Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
Η παρουσία των Εβραίων στην Παλαιστίνη: Ιστορική αναδρομή
Η ιστορία της Παλαιστίνης δια μέσου των αιώνων και η μόνιμη παρουσία Εβραίων στην περιοχή από τη Ρωμαϊκή περίοδο μέχρι και σήμερα.
Όπως συμβαίνει με κάθε θέμα της επικαιρότητας που κουβαλάει ιστορία, έτσι και με την περίπτωση του Ισραήλ και του πολέμου με τη Χαμάς, δεν απουσίασαν οι αστοχίες και οι παραπλανητικές δηλώσεις σχετικά με ζητήματα ιστορίας. Ένα από τα πολλά άστοχα πράγματα που ειπώθηκαν αφορούσε και την παρουσία των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Ήταν αρκετές οι φωνές (ίσως πλειοψηφικές) που παρουσίασαν την εξής εικόνα: «με την καταστροφή του δεύτερου ναού απ’ τον Τίτο το 70 μ.Χ., οι Εβραίοι εγκατέλειψαν την Παλαιστίνη και επέστρεψαν ξανά ξαφνικά στην περιοχή τον 19ο αιώνα, όντας απόντες επί 18 αιώνες».
Σκοπός αυτής της ανάρτησης είναι να δείξει ότι τα πράγματα έχουν διαφορετικά, καθώς υπήρξε σταθερή εβραϊκή παρουσία στην Παλαιστίνη καθ’ όλους τους αιώνες μέχρι και τον 19ο αιώνα (και συνεπώς μέχρι σήμερα), απλώς ήταν συχνά μειοψηφική. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο μέρος των Εβραίων της περιοχής έφυγαν όντως στη διασπορά κατά την περίοδο μετά την καταστροφή του ναού αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έφυγαν όλοι. Ιουδαϊκή κοινότητα συνέχισε να υπάρχει στην Παλαιστίνη, αλλάζοντας τοποθεσίες, αναλόγως της πολιτικής κατάστασης (υπήρξαν δηλαδή περίοδοι όπου η Ιερουσαλήμ δεν ήταν ανοιχτή για Εβραίους, οπότε τους βρίσκουμε σε άλλα μέρη της Παλαιστίνης). Επειδή η παρουσία των Εβραίων στην περιοχή μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο και κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου δεν αμφισβητείται, θα εστιάσω στην περίοδο ανάμεσα στη Ρώμη και στους Οθωμανούς, η οποία είναι και η πιο θολή για τον περισσότερο κόσμο. Στο τέλος παρέχεται όλη η σχετική βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε.
Μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού από τους Ρωμαίους, η εβραϊκή παρουσία πιστοποιείται στην Παλαιστίνη με απτό τρόπο στην επανάσταση του Μπαρ Κοσιμπά, το 132-135 μ.Χ εναντίον του Αδριανού. Ο Μπαρ Κοσιμπά ήταν μια ηγετική, οιονεί μεσσιανική φιγούρα, η οποία επιχείρησε να κάνει μια αποτυχημένη επανάσταση εναντίον των Ρωμαίων. Τα αίτια αυτής της επανάστασης δεν είναι εντελώς διαυγή. Έχουμε τρεις διαφορετικές πηγές, και όλες τους αναφέρουν κάτι διαφορετικό. Ο Δίων Κάσσιος, Ρωμαίος ιστορικός του 2ου αιώνα μ.Χ., λέει ότι οι Εβραίοι επαναστάτησαν επειδή ο αυτοκράτορας Αδριανός ήθελε να αναδομήσει την Ιερουσαλήμ ως ρωμαϊκή colony με το όνομα Αίλια Καπιτολίνα, χτίζοντας έναν ειδωλολατρικό ναό εντός της. Ο Ψευδο-Σπαρτιανός, Ρωμαίος ιστορικός του 4ου αιώνα, λέει ότι οι Εβραίοι εξεγέρθηκαν γιατί τους απαγόρεψαν την περιτομή. To ιουδαϊκό ταλμουδικό μιντράς (ερμηνευτικό υπόμνημα) με τίτλο Bereshit Rabbah, γραμμένο κάπου προς τον 4ο αιώνα μ.Χ. γράφει ότι ο Αδριανός είχε υποσχεθεί στους Εβραίους πως θα τους άφηνε να χτίσουν τον ναό τους αλλά κατόπιν πήρε πίσω την υπόσχεση, εξοργίζοντάς τους. Η αλήθεια είναι ότι όταν ο ίδιος αυτοκράτορας ίδρυσε ειδωλολατρικούς ναούς στην Τιβεριάδα και στην Τσιπόρι (Σέπφωρις), δεν φαίνεται να υπήρξε μεγάλο πρόβλημα από τους ντόπιους ιουδαϊκούς πληθυσμούς.
Η επανάσταση αυτή, για τους Εβραίους ήταν κάτι θετικό και γι’ αυτό ο Μπαρ Κοσιμπά αποκαλούνταν απ’ τους τελευταίους με το ψευδώνυμο Μπαρ Κοχβά (υιός του άστρου). Όσον αφορά τον τότε πληθυσμό της περιόδου, ο Δίων Κάσσιος αναφέρει ότι υπήρχαν 50 φυλάκια και 985 χωριά Εβραίων κατοίκων της Παλαιστίνης. Εν τέλει, η επανάσταση καταπνίγηκε, η Ιερουσαλήμ μετονομάστηκε σε Αίλια Καπιτολίνα και αυτό οδήγησε στην απαγόρευση των Εβραίων στη συγκεκριμένη πόλη. Από αυτή την επανάσταση και για πολλούς αιώνες μετά, η Ιουδαία, δηλαδή το νότιο Ισραήλ (συμπεριλαμβανομένης και της Ιερουσαλήμ) έπαυσε να αποτελεί το κεντρικό σημείο του Ιουδαϊσμού. Το κέντρο τους μετακινήθηκε στη Γαλιλαία, στα βόρεια, η οποία στις προηγούμενες εποχές ήταν πιο περιθωριακή και κυρίως αποτελούσε κατοικία πιο περιθωριακών μορφών Ιουδαϊσμού. Η πρώτη πόλη στην οποία εγκαταστάθηκαν οι Ραββίνοι ήταν η Ούσα στη δυτική Γαλιλαία, στην οποία βρίσκουμε μια πολύ μεγάλη φιγούρα του ραββινικού Ιουδαϊσμού, τον Shimon ben Gamliel.
