Πολιτικη & Οικονομια

Ο αρχετυπικός τηλεοπτικός καναπές μας

Αντώνης Νικολής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκείνα τα χρόνια με τα τηλεοπτικά ριάλιτι είχα κάνει μία μικρή παρατήρηση. Παρακολουθώντας σκηνές από ένα-δυο ξένα σχετικά προγράμματα, με εντυπωσίασε ότι εκεί οι παίκτες εκφράζονταν σαν να μην τους κατέγραφαν οι κάμερες. Για την ακρίβεια, σαν να μην είχαν οικογενειακά περιβάλλοντα, σπίτια όπως λέμε νεοελληνιστί, να μην ντρέπονταν για τα λεγόμενα ή τα καμώματά τους. Σαν μόνοι, ανάμεσα σε συνομήλικους φίλους.

Έπρεπε να σκεφτώ ότι εκείνοι ζούσαν σε ομαλά αστικοποιημένες κοινωνίες, χειραφετημένοι από την οικογένεια – βασικό κοινωνικό κύτταρο, σε κράτη με θεσμούς που ενισχύουν την ατομικότητα. Αλλά για τη σκέψη αυτή χρειαζόταν η σύγκριση. Να συσχετίσω αυτές τις εικόνες με τις αντίστοιχες δικές μας.

Οι δικοί μας παίχτες απευθύνονταν στην ομήγυρη του καθιστικού μπροστά στην τηλεόραση, και μάλιστα στην αρχετυπική της εκδοχή, του ’70: σε γονείς, αδέλφια, παππούδες, θείους, δεν αποκλείεται λίγο περισσότερο σόι, ίσως και λίγη γειτονιά. Ακόμα και οι προερχόμενοι από ολιγομελείς πυρηνικές οικογένειες συνεκδοχικά αυτόν τον αρχετυπικό καναπέ λογαριάζουμε για κοινωνία. Ένα τσούρμο συγγενείς και φίλους που στριμώχθηκαν στον καναπέ, σε πολυθρόνες, καρέκλες, σκαμπό, περιμένοντας πότε θ’ αρχίσει το «Λούνα Παρκ» του μακαρίτη Δαλιανίδη.

Εύλογα η φαντασιακή αυτή ομήγυρη καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις συμπεριφορές, τα λόγια, τις γκριμάτσες, τις χειρονομίες των παικτών. Αλλά επίσης μπέρδευε, θόλωνε τα πορτρέτα τους: δεν είναι εύκολο να μιλάς στο συμμαθητή σου, όταν ξέρεις και υπολογίζεις ότι σ’ ακούνε οι παππούδες ή οι γονείς σου –από τους οποίους εξαρτάσαι–, και ταυτόχρονα να είσαι αυθόρμητος. (Ακόμα και το αφεντικό-ιδιώτης ή το κράτος των πολιτικάντηδων με κάποιο τρόπο στον ίδιο καναπέ είναι θρονιασμένοι.) Μίλαγαν, λοιπόν, την ιδιόλεκτό τους, αλλά σε πιο «κόσμια» εκδοχή, εξέθεταν τον εαυτό τους, αλλά ασφαλώς λογοκριμένο. Ούτε ήταν τυχαίο ότι σε κείνες τις εκπομπές τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών τα μεγαλωμένα στο εξωτερικό –κάπως πιο χειραφετημένα αυτά– ήταν αμεσότερα, πιο ευθέα στις αντιδράσεις, πιο αυθεντικά και στο τέλος και πιο δημοφιλή.

Κάπως έτσι, νομίζω, στα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια της τηλεόρασης, παγιώθηκε και σε πολιτιστικό επίπεδο ως στοιχείο ταυτότητας (αυτό που συνέβη και σε οικονομικό ή ευρύτερα κοινωνικό), η διπολική διάσταση ανάμεσα σε αυτό που ζούμε και αυτό που ισχυριζόμαστε ότι ζούμε. Μοιάζει αλλά δεν είναι πάντοτε υποκρισία. Ίσως –σωστότερα– να πρόκειται για σχιζοειδή διγλωσσία. Γιατί τον εαυτό του τον ζει κανείς στο σπίτι του και εκεί μιλάει γι’ αυτόν σ’ ένα οικείο ύφος λόγου, ενώ όταν τον περιγράφει δημοσίως χρησιμοποιεί το επίσημο ύφος (καθώς τότε τον ακούνε γονείς, θείοι, παππούδες, γείτονες και οι λοιποί), κυρίως λέει ψέματα, αλλά εκεί έξω ποιος τολμά πια να πει την αλήθεια; Έτσι η ιδιωτική ζωή μπορεί (λαθραία βέβαια) να καλύπτει ή να ικανοποιεί ανάγκες του 2013, δημόσια, ωστόσο, αποτυπώνεται με βάση τις αξίες του 1970. Είναι φυσικό, έπειτα, κάτι ιερωμένοι να διακηρύσσουν διαπρυσίως το μίσος τους προς τους ομοφυλόφιλους π.χ., ή κάτι ανάμεσα εξήντα και εβδομήντα όχι λιγότερο ηθικολόγοι, αριστεροί αυτοί, αποσυρμένοι στα διαμερίσματα και την τηλεόρασή τους από το 1985, να δογματίζουν εξίσου αυτάρεσκα για το ποια είναι η ζωή και οι ανάγκες της σήμερα.

