Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
Ρούλα Μητροπούλου (1937 - 2023): Ένας αποχαιρετισμός στη δημοσιογράφο και εκδότρια των περιοδικών του ΔΟΛ
Αν γράφω τώρα αυτές τις γραμμές, το οφείλω στη Ρούλα Μητροπούλου. Με πήρε κορίτσι, μόλις είχα γυρίσει από το Παρίσι, μια πόλη που ήξερε, είχε ζήσει και αγαπήσει πολύ και η ίδια. Και με έκανε δημοσιογράφο, κυρίως μου έμαθε πώς να αγαπήσω αυτή τη δουλειά. Δεν γνώρισα ποτέ τη Ρούλα με μαύρα μαλλιά. Από τότε που τη θυμάμαι είχε αυτά τα γκρίζα κοντά μαλλιά. Υπήρξε η δασκάλα μου, η έμπνευσή μου, η υποστηρίκτριά μου, το βάσανο και ο τρόμος μου και η χαρά μου, ταυτόχρονα! Για πολλές δεκαετίες η Ρούλα Μητροπούλου υπήρξε το «παγώνι» της Χρήστου Λαδά, του δρόμου που ταυτίστηκε με τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη. Ήταν η πρώτη και μοναδική γυναίκα εκείνη την εποχή (για να μη πω μέχρι σήμερα) που ανέβηκε όλα τα σκαλιά της ιεραρχίας για να γίνει στο τέλος εκδότρια όλων των περιοδικών του Οργανισμού. Και όμως. Σπάνια άκουγες κάποιον να τη φωνάζει με το επίθετό της. Για όλους ήταν η Ρούλα. Αλλά και σπάνια έβλεπες κάποιον να μην της δείχνει τον σεβασμό που απαιτούσε η θέση της. Νομίζω ότι η Ρούλα αξιώθηκε όσο λίγοι εκεί μέσα την απόλυτη εμπιστοσύνη του ίδιου του Χρήστου Λαμπράκη. Είχα δει πάνω στο γραφείο της σημείωμα του Λαμπράκη που τέλειωνε με μια… ζωγραφισμένη μαργαρίτα! Είχαν μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης, αλληλοσεβασμού και αλληλοεκτίμησης. Η Ρούλα ήταν από τα ελάχιστα στελέχη του που μπορούσε, στις μεταξύ τους συζητήσεις, να τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα, να του μιλάει στον ενικό και να ανοίγει τη πόρτα του γραφείου του χωρίς να χτυπήσει.
Καμιά φορά διαβάζω τα παραληρήματα που γράφουν κάποιες συνάδελφοι για το φαινόμενο Άννα Γουίντουρ και με πιάνουν τα γέλια. Η Ρούλα, 40 χρόνια πριν, ισοδυναμούσε με 100 Άννες και μάλιστα χωρίς Πράντα. Και για να μιλήσω σε μια πιο σύγχρονη γλώσσα: Αν και icon της εποχής της, η Μητροπούλου δεν ήταν εικόνα, ήταν απλά μια συναρπαστική γυναίκα. Πάνω της διέκρινες όλες τις ανθρώπινες ιδιότητες: εξυπνάδα, αυτοσαρκασμό, αμφιβολία, αυθορμητισμό, πρωτοτυπία, αμεσότητα, τρυφεράδα, σκληράδα, αποτελεσματικότητα, αίσθημα ευθύνης και κυρίως χιούμορ. Χιούμορ μέχρι τα ακροδάχτυλα. Δεν παρίστανε τη γοητευτική και την έξυπνη. Ήταν!
Η Ρούλα, για τα δικά μου μέτρα τουλάχιστον, ήταν μια καλλονή. Έγραψα πριν για τα μαλλιά της. Ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεχες, όταν τη συναντούσες. Δεν είχα δει ποτέ μου τόσο καλοκουρεμένο μαλλί. Με τα χρόνια, βέβαια, κατάλαβα γιατί. Ο Έλληνας Κάρολος Καμπελόπουλος, ο κομμωτής-θρύλος του Οίκου Carita στο Παρίσι, ήταν προσωπικός της φίλος και κάθε φορά που βρισκόταν στην Αθήνα περνούσε από τη Χρήστου Λαδά για να την κουρέψει. Πού; Μέσα στις τουαλέτες των γραφείων. Καθόταν η Ρούλα στη λεκάνη της τουαλέτας και ο Κάρολος έκανε τα μαγικά του με τα ψαλίδια του. Και όλο αυτό μέσα σε ένα πολεμικό κλίμα, αφού συχνά ακούγαμε την αγριοφωνάρα της να του λέει: «Τελείωνε, χριστιανέ μου, έχω σύσκεψη με τους Γάλλους».