O Αδριανός πεθαίνει το 138 και αφήνει στη θέση του έναν θετό γιο του τον Αντονίνο Πίο, κατά τη διάρκεια της εποχής του οποίου χαλαρώνουν κάπως τα πράγματα και βρίσκουμε τουλάχιστον ορισμένες ασκητικές ομάδες Ιουδαίων, όπως οι Avelei Tzion (Οι θρηνούντες την Σιών) να επιτρέπεται να κατοικήσουν στην Ιερουσαλήμ. Ο γιος του Shimon ben Gamliel, o Judah ha-Nasi, η ίσως πιο εμβληματική φιγούρα του ραββινικού Ιουδαϊσμού που συχνά αποκαλείται απλώς «ο Ραββίνος», μετακινείται στη Μπεθ Σεαρίμ και εκεί ξεκινάει η χρυσή εποχή του ραββινικού Ιουδαϊσμού με την κωδικοποίηση του δόγματος και των ιουδαϊκών κανόνων/νόμων στη Μισνά και στην Τοσεφτά. Η Μπεθ Σεαρίμ αποδεικνύεται πολύ σημαντικό κέντρο ελληνισμού και σε αυτή την περίοδο η ελληνική γλώσσα είναι η lingua franca των Παλαιστινίων (όλων των κατοίκων της Παλαιστίνης, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων) αλλά και της Ιουδαίας της διασποράς. Στη συγκεκριμένη πόλη έχουν βρεθεί αναρίθμητες επιγραφές γραμμένες στην ελληνική γλώσσα.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να ειπωθεί ότι ήδη από την περίοδο της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας, τον 6ο αιώνα π.Χ. και εξής, είχε διατηρηθεί μια ακμαία ιουδαϊκή κοινότητα στην περιοχή της Βαβυλώνας/Μεσοποταμίας, η οποία συνέχισε να υφίσταται παρά την επιστροφή των αιχμαλώτων στο Ισραήλ επί της περσικής αυτοκρατορίας. Αυτή η κοινότητα είναι παράλληλη με τον ραββινικό ιουδαϊσμό του Judah ha-Nasi και έχει τον δικό της πνευματικό αρχηγό, που ονομαζόταν εξίλαρχος. Ανάμεσα στην ιουδαϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης και σε αυτήν της Μεσοποταμίας υπήρξαν συχνά διάφορες έριδες με την κάθε κοινότητα να θεωρεί τον εαυτό της πιο αυθεντικό συνεχιστή του προαιχμαλωσιακού Ιουδαϊσμού. Ο Judah ha-Nasi αναγνωρίστηκε από τους Ρωμαίους ως Πατριάρχης του Ιουδαϊσμού, και αυτό προσέδωσε μεγαλύτερο κύρος στον Ιουδαϊσμό της Παλαιστίνης.
Ο Judah πεθαίνει γύρω στο 217 μ.Χ. και ένας απ’ τους μαθητές του, ο Aricha μεταβαίνει στη Βαβυλώνα και ιδρύει εκεί την Ακαδημία Σούρα, το 225 μ.Χ. Ένας άλλος απ’ τους μαθητές του, ο Samuel, ο οποίος καταγόταν από τη Νεχαρντέα της Μεσοποταμίας και είχε πάει να μαθητεύσει στην Παλαιστίνη, επέστρεψε κι αυτός κατόπιν στη Μεσοποταμία και ίδρυσε την Ακαδημία Νεχαρντέα. Όταν ο Σαμουήλ πέθανε, τότε η ακαδημία του διασπάστηκε και ένα μέρος της μετακινήθηκε στην Ακαδημία Σούρα ενώ ένα άλλο μέρος, με αρχηγό τον Judah ben Ezekiel ίδρυσε στη Μεσοποταμία μια καινούργια ακαδημία, την Ακαδημία Πουμπέντιτα. Η Ακαδημία Σούρα, η Ακαδημία Πουμπέντιτα και η Ακαδημία της Παλαιστίνης (με την έδρα της να μεταβάλλεται κατά διαστήματα και να εντοπίζεται σε διαφορετικές περιοχές της Γαλιλαίας) ήταν οι τρεις μεγαλύτερες ακαδημίες του Ιουδαϊσμού της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. Οι δάσκαλοι των συγκεκριμένων ακαδημιών, από το 200-500 μ.Χ. έμειναν γνωστοί με το όνομα Αμοραΐμ, με τελευταίους τον Ravina I και τον Rav Ashi Ravina II, που κωδικοποίησαν και το λεγόμενο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ γύρω στο 500 μ.Χ.
Τα πράγματα αλλάζουν δραματικά κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Το 308 ανέρχεται στην εξουσία ο Λικίνιος, ο οποίος το 324 τη χάνει από τον (μέχρι τότε συνεργάτη του) Κωνσταντίνο Α' (ο μετέπειτα Μέγας Κωνσταντίνος) και ο τελευταίος ορίζεται ως ο πρώτος χριστιανός ηγεμόνας της Παλαιστίνης. Μέσω του Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός αποκτάει ίσα δικαιώματα με τον Ιουδαϊσμό της Παλαιστίνης και αυτό δημιουργεί διάφορα προβλήματα στους Εβραίους, διότι ένα σωρό Χριστιανοί άρχισαν να προσέρχονται στην Παλαιστίνη και να χτίζουν ναούς (τότε χτίζεται ο ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα και ο ναός της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ). Με αφορμή τα παραπάνω γεγονότα ξεκινούν διάφορες εξεγέρσεις των Εβραίων εναντίον του Κωνσταντίνου, οι περισσότερες αποτυχημένες.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι σε μια από αυτές τις αποτυχημένες εξεγέρσεις οι Χριστιανοί έκοψαν για τιμωρία τα αυτιά των επαναστατημένων Εβραίων. Την ίδια εποχή έχουμε βέβαια και διάφορες μεταστροφές Ιουδαίων σε Χριστιανούς αλλά και το αντίστροφο, όπως μας ενημερώνει ο Επιφάνιος. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να περάσει νόμο για να απαγορεύσει την κακοποίηση των Ιουδαίων που έγιναν Χριστιανοί αλλά και των Χριστιανών που έγιναν Ιουδαίοι.