Το πράγμα γεννά κάθε είδους απίστευτες στρεβλώσεις. Προσέξτε πόσο αλλάζει την έκφρασή του ένας δημοσιογράφος από το έντυπο στην τηλεόραση. Ή πόσο διαφορετικά μιλάει ένας πολιτικός στον ποιοτικότερο Σκάι απ’ ό,τι στο μαζικότερο Μέγκα. Ένας επιστήμονας ή καλλιτέχνης όταν βγει από τον κλειστό κύκλο του των επαϊόντων στην τηλεοπτική δημοσιά. Αν ερωτηθούν το γιατί, θα απαντήσουν ότι απευθυνόμενοι στον πολύ κόσμο αναγκαστικά πρέπει να είναι εκλαϊκευτικοί. Ωστόσο, δεν το συνειδητοποιούν αλλά απευθύνονται και αυτοί στον καναπέ του Δαλιανίδη.

Παρακολουθήστε οποιαδήποτε συνεδρίαση της βουλής (εξαιρέστε μόνο μια ορισμένη έξαρση τελευταία της ελληναράδικης καφρίλας), ιδιαίτερα την έκφραση, τη γλώσσα, τα επιχειρήματα, τα ιδεολογήματα των ομιλητών. Θα αναρωτηθείτε αν έμαθαν ποτέ τους τι περίπου συνέβη στον πλανήτη Γη μετά το 1985. Εντούτοις, είναι σίγουρο ότι αν μιλήσετε μαζί τους ιδιωτικά, ξέρουν και το πιθανότερο καλά.

Νομίζω ότι η κατεξοχήν στρεβλή έννοια σήμερα στην Ελλάδα είναι η έννοια «ο κόσμος», όχι τελείως συνώνυμη προς την «κοινή γνώμη». Σε φράσεις όπως «αυτά θέλει ο κόσμος», ή «ο κόσμος που μας παρακολουθεί» ή «ο κόσμος θα αποφασίσει». Ο «κόσμος» σαν μια πιο χαλαρή, πιο ουδέτερη στη χροιά της, πιο καθημερινή χρήση του «λαός» ή «κοινωνία». Προέρχεται από κείνην την παλιά μικροαστική ηθογραφία του «τι θα πει ο κόσμος, Χριστέ μου!» ή «με τι μούτρα θα βγω, θ’ αντικρίσω τον κόσμο τώρα εγώ» κ.τ.ό. (προτού πιάσουμε το αριστερό λαός ή το διανοουμενίστικο κοινωνία). Πράγματι, πάντως, όπου σε μαζική εκδήλωση, πολιτική, ευρύτερα κοινωνική, έχουμε ένα χαμηλό, κακό επίπεδο, η αιτιολογία που ακούμε είναι πάντα μία: «γιατί αυτά θέλει ο κόσμος».

Βρέθηκα προ καιρού δίπλα σε γιαγιά, από εκείνες τις όχι και πολύ παλαιές, βλέπαμε τηλεόραση, περίμενα εωσότου επιστρέψει ο φίλος μου και ανεψιός της. Ήτανε μεσημέρι, η οθόνη έπαιζε σε επανάληψη ένα από τα σίριαλ με τις ακατάσχετες τσιριχτές ατάκες. Η κυρία των εβδομήντα κάτι χρόνων, μ’ έναν απολογητικό κάπως τόνο για το επίπεδο του θεάματος που εξαιτίας της μοιραζόμαστε, γυρνάει κάποια στιγμή και μου λέει: «Άκου να δεις ανοησίες, βρε παιδάκι μου! Αλλά τι να πεις, αυτά αρέσουνε στον κόσμο, αυτά τού δείχνουνε…»

Ώστε υπήρχε και «πιο κόσμος»!

Διότι, στην καταχρεωμένη πια πατρίδα μας, ακόμα και ο «πιο κόσμος» πιστεύει ότι επιλέγονται να γίνουν ή να ειπωθούν πράγματα, γιατί έτσι επιβάλλει ένας ακόμα «πιο κόσμος» απ’ αυτούς. Κι ας είναι αυτός ο «πιο κόσμος» ένας φαντασιακός καναπές που εξέλιπε προ πολλού.