Οι συσκέψεις… άλλο μάθημα δημοσιογραφίας. Οι συσκέψεις της Ρούλας δεν ξεπερνούσαν ποτέ το ένα τέταρτο. Είτε μιλούσε για τα θέματα του επόμενου τεύχους, είτε έβγαζε νέο περιοδικό, είτε άλλαζε την περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της. Ήταν μια μηχανή που δούλευε στο φουλ και κατέβαζε ιδέες. Δεν ξανασυνάντησα ποτέ άνθρωπο να παίρνει αποφάσεις σημαντικές τόσο γρήγορα, να αναθέτει καθήκοντα με τόσο ακαριαίο τρόπο, να ανατρέπει τα πάντα σε δύο δευτερόλεπτα και να τελειώνει τη σύσκεψη με την ατάκα «έλα, τώρα, πες καμιά μαλακία να γελάσουμε».
Το άλλο της ταλέντο ήταν εκείνο του «ισορροπιστή». Μεγάλο ταλέντο σε έναν κόσμο γεμάτο ευθραυστότητα και ανταγωνισμό, όπως είναι ο δημοσιογραφικός. Έμπαινε στις «φουρτούνες» με τα μπούνια και έβγαινε πάντα στεγνή και στον αφρό.
Η λαμπρή δημοσιογραφική της καριέρα, πριν γίνει υψηλό στέλεχος του ΔΟΛ, τη βοήθησε να μην έχει συμπλέγματα ως προς την επιλογή των συνεργατών της. Διάλεγε πάντα τους καλύτερους, και γιατί όχι, καλύτερους ακόμα και από την ίδια. Έτσι έφτιαξε τη δική της σχολή. Η Ρούλα εμπιστευόταν τους ανθρώπους και το ταλέντο τους είτε ήσουν 20 χρονών είτε 80. Εμπιστευόταν κυρίως το ένστικτό της που είμαι σίγουρη ότι ακόνιζε κάθε πρωί. Δεν εξηγείται αλλιώς σε πόσους συναδέλφους έδωσε ευκαιρίες, πόσους εμπιστεύτηκε, πόσους έσπρωξε να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, πόσους έκανε σταρ. Να σας γράψω για τη δική μου περίπτωση. Είχα δεν είχα γράψει ένα άρθρο στον «Ταχυδρόμο», που τότε διηύθυνε, και σε μια βδομάδα μου ανέθεσε να επιμεληθώ τον Junior Ταχυδρόμο, ένα ένθετο για παιδιά. Μετά, σε μια εποχή που η διαφήμιση λεγόταν ακόμα ρεκλάμα, μου ανέθεσε να γράφω μια στήλη για τα παρασκήνια της ελληνικής και ξένης διαφημιστικής αγοράς, τόσο κουφή θεματολογία για εκείνους τους καιρούς. Ήταν τόσο πρωτοποριακή η ιδέα της, που χρόνια μετά, όταν έφυγε η Ρούλα για να βγάλει την ελληνική έκδοση του Marie Claire και τη θέση της πήρε ο Γιάννης Καψής, με κάλεσε στο γραφείο του ο εφημεριδάς διευθυντής για να μου πει: «Παναγιωτάκη, δεν έχω ιδέα τι γράφεις, πάντως από αύριο ξεκινάς την ερευνητική δημοσιογραφία. Θα πας να δεις πόσο έχει κατέβει το νερό στον Μόρνο». Ακόμα το θυμάμαι και γελάω.
Και τη Ρούλα, όμως, έτσι θέλω να τη θυμάμαι. Με γέλια. Ήταν ο τυφώνας Κατρίνα της Χρήστου Λαδά με όλη τη σημασία της λέξης. Έμπαινε, έβγαινε, συσκεπτόταν, διάβαζε, ανεβοκατέβαινε ορόφους, έκανε σκανταλιές, καψόνια, πλάκες, έπιανε ένα κραγιόν που έβρισκε στο γραφείο της Μάρβας και το άπλωνε στα χείλια. Επίσης θυμάμαι πάντα το άρωμά της. Μοσχομύριζε γαρίφαλο. Σπάνια βαφόταν, όπως σπάνια βάφονται οι αληθινά όμορφες γυναίκες. Πρόσεχε όμως την εμφάνισή της. Της άρεσαν τα ωραία κολιέ, τα πολύχρωμα βραχιόλια και οι ανατροπές. Ένα σκουρόχρωμο ταγιέρ συνδυασμένο με μια ζώνη στο χρώμα της καραμέλας. Η Ρούλα δεν είχε τέτοια κολλήματα. Ό,τι και να φορούσε το υποστήριζε. Το μότο της εξάλλου ήταν ένα, δανεισμένο από μια παλιά συνέντευξη του ίδιου του Λαμπράκη:
Να παίρνεις σοβαρά τη δουλειά σου, όχι τον εαυτό σου. Διότι το αντίστροφο είναι η αρχή του τέλους, εννοώ του κακού τέλους.