Η πιο σημαντική συνέπεια του εκχριστιανισμού της Παλαιστίνης ήταν η αποδυνάμωση του θεσμού του Ιουδαίου Πατριάρχη μέσω της απαγόρευσής του να καθορίζει το ετήσιο ημερολόγιο. Αυτό συνέβη επειδή υπήρξε μια έριδα ανάμεσα σε Χριστιανούς που ήθελαν να γιορτάζουν το Πάσχα στις 14/15 του μηνός Νισάν για να συμπίπτει με τον εορτασμό του Ιουδαϊκού Πάσχα και σε αυτούς που ήθελαν να το γιορτάζουν στην Κυριακή του Πάσχα. Το 325 ο Κωνσταντίνος μέσω της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια, αποφάσισε να εορτάζεται το Πάσχα την Κυριακή (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα) και απαγόρευσε στον Ιουδαίο Πατριάρχη να ανακοινώνει με αγγελιοφόρους την ημερομηνία του Ιουδαϊκού Πάσχα, ώστε να μην γνωρίζουν οι υπόλοιποι πότε είναι το Ιουδαϊκό Πάσχα και να γιορτάζουν το Χριστιανικό αναγκαστικά την Κυριακή.
Σε όλη την περίοδο του 4ου αιώνα τα μεγάλα κέντρα του Ιουδαϊσμού της Παλαιστίνης ήταν η Μπεθ Σεαρίμ, η Τσιπόρι, η Τιβεριάδα και η Λοντ (Διόσπολις), όλες τους στη Γαλιλαία. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, την περιοχή της Παλαιστίνης την αναλαμβάνει το 337 μ.Χ. ο γιος του, Κωνστάντιος ο Β΄. Ο Κωνστάντιος σε μια σειρά νόμων του 339 μ.Χ. απαγόρεψε τους μεικτούς γάμους Χριστιανών γυναικών με Εβραίους και απαγόρεψε μάλιστα με θανατική ποινή την περιτομή μη Ιουδαίων σκλάβων από Εβραίους. Το 350 μ.Χ. έχουμε μια εξέγερση στην Μπεθ Σεαρίμ στην οποία συμμετείχαν και Εβραίοι. Ο ανιψιός του Κωνστάντιου, ο Γάλλος, στέλνεται εκεί και καταπνίγει την εξέγερση καταστρέφοντας τη Μπεθ Σεαρίμ, τη Τσιπόρι, την Τιβεριάδα και τη Λοντ, σκοτώνοντας χιλιάδες κατοίκους τους.
Τα πράγματα ξαναλλάζουν ριζικά αλλά για μικρό χρονικό διάστημα, όταν ο Κωνστάντιος πεθαίνει και ανεβαίνει στον θρόνο ο Ιουλιανός το 361 μ.Χ. Ο Ιουλιανός έμεινε γνωστός για το αντι-χριστιανικό του μένος και για τις προσπάθειές του να αναβιώσει την ελληνική θρησκεία. Η στάση του απέναντι στους Εβραίους ήταν αμφίρροπη. Απ’ τη μια τους έβλεπε σαν πηγή του Χριστιανισμού (ο οποίος ήταν επίσης εβραϊκή θρησκεία) αλλά απ’ την άλλη, το γεγονός ότι στον Ιουδαϊκό ναό γίνονταν θυσίες και τελετές που θύμιζαν τις αντίστοιχες ειδωλολατρικές τον έκανε να θεωρήσει ότι ο Ιουδαϊσμός θα ήταν χρήσιμος ως μέσο νομιμοποίησης τέτοιων τελετών ενάντια στη χριστιανική ηθική. Επειδή εκείνη την περίοδο οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν το πρόβλημα των Σασανιδών Περσών και της επεκτατικής τους πολιτικής, ο Ιουλιανός θεώρησε ότι οι Εβραίοι της Μεσοποταμίας (Ιράκ) θα του ήταν πολύ χρήσιμοι σύμμαχοι εναντίον των Περσών. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, ο Ιουλιανός φαίνεται πως επέτρεψε στους Εβραίους να ξαναχτίσουν τον ναό του Σολομώντα. Όταν ανακοινώθηκε αυτή η απόφαση, υπήρξε τεράστιος ενθουσιασμός τόσο στους Εβραίους της Παλαιστίνης όσο και στους Εβραίους της διασποράς εκ των οποίων αρκετοί έσπευσαν να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ (αυτό μας το λένε χριστιανικές πηγές όπως ο Εφραίμ ο Σύρος στους Ύμνους του εναντίον του Ιουλιανού και ο Γρηγόριος Νύσσης στον Στηλιτευτικό Λόγο του κατά του Ιουλιανού). Αναφορές βρίσκουμε και στον Ρουφίνο.
Αυτή ήταν η μοναδική περίοδος της βυζαντινής-ρωμαϊκής ιστορίας όπου ένας αυτοκράτορας επέτρεψε στους Εβραίους την ανακατασκευή του ναού του Σολομώντα. Το 363 μ.Χ. ξεκινούν οι εργασίες της ανοικοδόμησης του ναού, με τον Ιουλιανό να πηγαίνει κατά το ίδιο έτος σε μια εκστρατεία εναντίον των Περσών. Τον Μάιο του ίδιου έτους οι εργασίες για τον ναό σταματούν ξαφνικά. Κάποιες πηγές, σαν τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, ο οποίος θεωρείται αξιόπιστη πηγή, αναφέρουν πως υπήρξαν πυρκαγιές και σεισμοί και αφήνεται η υπόνοια ότι οι Χριστιανοί προσπάθησαν να σαμποτάρουν αρκετές φορές τις διαδικασίες ανέγερσης. Οι Εβραίοι προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τον Ιουλιανό για να ζητήσουν τη βοήθειά του αλλά ο ίδιος τραυματίζεται θανάσιμα τον Ιούνιο του 363 και λίγες μέρες μετά πεθαίνει, με τους Εβραίους να χάνουν τη μοναδική ευκαιρία που τους δόθηκε να φέρουν ξανά στην ιστορία τον ναό του Σολομώντα. Αν δεν πέθαινε ο Ιουλιανός σε εκείνη τη μάχη με τους Πέρσες, η ιστορία μπορεί να ήταν αρκετά διαφορετική.
