Πολιτικη & Οικονομια

Ζεράρ Ντε Παρτιέ: μια γραφική φιγούρα χωρίς σύνορα

Στέφανος Δάνδολος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπό άλλες συνθήκες θα ήμουν υπέρ του. Εδώ που τα λέμε, τι σημαίνει «Γάλλος», «Έλληνας», «Ιταλός» στα χαρτιά; Η ψυχή είναι που μετράει. Αν στην ψυχή είσαι κάτι, κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει. Είσαι αυτό που είσαι. Νιώθεις Γάλλος γιατί κάτι βαθύτερο σε συνδέει με την πατρίδα σου. Αισθάνεσαι Έλληνας επειδή κάτι στον ελληνισμό σου σε συγκινεί. Άλλοι το νιώθουν περισσότερο, άλλοι λιγότερο, άλλοι καθόλου. Όμως υπάρχει διαφορά μεταξύ του «να νιώθεις» και «απλά να είσαι».

Ο Ζεράρ Ντεπαρτιέ, σε αντίθεση με τους περισσότερους Γάλλους, βάζει τη Γαλλία κάτω από το συμφέρον. Απλά είναι. Δε νιώθει. Σεβαστό. Στο κάτω-κάτω ο «πατριωτισμός» είναι ένα σπορ που αποφέρει μόνο στους πολιτικούς, και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Για τους υπόλοιπους σταρ της δημόσιας ζωής, τι διάολο είναι ο «πατριωτισμός»; Μόνο αν ένιωθαν μέσα τους, θα ήταν κάτι. Αν δεν αισθάνονται το παραμικρό, είναι μόνο μια νεφελώδης έννοια συνοδευόμενη από φόρους. Σερβιρισμένη μαζί με το «λογαριασμό». Οπότε, να φεύγουμε. Χέσε και τους Γάλλους και τους Έλληνες κι όλους. Να γίνουμε Εσκιμώοι. Πάμε όπου κοστίζει πιο φτηνά.

Θα ήμουν λοιπόν υπέρ του Ντε Παρτιέ γιατί δεν βρίσκω τίποτα κακό στην προσπάθεια ενός ανθρώπου να κουμαντάρει την περιουσία του παίρνοντας άλλο διαβατήριο. Δε νομίζω ότι ένα διαβατήριο θα έκανε την ψυχή μου να αλλάξει, αν στην ψυχή μου υπήρχε κάτι. Και επίσης, συμφωνώ με τη δήλωση «είμαι πολίτης του κόσμου», γιατί πιστεύω ότι έτσι αισθάνονται οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Εξάλλου, όπως είπα, η έννοια «πατρίδα» είναι σχετική, για άλλους λέει πολλά και για άλλους τίποτα – το μόνο που λέει για όλους είναι ότι υπόκεισαι στους νόμους της.

Επομένως, θεωρώ απολύτως ηθικό το δικαίωμα να απαρνιέσαι την υπηκοότητά σου μέσω ενός νέου διαβατηρίου για τους όποιους λόγους έχεις. Εκείνο που βρίσκω ανεπίτρεπτο είναι το να εκτρέπεις αυτό το δικαίωμα σε σόου αλαζονείας μέσα από το οποίο αναδύεται η εικόνα κάποιου που δεν είναι απλά άπατρις αλλά εντελώς πόρνος ως προς την επιλογή της «πατρίδας». Οι έξυπνοι Ρώσοι του πρόσφεραν γη και ύδωρ για να πάρει το διαβατήριό τους, του χαρίζουν βίλες, εδάφη, τίτλους. Καλά κάνουν. Ωστόσο, ακόμα και με το νόμο της σημερινής αγοράς, όπου όλα έχουν το υλικό αντίτιμό τους, και οι πιο υψηλές έννοιες ακόμα, όλο αυτό το πανηγύρι μοιάζει ευτελές και κακόγουστο και δίχως το παραμικρό ίχνος αισθητικής που ενδεχομένως θα ταίριαζε σε έναν καλλιτέχνη που κάποτε υπήρξε πραγματικά μεγάλος.

Δυστυχώς εδώ και πάρα πολλά χρόνια ο Ζεράρ Ντε Παρτιέ έχει απογίνει μια καρικατούρα του πρότερου εαυτού του. Καμιά ομοιότητα δε φέρει με τον ηθοποιό του «1900», καμία καλλιτεχνική φιλοδοξία δεν μπορεί να του χρεωθεί ακόμα και σε σχέση με το πέρασμά του από το Χόλιγουντ (την εποχή της «Πράσινης Κάρτας»). Εγκλωβισμένος σε φιλμάκια δευτέρας διαλογής, στρέφεται εκεί όπου μυρίζει χρήμα. Ακόμα και σε τηλεοπτικές σειρές κυβερνητικών καναλιών σε μικρές χώρες με μεγάλο πορτοφόλι ή με ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Και στο μεταξύ, περιφέρει μιαν αλλόκοτη αύρα, σαν να είναι βυθισμένος στον δικό του κόσμο, όπου μεταξύ έπαρσης, παλιμπαιδισμού κι ανοησίας χτίζει με τραγική συνέπεια μια φιγούρα πιο γραφική κι από του Οβελίξ του Γαλάτη. Ο Ντε Παρτιέ επιτίθεται στη Ζυλιέτ Μπινός. Ο Ντε Παρτιέ οδηγεί υπό την επήρεια μέθης.

Ο Ντε Παρτιέ δηλώνει κατά 75% Βέλγος. Ο Ντε Παρτιέ τα χώνει στο Φεστιβάλ Καννών. Θα ήμουν λοιπόν υπέρ του και θα τον συνέχαιρα για την απόφασή του να «γίνει» Ρώσος, Τούρκος, Γερμανός, οτιδήποτε, αν διαπραγματευόταν την επιλογή του με τον τρόπο που ακολούθησαν ένα σωρό ήδη καλλιτέχνες οι οποίοι για να αποφύγουν τη φορολογία στη χώρα τους αποφάσισαν να ζήσουν αλλού. Εκείνοι το έκαναν με ένα είδος σοβαρότητας που εστίαζε στην ουσία της επιλογής τους (και μιλάμε για άτακτα παιδιά όπως οι Στόουνς και ο Μπράντο). Αυτός το έκανε με την πικρόχολη και προκλητική ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που το έχει πάρει απόφαση ότι φέρνει προς το γκροτέσκο και εκπορνεύει μέσω του σταρ-σύστεμ σαν περίγελως τα όποια απομεινάρια του. Οπότε δεν είναι μάλλον τυχαίο το ότι επιβεβαιώνει τα λόγια του αδικοχαμένου γιου του. «Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ να αγαπά κανέναν», είχε πει. «Η μόνη του πατρίδα είναι ο εαυτός του».