Υπήρχαν όμως και ώρες που το γραφείο της έκλεινε για όλους μας και τότε ερχόταν η σειρά της πιστής της γραμματέας, της Αλέκας Νέττα, να φροντίσει για την προστασία της.
Το θέμα όμως δεν είναι να κάνεις καριέρα επιτυχημένου, αλλά να ζεις επιτυχώς. Από όλα τα πλάσματα του κόσμου, έλεγε η Μαλβίνα, αυτό που είναι πιο δύσκολο να το φάμε στη μάπα είναι το ευχαριστημένο από τη ζωή του. Και η Ρούλα ακτινοβολούσε την αυτάρκεια μιας γεμάτης ζωής. Επαγγελματικής αλλά κυρίως προσωπικής. Γνώρισε τον άνδρα της, τον φωτογράφο Άγγελο Δημητριάδη, το 1967. Παντρεύτηκαν τον Μάιο του 1968 και έφυγαν για να ζήσουν στο Παρίσι για κάποιο καιρό. Έκτοτε δεν χώρισαν ποτέ. Ο Άγγελος ήταν ο έρωτας της ζωής της, ο «άγγελός της», το απάνεμο λιμάνι της. Ένας άνθρωπος τρομερά γλυκός και μειλίχιος, ήρεμος, με χιούμορ και χαμηλών τόνων. Καρπός του έρωτά τους ήταν ο γιός τους, ο Γιάννης Δημητριάδης.
Όταν πήρε τη σύνταξή της απόλαυσε τη ζωή της μέσα σε μια θαυμάσια χαλαρότητα και επ’ ουδενί δεν θύμιζε το θηρίο που το έκλεισαν σε κλουβί. Έκανε τις βόλτες της, έβλεπε τις παλιές συνεργάτιδές της, πήγαινε για ουζάκια, έκανε τα ταξιδάκια της και μία φορά τη βδομάδα περνούσε πάντα από τα γραφεία της ATHENS VOICE για να κουβεντιάσει με τη μεγάλη της αδυναμία, τον Φώτη Γεωργελέ. Τον περίμενε να τελειώσει τα ραντεβού του και μετά κλείνονταν οι δυο τους στο γραφείο του. Την παρατηρούσα ενώ τον περίμενε. Ήταν ακριβώς όπως και τότε: αεικίνητη, απρόβλεπτη και κούκλα. Ίσως και λίγο πιο ελκυστική κι από τα εκπληκτικά της νιάτα στα πενήντα της.
Τα τελευταία χρόνια η αρρώστια την είχε πολύ καταβάλει. Ο Άγγελος, ο άνδρας της, δεν μπορούσε να βλέπει την κατάπτωση ενός τόσο λαμπερού ανθρώπου, με αποτέλεσμα να φύγει τον περασμένο Μάρτιο από εγκεφαλικό. Λίγους μήνες μετά, στα τέλη Νοεμβρίου, έφυγε και η ίδια.
Δεν είδα ποτέ τη Ρούλα με μαύρα μαλλιά. Μόνο εδώ σε αυτή εδώ τη φωτογραφία. Ο Γιάννης, ο γιος τους, την αποχαιρέτησε από τον προσωπικό του λογαριασμό στο fb με αυτό το υπέροχο ασπρόμαυρο πορτρέτο που της είχε τραβήξει ο άνδρας της όταν ακόμα ήταν στο Παρίσι, νέοι γεμάτοι υποσχέσεις.
«Αφού πέθανε η Μητροπούλου, τότε μια μέρα θα πεθάνουμε όλοι. Τόσο πολύ είχε εμβάλει μέσα μας το ενδεχόμενο να υπάρχει αιώνια ζωή, για ορισμένους έστω» έγραψε η συνάδελφος Ρούλα Γεωργακοπούλου αποχαιρετώντας την στα ΝΕΑ.
Χαίρομαι που τη γνώρισα. Μακάρι να την είχατε γνωρίσει κι εσείς.
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της