Το 379 μ.Χ. ανεβαίνει στον θρόνο ο Θεοδόσιος ο Α΄, ο οποίος στα ζητήματα των Εβραίων ήταν πιο μετριοπαθής. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κάποιοι ζηλωτές Χριστιανοί έκαψαν εβραϊκές συναγωγές, με τον Θεοδόσιο να σπεύδει να διατάξει να ξαναχτιστούν άμεσα αλλά με τον επίσκοπο Αμβρόσιο των Μεδιολάνων να τον απειλεί με αφορισμό, κάνοντάς τον να οπισθοχωρήσει. Αυτή η οπισθοχώρηση του Θεοδόσιου έδωσε σε αρκετούς Χριστιανούς της ανατολής το βήμα για μια σωρό από αντι-Ιουδαϊκές πράξεις. Ο Θεοδόσιος για να περιορίσει τις αυθαιρεσίες πέρασε τρεις νόμους παρέχοντας αυτονομία στους Εβραίους. Στον τρίτο νόμο του, το 393 μ.Χ. και καταδικάζοντας ξανά το κάψιμο των Συναγωγών στο όνομα του Χριστιανισμού, γράφει: Iudaeorum sectam nulla lege prohibitam satis constat = «Η σέκτα των Ιουδαίων δεν είναι απαγορευμένη από κανέναν νόμο».
Ο διάδοχός του, ο Θεοδόσιος ο Β΄ (408) ήταν πολύ πιο επιθετικός στους Εβραίους και δεν συμπαθούσε καθόλου τον τότε Ιουδαίο Πατριάρχη, τον Γαμαλιήλ τον Στ΄. Το κάψιμο των συναγωγών συνεχίστηκε και παρότι η ίδρυση νέων Συναγωγών ήταν ήδη απαγορευμένη, πλέον όρισε νόμο με τον οποίο κάθε νέα συναγωγή που χτιζόταν θα περνούσε αμέσως στην ιδιοκτησία της Εκκλησίας. Με το που πεθαίνει ο Γαμαλιήλ, εμφανίζεται πρόβλημα διαδοχής της Πατριαρχίας, διότι δεν είχε διάδοχο. Αυτό το εκμεταλλεύεται αμέσως ο Θεοδόσιος και το 429 μ.Χ. ανακοινώνει με νόμο το τέλος της Ιουδαϊκής Πατριαρχίας ως θεσμού. Με αυτόν τον νόμο παύει η ύπαρξη μιας κεντρικής Ιουδαϊκής διοίκησης στην Παλαιστίνη και η μόνη εξουσία που απομένει είναι η Synhedria (Sanhedrin) με τον Ανώτατο Ιερέα. Η διάλυση της Πατριαρχίας αποδυνάμωσε πολύ και τους δεσμούς της Παλαιστίνης με τη διασπορά και έτσι ο Ιουδαϊσμός κατέληξε πλέον περιθωριακό φαινόμενο μέσα στο χριστιανικό κράτος.
Η περίοδος μετά τον Θεοδόσιο και πριν τον Ιουστινιανό ήταν σχετικά ήρεμη για τους Εβραίους της Παλαιστίνης, οι οποίοι ήταν αρκετά αποδυναμωμένοι. Οι Χριστιανοί ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τους Μονοφυσίτες και σε δύο μεγάλες επαναστάσεις που σημειώθηκαν το 485 και το 529, δεν φαίνεται να συμμετείχαν οι Εβραίοι της Παλαιστίνης. Τα πράγματα αλλάζουν όταν ο Ιουστινιανός (527-565) αποκτάει περισσότερη άνεση. Το 535 μ.Χ. επεκτείνει την έννοια της αίρεσης για να συμπεριλάβει κάθε μη ορθόδοξη ομάδα, συμπεριλαμβανομένων των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών. Με αυτόν τον τρόπο, απαγορεύεται πλέον στους Εβραίους και στους υπόλοιπους αιρετικούς να λατρεύουν τον θεό τους. Αυτό γνωρίζουμε ότι συνέβη πιο αποτελεσματικά στην Αφρική αλλά δεν ξέρουμε αν τηρήθηκε και στην Παλαιστίνη της εποχής. Η Αφρική και η Συρία είχε τους περισσότερους Μονοφυσίτες, οπότε εκεί ήταν πιο σκληρή η τήρηση του νόμου. Το 537 μ.Χ., ο Ιουστινιανός διατάσσει να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους όσοι Εβραίοι είχαν σημαντικά διοικητικά αξιώματα ενώ ταυτοχρόνως τους απαγορεύει το δικαίωμα να εμφανίζονται ως μάρτυρες στο δικαστήριο εναντίον Ορθοδόξων Χριστιανών. Ο πιο σημαντικός όμως νόμος του ήταν ο περίφημος Νόμος 146 (CXLVI) του 553 μ.Χ., με τον οποίο υποχρέωσε τους Εβραίους να πιστέψουν στην ανάσταση των νεκρών, στην ύπαρξη των αγγέλων και στην τελική κρίση με πολύ βαριές ποινές σε όσους δεν το έκαναν. Παραλλήλως, τους απαγόρεψε τη δευτέρωση, δηλαδή όλη την παράδοση των ερμηνειών της Τορά. Ο Κώδικας του Ιουστινιανού είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες καθώς αποτέλεσε τον βασικό νομικό κώδικα με βάση τον οποίο διευθετούνταν ζητήματα σχετικά με τους Εβραίους ακόμη και μετά τον Μεσαίωνα.
