Πολιτικη & Οικονομια

Πώς στην Ελλάδα οι λύκοι ντύνονται αρνάκια II

Μοιράζομαι τη χαρά του συναδέλφου για τον ζωντανό διάλογο που διεξάγεται για ένα θέμα πολύ σημαντικό για τα νοικοκυριά, τα δημόσια έσοδα, το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.

Κρίτων Αρσένης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μοιράζομαι τη χαρά του συναδέλφου για τον ζωντανό διάλογο που διεξάγεται για ένα θέμα πολύ σημαντικό για τα νοικοκυριά, τα δημόσια έσοδα, το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.

Αφορά την πρόταση ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τη διάσωση της κλιματικής μας πολιτικής. Στην πράξη θα οδηγήσει στη αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων που αγοράζει η βιομηχανία.

Θα αποφύγω προς το παρόν τον πειρασμό να μπω στις λεπτομέρειες για όλες τις αντιφάσεις των επιχειρημάτων του συναδέλφου. Ας εξετάσουμε όμως το βασικό ζήτημα του άρθρου του.

Ο συνάδελφος καλεί όλους μας να τον στηρίξουμε στην μάχη που δίνει για το καλό της τσέπης μας. Υποστηρίζει πως, αντιδρώντας στην πρόταση, αντιδρά απέναντι στην υπερφορολόγηση των ευπαθών ομάδων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Μήπως έχει δίκιο; Ας δούμε ποιοι είναι οι σύμμαχοί του στον αγώνα αυτόν για να κρίνουμε μήπως πρέπει και εμείς να συστρατευτούμε.

Είναι οι βουλευτές από τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, που παραδοσιακά συντάσσονται στο πλευρό των μη προνομιούχων; Όχι, υπερψήφισαν σύσσωμοι την πρόταση (εδώ).

Είναι μήπως οι σοσιαλιστές; Όχι, υπερψήφισαν σύσσωμοι την πρόταση (εδώ).

Είναι άρα οι φιλελεύθεροι στους οποίους ανήκει; Όχι. Με εξαίρεση τον ίδιο και έναν γερμανό συνάδελφό του, όλοι υπερψήφισαν την πρόταση (εδώ). Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί που κατά τον ίδιο υπερασπίζονται τους αδύναμους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Οι ακροδεξιοί, οι αντιευρωπαϊστές και οι μισοί από τους δεξιούς (εδώ). Αυτοί είναι που καταψήφισαν την πρόταση. Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει αν θέλει να συστρατευτεί μαζί τους. Ομολογουμένως δεν είναι η ομάδα με την οποία θα ήθελα να συστρατευτώ. Μας χωρίζει  τεράστια ιδεολογική απόσταση τόσο αναφορικά με τον ορισμό του δημοσίου συμφέροντος όσο και με τις κοινωνικές αξίες που υποστηρίζουμε.

Και για να μην κατηγορηθώ ότι δεν μπαίνω στην ουσία των λόγων που έκαναν την ομάδα αυτή να καταψηφίσει την πρόταση, ας δούμε ένα άλλο βασικό επιχείρημα. Λέει ο συνάδελφος ότι η νομοθεσία θα πλήξει τις επιχειρήσεις οι οποίες «πληρώνουν ήδη πανάκριβα φυσικό αέριο και πετρέλαιο και έχουν τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας». Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι η νομοθεσία αυτή δεν επιβαρύνει το κόστος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Το αντίθετο κάνει. Παρέχει 3 δις στο δημόσιο δίνοντας τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την απεξάρτηση της χώρας από τις μορφές αυτές ενέργειας και άλλα 3 δις για την κοινωνική πολιτική και την ενίσχυση των μη προνομιούχων. Δίνει λύσεις δηλαδή στο ζήτημα που αναδεικνύει ο συνάδελφος, χρηματοδοτώντας 1) την ενεργειακή εξοικονόμηση των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που θα μειώσει τα κόστη, 2) την αυτοπαραγωγή ενέργειας από νοικοκυριά και επιχειρήσεις που θα ενισχύσει τα εισοδήματα και θα κάνει τη χώρα μας ενεργειακά πιο ανεξάρτητη και 3) τη διεύρυνση των κοινωνικών τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος προς μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Αντίθετα η καταψήφιση της πρότασης που επιδίωξε τόσο ένθερμα ο συνάδελφος θα οδηγούσε σε κατάρρευση το χρηματιστήριο ρύπων και σε απώλεια δημόσιων εσόδων ύψους 6 δις.

Για αυτό το λόγο ο συνάδελφος έμεινε μόνος ακόμη και στην ίδια την πολιτική του ομάδα.

Ευτυχώς. Γιατί τα βιομηχανικά λόμπι θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν πλειοψηφία ενάντια της απόφασης. Ήταν τόσο ακραία όμως η θέση τους, που η προσπάθειά τους έπεσε στο κενό. Τουλάχιστον προς το παρόν.