι δημοκρατικότερος, έστω και αν είναι υποκριτικός, είναι θετικός αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ θα πείσει.

Υπάρχουν όμως και θεμελιώδη ζητήματα σε σχέση με την εργολαβική υπεράσπιση της δημοκρατίας που ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα αναγνωρίζουμε στις ιστορικές και θεωρητικές αναφορές που επικαλέσθηκε στην ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: οι σύνεδροι είναι «παιδιά και εγγόνια» της Κομμούνας, των αντιμεταξικών αγώνων, της εθνικής αντίστασης, του 114, των Λαμπράκηδων, του αντιδικτατορικού αγώνα. Είναι μεν παρηγορητικό ότι απουσιάζουν από τη λίστα οι μπολσεβίκοι και ο Δημοκρατικός Στρατός – αλλά τέλος πάντων η επίκληση μόνο δύσκολων, σκοτεινών και αιματοβαμμένων περιόδων της παγκόσμιας και ελληνικής ιστορίας δείχνει αρνητική προσέγγιση στο θέμα της δημοκρατίας: δημοκρατία είναι αυτό που προσπαθούμε να κατακτήσουμε, όχι αυτό που απολαμβάνουμε. Θετική προσέγγιση, θα σήμαινε, για παράδειγμα, να περηφανεύεσαι για τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς του ΕΑΜ και όχι μόνο για την αντίσταση· ή για το ότι ο «εκλογικός ελιγμός» της ΕΔΑ το 1964 (δεν κατέβασε υποψήφιους στις μισές σχεδόν περιφέρειες) έδωσε 53% στην Ένωση Κέντρου και έτσι αποδομήθηκε «το κράτος της Δεξιάς»· ή για το ότι το 1989 έστειλες στο ειδικό δικαστήριο τους υπεύθυνους για το σκάνδαλο Κοσκωτά χωρίς να ενδιαφερθείς για το «πολιτικό κόστος» – τέτοια μπορεί να επικαλεσθεί κόμμα που προέρχεται από το ΚΚΕ που δεν κυβέρνησε ποτέ ώστε να μπορεί να πει «ιδρύσαμε το ΙΚΑ, δώσαμε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες». Αντ’ αυτών, διαβάζουμε την κλασική «αριστερή αγωνιστική αλυσίδα» (εμπλουτισμένη με την Κομμούνα χάριν κάποιων συνιστωσών). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει θετική άποψη για τη δημοκρατία, την αντιλαμβάνεται συγκρουσιακά, ως «πάλη». Αυτή η άποψη ήταν πάντα μειοψηφική στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, την υποστήριζαν τα κομμουνιστικά κόμματα, καίτοι όπου ανέλαβαν την εξουσία επέβαλαν μόνιμη ειρήνη. Είμαστε επιρρεπείς στις συγκρούσεις αλλά ελπίζω ότι μετά την εμπειρία των τελευταίων ετών, η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ περί δημοκρατίας δεν θα πείσει.

Υπάρχει όμως και το πρόβλημα του τι είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που ανησυχεί τόσο για τη δημοκρατία στη χώρα. Το εξήγησε ο Αλέξης Τσίπρας στους σύνεδρους: «Έχουμε χέρια καθαρά, μυαλό ανοιχτό και ψυχή βαθιά. Έχουμε αγάπη για την Ελλάδα και το λαό μας ... Δεν διεκδικούμε τίποτα για εμάς. Για αυτό και είμαστε σε θέση να διεκδικήσουμε τα πάντα για όλους. Όλα για όλους και τίποτα για εμάς ...Δεν είμαστε σπορά της τύχης. Ερχόμαστε από πολύ μακριά και πάμε πολύ μακριά». Το συμπέρασμα του είναι πως «ο ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ δε θα είναι ένα κόμμα σαν όλα τα άλλα» – το ίδιο ακριβώς υποστηρίζει και το ΚΚΕ, γιατί δηλώνει ανοιχτά και ξεκάθαρα πως είναι λενινιστικό κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί για τον εαυτό του την γκραμσιανή πομάδα «δημοκρατικός συλλογικός διανοούμενος» αλλά όλα όσα αναφέρονται στις ιδιότητες του κόμματος και των μελών του αποτελούν μεσιανική υπόσχεση: κόμμα ανιδιοτελών αγίων που θυσιάζονται για τη σωτηρία των άλλων, γέννημα όχι των πολιτικών περιστάσεων αλλά της βαθιάς ιστορίας που νομοτελειακά προέβλεπε τη δημιουργία του για όσους ξέρουν να την διαβάζουν και να γίνονται έτσι μηχανοδηγοί της «ατμομηχανής της ιστορίας». Δεν είναι μόνο υποκριτικά αυτά, είναι και επικίνδυνα: κόμματα που έχουν τέτοια αντίληψη για τον εαυτό τους και καλλιεργούν στα μέλη τους την πεποίθηση ότι είναι ανώτερα πλάσματα που προσφέρουν «τα πάντα σε όλους» είναι βαθιά αντιδημοκρατικά, είναι ολοκληρωτικά όπως οι μονοθεϊστικές θρησκείες. Οι Έλληνες είναι θρησκευόμενοι αλλά τους υποκριτές μητροπολίτες και παπάδες δεν τους εμπιστεύονται, γιατί οι ηθικολόγοι ιεροκήρυκες του ΣΥΡΙΖΑ να έχουν καλύτερη τύχη;

150 χρόνια μετά την έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται στην Κουμουνδούρου και στοιχειώνει τις πολιτικές προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά είναι τόσο φαντασμένοι εκεί, νιώθουν τόσο ανώτεροι, που δεν μπορούν να το καταλάβουν.