Στη μετα-ιουστινιάνεια περίοδο παρατηρούνται αρκετές εντάσεις. Την εποχή του Ιουστίνου του Β΄ (578) παρατηρείται συνασπισμός Σαμαρειτών και Εβραίων για επανάσταση ενάντια στους Βυζαντινούς ενώ οι Αυτοκράτορες Φλάβιος Μαυρίκιος και Νικηφόρος Β΄ Φωκάς επιχείρησαν ανεπιτυχώς να εκχριστιανίσουν με τη βία τους Εβραίους. Το 603 ξεσπάει ένας μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στους Ρωμαίους-Βυζαντινούς με αυτοκράτορα τον Φωκά και τους Πέρσες με αυτοκράτορα τον Χοσρόη Β΄. Ήδη μέχρι το 606, οι Πέρσες είχαν φτάσει στη Συρία. Το 610 μ.Χ., ο Φωκάς σκοτώνεται και ανεβαίνει στον θρόνο ο Ηράκλειος. Οι Πέρσες συνεχίζουν ακάθεκτοι και το 611 καταλαμβάνουν την Αντιόχεια, αποκόπτοντας τους Βυζαντινούς απ’ τη δίοδο στην Παλαιστίνη ενώ το 613 πέφτει και η Δαμασκός. Τι γίνεται όμως με τους Εβραίους σε όλη αυτή την περίοδο;
Οι Εβραίοι, έχοντας υποστεί τα πάνδεινα από τους Χριστιανούς, είδαν τους Πέρσες με θετικό μάτι, σαν απελευθερωτές από τη βυζαντινή τυραννία. Ήταν η δεύτερη φορά στην εβραϊκή ιστορία, που οι Εβραίοι είδαν τους Πέρσες ως απελευθερωτές. Η πρώτη ήταν με τους Αχαιμενίδες Πέρσες, όταν ο Κύρος διέλυσε τους Βαβυλώνιους το 539 π.Χ. και επέτρεψε στους αιχμάλωτους Εβραίους να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Οι Εβραίοι τότε είδαν τον Κύρο σαν Μεσσία και τους Πέρσες σαν απελευθερωτές. Το ίδιο συνέβη και σε αυτή τη δεύτερη επαφή τους, αυτή τη φορά με τους Σασανίδες Πέρσες. Ήδη πριν φτάσουν οι τελευταίοι στην Παλαιστίνη άρχισαν να κυκλοφορούν κείμενα αποκαλυπτικής γραμματείας που έβλεπαν τον Χοσρόη σαν τον Μεσσία. Καθώς οι Πέρσες κινούνταν προς την Παλαιστίνη, οι Εβραίοι έκαναν συμμαχία μαζί τους και επαναστάτησαν εναντίον των Χριστιανών της Παλαιστίνης. Οι Εβραίοι είχαν ως όρο αυτής της συμμαχίας να τους επιστρέψουν πίσω την Ιερουσαλήμ και οι Πέρσες δέχτηκαν. Οι Σασανίδες γενικότερα ήταν αρκετά ανεκτικοί σε θρησκευτικά ζητήματα και επειδή ο μεγάλος τους εχθρός ήταν οι Βυζαντινοί (και άρα οι Χριστιανοί), θεώρησαν τους Εβραίους ως σημαντικό σύμμαχο εναντίον τους.
Το 614 οι Πέρσες μπαίνουν στην Ιερουσαλήμ και κατακτούν και όλες τις ενδιάμεσες περιοχές, όπως την Τιβεριάδα, την Τσιπόρι, την Καισάρεια και τη Λοντ. Η είσοδός τους στην Ιερουσαλήμ συνοδεύτηκε από καταστροφές μεγάλου αριθμού εκκλησιών και από σφαγές Χριστιανών. Με το που πήραν τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ, την έδωσαν στους Εβραίους. Δυστυχώς, δεν μας έχουν σωθεί πολλές πηγές από την Εβραϊκή κατοχή της Παλαιστίνης, παρά μόνο κάποιες αποκαλυπτικές, όπως η Αποκάλυψη του Ζοροβάβελ, στην οποία όμως είναι δύσκολο να διακριθεί ο ιστορικός πυρήνας. Αφήνεται να εννοηθεί εκεί ότι την περίοδο αυτή αρκετοί Εβραίοι της διασποράς επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Οι χριστιανικές πηγές απλώς αναφέρουν πως έγιναν διωγμοί των Χριστιανών απ’ τους Εβραίους για λόγους εκδίκησης προς τους πρώτους. Το μεγαλύτερο μέρος των Χριστιανών της περιοχής μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Περσία μαζί με τον Τίμιο Σταυρό ενώ όσοι παραδόθηκαν στους Εβραίους είχαν δύο επιλογές: μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό ή θάνατος. Σύμφωνα με τις χριστιανικές πηγές, οι περισσότεροι Χριστιανοί επέλεξαν τον θάνατο και ο Στρατήγιος, μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα, αναφέρει ότι οι Εβραίοι είχαν φυλακίσει Χριστιανούς στη δεξαμενή της Μαμίλλα (κεντρικό σημείο της Ιερουσαλήμ) όπου τους βασάνιζαν.
Αυτή τη δεύτερη φορά όμως, οι Πέρσες έμελλε να παίξουν έναν πιο δυσάρεστο ρόλο. Αρχικώς, η στάση τους απέναντι στους Εβραίους ήταν θετική, επειδή τους έβλεπαν σαν πολύτιμους σύμμαχους εναντίον των Χριστιανών. Γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι οι Εβραίοι δεν είχαν μεγάλη δύναμη, στρατιωτική αλλά και πολιτική, αφού ήταν αποδυναμωμένοι απ’ τα προηγούμενα χρόνια. Σε μια εκστρατεία προς την Τύρο το 617, η οποία αποτελούσε σημαντική τοποθεσία, οι Εβραίοι δεν κατάφεραν να βοηθήσουν τους Πέρσες να την κατακτήσουν και επειδή οι Χριστιανοί ήταν περισσότεροι σε αριθμό απ’ τους Εβραίους, οι Πέρσες αποφάσισαν να αλλάξουν τακτική. Το ίδιο έτος με την αποτυχημένη εκστρατεία, παίρνουν πίσω την Ιερουσαλήμ απ’ τους Εβραίους και την επιστρέφουν στους Χριστιανούς. Την επόμενη φορά που θα νιώσετε ότι κάποιος πρόδωσε την εμπιστοσύνη σας, να σκέφτεστε την ιστορία του Μεσαίωνα. Ο ένας πρόδιδε τον άλλο.
