Πολιτικη & Οικονομια

Η τακτική του «καλού» και του «κακού» ανακριτή

Θεόδωρος Σκυλακάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πως ερμηνεύεται το παράδοξο από την μία οι Ευρωπαίοι –με πρώτη την κ. Μέρκελ- να επαναλαμβάνουν «καλά λόγια» για τις μεταρρυθμιστικές «επιδόσεις» της κυβέρνησης ΝΔ/ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ, την ίδια ώρα που οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα καθυστερούν, με την τελευταία να προσθέτει συνεχώς νέες απαιτήσεις, ιδίως εις βάρος του περισσότερο παραγωγικού τομέα της οικονομίας; Γιατί χρησιμοποιείται από την πλευρά των δανειστών αυτή η πρακτική του «καλού και κακού ανακριτή» (ο ένας σου προσφέρει τσιγαράκι, καφεδάκι και λόγια παρηγοριάς –«ματώνει η καρδιά του» πάει να πει- και ο άλλος…);

Η απάντηση βρίσκεται όπως συνήθως στις πολιτικές και εκλογικές σκοπιμότητες των δανειστών της χώρας. Όλοι γνωρίζουν ότι το πρόγραμμα του δεύτερου μνημονίου (που ήταν ούτως ή άλλως τόσο υπερβολικά αισιόδοξο όσο και μυωπικό, καθώς δεν προέβλεπε καμία σοβαρή βοήθεια υπό την μορφή επενδύσεων), έχει πλήρως εκτροχιαστεί από τις εκλογές και την τετράμηνη κυβερνητική απραξία που ακολούθησε. Κανείς όμως δεν είναι έτοιμος να το παραδεχθεί ακόμα δημοσίως, αφού ούτε οι Γερμανοί και οι άλλοι πιστωτές θέλουν να πάνε στα κοινοβούλιά τους και να ζητήσουν επιπλέον χρήματα, ούτε το ΔΝΤ μπορεί να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα που δεν εξασφαλίζει βιωσιμότητα χρέους.

Ταυτόχρονα δεν έχει οικονομική λογική ούτε η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ. Όχι μόνο λόγω των παράπλευρων επιπτώσεων στις άλλες χώρες της ευρωζώνης (που είναι μεν σχετικά περιορισμένες, αλλά αφορούν μια αποσταθεροποιημένη ακόμα ευρωπαϊκή οικονομία και μπορεί να έχουν συνεπώς δυσανάλογες επιπτώσεις), αλλά και γιατί η Ελλάδα αφού λάβει τα μέτρα θα αρχίσει να πληρώνει μετά από πολλά χρόνια κάποια δισεκατομμύρια τόκων πίσω στους δανειστές. Αντίθετα αν η χώρα βγει από το ευρώ, παράπλευρη συνέπεια των καταστροφικών εξελίξεων θα είναι ότι οι πληρωμές αυτές θα σταματήσουν και η τελική διευθέτηση που θα γίνει σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια θα αφορά μικρό μόνο μέρος του συνολικού χρέους.

Η τακτική λοιπόν που ακολουθούν οι δανειστές είναι απλή:

  • Καλά λόγια για να στηρίξουν πολιτικά την κυβέρνηση και να βεβαιωθούν ότι θα πάρει τα μέτρα. Καλά λόγια τα οποία λέγονται βέβαια κατά συνθήκη, καθώς έχουν ήδη περάσει 4 μήνες χωρίς η Βουλή να νομοθετήσει μια μεταρρύθμιση, ενώ η κυβέρνηση έκπληκτη συνειδητοποίησε τον Οκτώβριο, τα 89 προαπαιτούμενα που έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί από τον περασμένο Ιούνιο.

     

  • Συνεχής σκλήρυνση της στάσης της τρόικας. Η τελευταία φτάνει να ζητά δυσανάλογη προσαρμογή από τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και ιδίως τους περισσότερο αδικούμενους κοινωνικά μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, πυροδοτώντας την κοινωνική ένταση, ενώ φαίνεται ταυτόχρονα να αδιαφορεί για την προκλητικά διακριτική μεταχείριση εις βάρος των ανθρώπων που εργάζονται και παράγουν εκεί. Απόδειξη ότι επί δύο χρόνια ανέχεται να παραβιάζονται συστηματικά εις βάρος του παραγωγικού τομέα της οικονομίας τα όσα η ίδια είχε εγγράφως αρχικά συμφωνήσει (π.χ. κανονική πληρωμή υποχρεώσεων δημοσίου, όχι υπερβολικές φορολογικές επιβαρύνσεις κ.λπ.).

     

  • Αντί για θετικό επενδυτικό πακέτο, που κάποτε συζητείτο, τώρα μας προσφέρουν με σκληρότητα ένα πακέτο αποεπένδυσης. Στις διαπραγματεύσεις που είναι σε εξέλιξη για το επόμενο ΕΣΠΑ η Ελλάδα πέφτει από τα 20 δις που είχαμε πάρει για την τρέχουσα περίοδο, στα 12-13 δις. Πρόκειται για τα χρήματα της περιόδου 2014-2020, που θα είναι ελάχιστα σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας, με μοναδική και απαράδεκτη δικαιολογία από ευρωπαϊκής πλευράς τα εξωπραγματικά με τα σημερινά δεδομένα στοιχεία του ΑΕΠ στην έναρξη της κρίσης, με βάση τα οποία γίνεται η σχετική κατανομή, αφού δεν λαμβάνεται υπ’ όψη η δραματική συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια.

Αυτά κάνουν οι δανειστές. Το ερώτημα είναι βέβαια τι κάνει η ελληνική κυβέρνηση, η οποία άβουλη οδηγείται σε μια ακόμα σύνοδο κορυφής (μετά από εκείνη του Ιουνίου του 2012), χωρίς καμία διαπραγματευτική στρατηγική και κανένα διαπραγματευτικό χαρτί. Με τραγικά θύματα αυτής της καθυστέρησης τους 500 τουλάχιστον νέους ανέργους που προστίθενται κάθε μέρα, καθώς όλο και περισσότερες επιχειρήσεις υπό τον ασφυκτικό κλοιό της ύφεσης, της υπερφορολόγησης και της κρατικής αναξιοπιστίας (πάνω από 8 δις ληξιπρόθεσμα χρέη), απολύουν, κλείνουν ή χρεοκοπούν.