Πολιτικη & Οικονομια

Όταν έρχονται οι φίλοι μου

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έθνος σαν κανάλι β’ διαλογής, μέρες υποφωτισμένες, ζωές σαν κακογυρισμένο βιντεοκλίπ, μετρώ, μετράς, μετρούμε, αποτιμούν: ένταση τεκτονικών ρηγμάτων, αριθμό νεκρών και δείκτες ραδιενέργειας στο Τόκιο, φίλους στο facebook, σφαγμένα πτώματα στη Βεγγάζη, κόστος ανοιξιάτικου look, βιβλία εσόδων και εξόδων, ψιλά στην τσέπη, πόσο απέμεινε για να έρθει το Πάσχα; Τι γράφει σε τηλεθέαση το ρεπορτάζ κάθε φορά που μεταδίδει τα νέα νέα από το νέο ειδύλλιο του Μιχάλη και της Ζέτας; Μετρώ, μετράς, μετρούμε, αποτιμούν: Αίγυπτος, Τύνιδα, Μπαχρέιν, The real housewives of Athens, όγκο και παλμό στην εργατική διαδήλωση με ση¬μείο εκκίνησης το άγαλμα του Βενιζέλου.

«Μεγαλώνω σε ένα σπίτι παλιό/ Είναι το πατρικό μου και μένω σ’ αυτό/ Όλοι γύρω μου μιλούν αγγλικά/ Όλοι παίζουν κιθάρες, όλοι παίζουν πνευστά/ Βγαίνω μόνο για να πάρω χυμούς/ Δικηγόρους συναντάω και γιατρούς… Κάποιος μου ’πε όταν ήμουν μικρός/ Πως δεν είμαι κανένας, πως είμαι νεκρός/ Τώρα βλέπω και την άλλη εκδοχή/ Ζω στο σώμα μου, όμως δεν έχω ψυχή/ Είμαι βίντεο γυμνού αματέρ/ Που κανένας δεν του είπε “μοτέρ”». Ένας λεκές του ζωγράφου Στέφανου Ρόκου στο εξώφυλλο του «Αόρατου ανθρώπου», μαύρο κοστούμι, βαλίτσα, πλάτη στραμμένη σε όλους και σε όλα, κι ένα βλέμμα που σαρώνει τη γυμνή απεραντοσύνη του ανατολικού αερολιμένα Αθηνών. Ο καινούργιος Φοίβος Δεληβοριάς. «Δεν υπάρχει ρομάντζο ή τρόμος/ Δε μας έμεινε άλλο σινεμά/ Μόνο αυτός ο φιδίσιος δρόμος λέει/ Δεν αρχίζω, δεν τελειώνω πουθενά».

Το θέρεμιν σκούζει όπως το τρένο στις ράγες του μετρό, το πιάνο βαράει με μια δραματική αντήχηση, την Κική, τα σαλιγκάρια της Σταδίου, τα τριφύλλια της Σίνα, τη Χαλκιδική, τη γυναίκα του Πατώκου, τον Σαμψών, τις σέξι φθισικές και τον σκύλο τον Βαγγέλη, τους ήρωες δηλαδή μιας άλλης παλιάς Αθήνας, δε θα τους βρεις εδώ.

«Θα αμφιβάλλεις, γιατί έτσι παίζεται αυτό/ Έτσι οδηγείται, έτσι φλέγεται, έτσι ανεβαίνει στη μέρα/ Έτσι το μάθαν οι άνθρωποι κάτω από τον ουρανό/ Αυτό πιστέψαν οι άνθρωποι κι αυτό πάει τον κόσμο πιο πέρα/ Θα αμφιβάλλω, γιατί έτσι πρέπει να παίξω κι εγώ/ Η φαντασία μου θα βάζει στην αγάπη σου εμπόδια/ Είναι ο άγραφος κώδικας, είναι το κοινό μυστικό/ Είναι μια βόλτα στα σύννεφα που πάντα γυρνάς με τα πόδια». Η «Γραμμή του ορίζοντα» του Χρήστου Βακαλόπουλου, το «Going to a Town» του Ρούφους Γουέινραϊτ, η «Μπέτι Μπλου» του Μπενέξ, ο «Εραστής» της Μαργκερίτ Ντυράς, ο «Εξώστης» των Στέρεο Νόβα, η «Σιωπή» του Παυλίδη, το «Όταν ξυπνούν οι εραστές» των Αγγελάκα-Βελιώτη και «Οι Εμιγκρέδες της Ρουμανίας» της Πλάτωνος είναι αδιόρατα παρόντα καθώς ακούω και ξανακούω αυτόν τον δίσκο, καθώς η άνοιξη προβάρει τον ρόλο της κι ετοιμάζεται να εισβάλει στη σκηνή, όπου το ντεκόρ είναι ακόμα χειμωνιάτικο, φίσκα από απώλειες και δυσοίωνους αριθμούς. «Λένε πως είσαι κάπου που όλοι χορεύουν/ Που φωτογραφίζουν και δημοσιεύουν/ Που δεν έχουν χτες και δεν έχουν καιρό/ Ανεβαίνεις στα κτήρια σαν τους αγγέλους/ Και ψάλλεις χαρούμενη τους τίτλους του τέλους/ Αυτούς που δεν έχω προλάβει να δω».

Μελαγχολικά υγρές σαν μουσούδα σκύλου, πηχτά θλιμμένες σαν ρύζι από κινέζικο delivery παρατημένο μέρες στο κουτί και αργόσυρτες στο τέμπο τους, οι παρτιτούρες του «Αόρατου ανθρώπου» μαρτυρούν πως, πριν μπουν στο στούντιο για να τις μεταφράσουν σε ήχο οι μουσικοί, γράφτηκαν σε αποχαιρετιστήρια post-it ή ξεπήδησαν μέσα από σύντομα sms. «Αλληλογραφίες/ Πλήκτρα που πατιούνται βιαστικά/ Όλοι λένε κάτι/ Κι όλοι άλλο λένε μυστικά». Με συγκίνησε. Ο «Κυνόδοντας» του Λάνθιμου, το βιβλίο «Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία» του Χωμενίδη, η θεατρική παράσταση «I will survive» των Παπαγεωργίου-Αλμπάνη κι ο «Αόρατος άνθρωπος» του Φοίβου είναι όσα με έκαναν τον φετινό χειμώνα, όπου όλα κατέρρεαν εκκωφαντικά, να πιστεύω πως οι καλύτερες μέρες μόνο μετά από ραγίσματα, κραδασμούς και αιμορραγίες έρχονται. Και μόνο ευαίσθητοι άνθρωποι μπορούν να τις ξαναπλάσουν και να μας βγάλουν πάλι σε ξέφωτα, όπου η ζωή θα ξαναγίνει ανέμελη σαν πικνίκ στη χλόη και δίπλα μας θα φτερουγίζουν χλωροφύλλες, έρωτες και πεταλούδες.

Φωτο: Δημήτρης Καραθάνος