Το 628 δολοφονείται ο Χοσρόης απ’ τον γιο του. Ο Ηράκλειος βρίσκει ευκαιρία και φτάνει στα βάθη της περσικής αυτοκρατορίας παίρνοντας πίσω τον Τίμιο Σταυρό και απελευθερώνοντας τους αιχμάλωτους Χριστιανούς. Επιστρέφει θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ το 629, έχοντας υποσχεθεί αμνηστία τους Εβραίους της πόλης, την οποία όμως δεν τήρησε. Υπό την πίεση και των Χριστιανών αξιωματούχων της περιοχής, ξεκίνησε μια σειρά διωγμών προς τους Εβραίους της Ιερουσαλήμ με στόχο τη θανάτωσή τους. Παρ’ όλ’ αυτά, οι μέρες της Βυζαντινής-Χριστιανικής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη ήταν μετρημένες. Το 622 μ.Χ., ο Μωάμεθ ταξιδεύει από τη Μέκκα στη Γιαθρίμπ, η οποία ήταν Ιουδαϊκή πόλη στα βόρεια της Αραβικής χερσονήσου, ιδρυμένη από Εβραίους που γλίτωσαν τους διωγμούς των Ρωμαίων. Όταν φτάνει ο Μωάμεθ στη Γιαθρίμπ κάνει συμμαχία με κάποιες αραβικές φυλές που ζούσαν εκεί και επιτίθενται στους Εβραίους εξοντώντας τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης και μετονομάζοντας τη Γιαθρίμπ σε Μεδίνα. Οι αραβικές πηγές αναφέρουν ότι συγγενείς του Μωάμεθ είχαν επαφές με περιοχές της Παλαιστίνης και ιδίως με τη Γάζα. Ο προπάππους του ο Χασίμ, λέγεται πως πέθανε στη Γάζα κατά τη διάρκεια εμπορικών δραστηριοτήτων στην περιοχή ενώ ο Αμπνταλάχ (ο πατέρας του προφήτη) ταξίδευε συχνά στη Γάζα για παρόμοιες δραστηριότητες. Ο Μωάμεθ ήδη όσο ήταν εν ζωή είχε αποφασίσει να επιτεθεί στην Παλαιστίνη και προσπαθούσε να συσπειρώσει με το μέρος του τις αραβικές φυλές που κατοικούσαν εντός ή τριγύρω της. Τον προλαβαίνει όμως ο θάνατος το 632, με τους χαλίφηδες Ρασιντούν να ξεκινούν κατόπιν την επεκτατική πολιτική για τη διάδοση του Ισλάμ. Το 636 οι Άραβες καταλαμβάνουν την Τιβεριάδα και όλη τη Γαλιλαία ενώ το 638 ο χαλίφης Ομάρ παίρνει την Ιερουσαλήμ.
Ενόψει αυτής της επίθεσης στην Παλαιστίνη, βλέπουμε Χριστιανούς και Εβραίους, μέχρι τότε εχθροί, να ενώνουν τις δυνάμεις τους εναντίον των Αράβων. Για όλα αυτά μας πληροφορούν τα διάφορα συριακά χρονικά. O Μπαλαντούρι, Άραβας ιστορικός του 9ου αιώνα, μας ενημερώνει ότι κατά την περίοδο της εισόδου των Αράβων στην Καισάρεια, το 640, κατοικούσαν εκεί 200.000 Εβραίοι και 30.000 Σαμαρείτες. Ο ίδιος ο Ομάρ είχε ως δεξί του χέρι έναν Εβραίο από την Αραβική Χερσόνησο τον Καμπ Αλ-Άχμπαρ, ο οποίος είχε μεταστραφεί στο Ισλάμ και αυτό βοήθησε στο να πάρει ο Ομάρ την απόφαση να επιτρέψει στους Εβραίους να επιστρέψουν ξανά στην ιερή τους πόλη. Αυτό το πιστοποιούν ένα σωρό Καραΐτες ιστορικοί του 9ου και 10ου αιώνα σαν τον Daniel al-Qumisi και τον Sahl ben Matzliah αλλά και πολλές άλλες πηγές. Εκεί αναφέρεται ότι πριν έρθει ο «Βασιλιάς του Ισμαήλ» στην περιοχή και νικήσει τους Βυζαντινούς, οι Εβραίοι δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν στην πόλη. Με την έλευση των Αράβων όμως, τους επιτράπηκε ξανά η είσοδος. Ο ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου «Τα Μυστήρια του Ραββίνου Σιμόν Μπαρ Γιοχάι», το οποίο γράφτηκε γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει ότι ο Ομάρ ήταν ο πιο αγαπητός για το Ισραήλ. Η πιο σημαντική πηγή πληροφόρησης όμως για όλες αυτές αλλά και τις μεταγενέστερες περιόδους είναι τα αρχεία της Συναγωγής Γκενιζά στο Κάιρο, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι ο Ομάρ έδωσε άδεια στους Εβραίους να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ιερουσαλήμ και ότι 70 ιουδαϊκές οικογένειες από την Τιβεριάδα μετακινήθηκαν εκεί με τέτοιον σκοπό.
Μάλιστα οι Εβραίοι παρουσιάζονται να βοήθησαν τους Άραβες στο να καθαρίσουν από τα σκουπίδια την πόλη αλλά και το Όρος του Ναού (Temple Mount) που ήταν το πιο ιερό σημείο για τους μουσουλμάνους της πόλης. Μπορείτε να φανταστείτε σήμερα Εβραίους να βοηθούν τους μουσουλμάνους στο να καθαρίσουν τον χώρο του σημερινού Όρους του Ναού; Αν όχι, στον Μεσαίωνα πάντως το έκαναν με χαρά, διότι οι μουσουλμάνοι τους επέτρεψαν ξανά την είσοδο στην πόλη. Έχει πλάκα ότι σήμερα προσπαθούν οι μουσουλμάνοι να τους διώξουν από εκεί, ενώ ο χαλίφης Ομάρ ήταν αυτός που επέτρεψε στους Εβραίους να παραμείνουν. Σύμφωνα με τα αρχεία της Γκενιζά, μέχρι και το 717, το μουσουλμανικό τέμενος Αλ-Άκσα, το πιο ιερό σημείο του Ισλάμ στην περιοχή είχε 20 Εβραίους υπηρέτες που βοηθούσαν στην καθαριότητά του με αντάλλαγμα να μην πληρώνουν φόρους.
Παρ’ όλ’ αυτά, η κύρια έδρα των Εβραίων της Παλαιστίνης ήταν η Τιβεριάδα, και εκεί ήταν η βάση του Sanhedrin. Μάλιστα κάποιες πηγές παρουσιάζουν τους Εβραίους της Τιβεριάδας να έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως υποκινητές του Λέοντα του Ίσαυρου στην εικονομαχία. Γίνεται εκεί αναφορά για έναν περίεργο ισχυρό Εβραίο με ψευδώνυμο «Τεσσερακονταπήχυς». Οι Εβραίοι, βέβαια, όπως και οι Χριστιανοί, ήταν κατώτεροι των μουσουλμάνων της πόλης. Και οι δύο όμως αυτές θρησκείες, κατά την περίοδο των Ρασιντούν και των Ομεϋαδών αντιμετωπίστηκαν με αρκετή ανοχή απ’ τους μουσουλμάνους. Αιτία ήταν η αντίληψη των μουσουλμάνων περί «λαών της Βίβλου» (ahl al-kitāb). Σήμερα αυτή κατανοείται σαν να πρόκειται απλώς για το γεγονός ότι και οι τρεις θρησκείες έχουν τη Βίβλο τους, όμως για την εποχή στην οποία αναφερόμαστε το νόημα ήταν πως τόσο ο Χριστιανισμός όσο και ο Ιουδαϊσμός ήταν umma ( = κοινότητα), δηλαδή ότι επρόκειτο για ομάδες ανθρώπων που σε πρώιμες εποχές της ιστορίας, ο θεός τους παρέδωσε μέσω των αγγελιοφόρων του τη Βίβλο. Με άλλα λόγια, η Βίβλος των Χριστιανών αλλά και των Εβραίων θεωρούνταν ότι ήταν πρώιμες μορφές του Κορανιού και ότι αυτά τα βιβλία αναφέρονταν στο ίδιο θέμα.
To 750 μ.Χ. γίνεται μια ενδο-ισλαμική επανάσταση στην οποία οι Αββασίδες εκθρονίζουν τους Ομεϋάδες, και εγκαθιδρύουν το 762 το χαλιφάτο των Αββασιδών, με έδρα πλέον τη Βαγδάτη. Αυτή η αλλαγή της έδρας του Ισλάμ, απομάκρυνε κάπως τους Άραβες απ’ τα πράγματα της Παλαιστίνης, δίνοντας την ευκαιρία σε ορισμένους Άραβες αλλά και σε Εβραίους της περιοχής να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να επαναστατήσουν. Οι Εβραίοι είχαν καλές σχέσεις με τους Ομεϋάδες και έτσι ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον των Αββασιδών, με πρωτεργάτη τον Εβραίο Yahya ben Irmiya. Οι ίδιοι οι Άραβες ήταν βέβαια διχασμένοι και πολλές φορές σημειώθηκαν εσωτερικές έριδες μεταξύ των Αράβων στα βόρεια και στα νότια της Παλαιστίνης. Αυτή ήταν η πραγματικότητα του 9ου αιώνα. Γεμάτη επαναστάσεις Αράβων και Εβραίων εναντίον των Αββασιδών.
Το 974 μ.Χ., έπειτα από πολλαπλές επαναστάσεις στην Αφρική, ανέρχονται στον θρόνο οι Φατιμίδες και ιδρύουν το δικό τους, παράλληλο με των Αββασιδών, χαλιφάτο, με έδρα την Αίγυπτο. Σε αντίθεση με τους Αββασίδες που ήταν πολύ εχθρικοί προς τους Εβραίους, λόγω της σχέσης των τελευταίων με τους Ομεϋάδες, οι Φατιμίδες είχαν καλή σχέση με τους Εβραίους, επειδή ακριβώς ήταν εχθροί των Αββασιδών. Παρατηρείται μάλιστα το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Παλαιστίνης δεν αναγνώριζε τους Φατιμίδες αλλά οι Εβραίοι τους αναγνώριζαν και έτσι έχουμε τους μουσουλμάνους Φατιμίδες να έχουν πολύ καλύτερες σχέσεις με τους Εβραίους της Παλαιστίνης παρά με τους μουσουλμάνους της. Υπήρχαν Εβραίοι αξιωματούχοι στον στρατό των Φατιμιδών σε διάφορα μέρη της ανατολής. Ένας απ’ τους πιο σημαντικούς ήταν ο Abū Sahl Manasseh ibn al-Qazzāz, ο οποίος ήταν ο πιο έμπιστος των Φατιμίδων και βοήθησε πολλούς Εβραίους σε Συρία και Παλαιστίνη. Ο Εβραίος ιστορικός του 11ου αιώνα, Nathan ben Abraham γράφει το 1039 ότι κατά τις μέρες του al-Qazzāz σημειώθηκε ο πιο μεγαλειώδης εορτασμός του Πούριμ, τόσο μεγαλειώδης που δεν τον είχε ξαναδεί κανένας Εβραίος να εορτάζεται με τέτοιον τρόπο. Κάποιοι μουσουλμάνοι συγγραφείς δεν χώνευαν τον al-Qazzāz, γιατί έλεγαν ότι ήταν περισσότερο ευνοϊκούς προς τους Εβραίους και τους Χριστιανούς παρά προς τους μουσουλμάνους.
Ένα διάλειμμα σε αυτές τις καλές σχέσεις Φατιμιδών-Εβραίων (αλλά και Χριστιανών) παρατηρείται το 1003 επί του χαλίφη al-Hakim bi-Amr Allah, ο οποίος προχώρησε σε μια σειρά καταπιέσεις Εβραίων και Χριστιανών και έχτισε μάλιστα τζαμί πάνω σε χριστιανικούς και εβραϊκούς τάφους. Το αποκορύφωμα της δράσης του ήταν η καταστροφή του Ναού της Αναστάσεως το 1009 καθώς και του Γολγοθά, παίρνοντας όλους τους θησαυρούς του ναού. Η αναστήλωση του ναού έγινε το 1048 απ’ τον Πατριάρχη Νικηφόρο. Το 1060 μαθαίνουμε ότι ο διοικητής της Ιερουσαλήμ ήταν Εβραίος Καραΐτης.
Στα τέλη του 11ου αιώνα εμφανίζεται ένας καινούργιος εχθρός, οι Τουρκομάνοι (μετέπειτα καλούμενοι Σελτζούκοι Τούρκοι), οι οποίοι κατακτούν την Παλαιστίνη και επιβάλλουν βαριά φορολογία στους κατοίκους της. Δεν γνωρίζουμε το τι γινόταν στην Ιερουσαλήμ ή στη Γαλιλαία κατά τη διάρκεια της κατοχής της απ’ τους Τουρκομάνους αλλά από κείμενα της Γκενιζά, γνωρίζουμε ότι υπήρχε επαφή μόνο με τους Εβραίους της Καισάρειας και της Ασκαλόν (οι οποίες ανήκαν ακόμη στους Φατιμίδες) και άρα συμπεραίνει κανείς ότι πρέπει να προκάλεσαν πολλά προβλήματα στα πιο βόρεια και ανατολικά εδάφη της Παλαιστίνης. Γνωρίζουμε όμως ότι η ιουδαϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης συνέχισε να υπάρχει, καθώς σώθηκαν επιστολές με υπογραφές σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Abraham b. Nathan. Το 1082 έχουμε επιστολές και από την ιουδαϊκή κοινότητα της Χεβρόν.
Προς το τέλος του 11ου αιώνα παρατηρείται μια γενική παρακμή του Sanhedrin της Παλαιστίνης, κυρίως λόγω των προβλημάτων που δημιούργησαν οι Τουρκομάνοι. Παρ’ όλ’ αυτά το 1099 πέφτει η αυλαία για την περίοδο της μουσουλμανικής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη καθώς έχουν ξεκινήσει ήδη οι Σταυροφορίες και η Ιερουσαλήμ πέφτει στους Σταυροφόρους. Οι Εβραίοι επλήγησαν σημαντικά από τις Σταυροφορίες καθώς σχεδόν τους ξερίζωσαν απ’ την περιοχή. Όλες οι πηγές, χριστιανικές, ιουδαϊκές και μουσουλμανικές, συμφωνούν στο ότι χύθηκε πολύ αίμα κατ’ αυτή την περίοδο. Ο Επίσκοπος Balderic αναφέρει ότι οι χριστιανοί φυλάκισαν αρκετούς Εβραίους σε μια συναγωγή και τους έβαλαν φωτιά.
Παρ’ όλ’ αυτά, μικρές ομάδες Ιουδαϊκών κοινοτήτων κατάφεραν να επιβιώσουν. To 1170, ο Εβραίος ταξιδευτής Benjamin από την Tudela περιγράφει τις ιουδαϊκές κοινότητες στους Αγίους Τόπους: 500 στην Τύρο, 200 στην Άκρα και στην Καισάρεια, 340 στην Ασκαλόν, 50 Ιουδαϊκές οικογένειες στην Τιβεριάδα και 4 στην Ιερουσαλήμ. Μέχρι τον 13ο αιώνα, οι δύο βασικές τοποθεσίες που εξελίχτηκαν για λίγο σε κέντρα του Ιουδαϊσμού, ήταν η Άκρα και η Τύρος. Και οι δύο αυτές κοινότητες έπαψαν να υπάρχουν το 1291 που ξεκινάει η εκστρατεία των Μαμελούκων με τα μέλη τους να διαφεύγουν σε διάφορα μέρη της δύσης και της Μ. Ανατολής αλλά και στην Ιερουσαλήμ, τη Σαφέντ και τη Γάζα, οι οποίες γρήγορα εξελίχτηκαν ξανά σε βάσεις της Ιουδαϊκής κοινότητας. Η Σαφέντ ήδη από τον 13ο αιώνα φαίνεται να αντικαθιστά την παρηκμασμένη πλέον Τιβεριάδα ενώ στις αρχές του 14ου αιώνα βρίσκουμε αρκετούς Εβραίους στις παραπάνω πόλεις, με το όνομα της Σαφέντ να επανέρχεται διαρκώς. Δυστυχώς, οι πηγές αυτής της περιόδου είναι λίγες, όπως το κείμενο «Τα μονοπάτια των Αγίων Τόπων» του Ραββίνου Isaac Chelo ή το «Caftor va-Ferach» του Ραββίνου Moses b. Isaac.
Το 1315, ο μεγάλος Εβραίος γεωγράφος και ταξιδευτής Ishtori Haparchi αναφέρει πως στη Σαφέντ ζούσε μια μεγάλη Ιουδαϊκή κοινότητα ενώ ο Wilhelm απ’ το Boldensele που επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ το 1333 μας πληροφορεί πως ξεναγός του ήταν ένας Εβραίος Γερμανικής καταγωγής. Οι Εβραίοι εκείνης της εποχής ήταν οι κύριοι ξεναγοί ακόμη και για τα χριστιανικά προσκυνήματα, επειδή είχαν ζήσει σε πολλές διαφορετικές χώρες και γνώριζαν πολλές διαφορετικές γλώσσες, σε αντίθεση με τους ντόπιους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Η ιστορία κινήθηκε με τον ίδιο περίπου τρόπο και στους αμέσως επόμενους αιώνες, με τον 15ο αιώνα να σημειώνει εβραϊκή παρουσία στην Παλαιστίνη. Τον 16ο αιώνα ξεκινάει η περίοδος των Οθωμανών και η πλειοψηφία των κατοίκων της Παλαιστίνης αλλά και της Ιερουσαλήμ είναι μουσουλμάνοι. Όλες οι προηγούμενες έδρες των ιουδαϊκών κοινοτήτων, όπως η Σαφέντ, η Ναμπλούς, η Γάζα και η Ιερουσαλήμ, πλέον περνούν στην κατοχή του Κυβερνήτη της Δαμασκού αλλά συνεχίζουν να υφίστανται. Τα αρχεία της μουσουλμανικής αυλής σε όλο το πέρας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (16ο-20ο αιώνα) αναφέρονται συχνά στις -μειοψηφικές μεν- Ιουδαϊκές κοινότητες της Παλαιστίνης. Έπειτα, στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινούν οι αλιότ με τους Εβραίους, παρακινούμενοι από το κίνημα του Σιωνισμού, να επιστρέφουν πιο συστηματικά και μαζικά στην Παλαιστίνη, φτάνοντας στο σήμερα.
Συμπερασματικά, μέσα απ' όλη αυτή την περιήγηση στην ιστορία της Παλαιστίνης δια μέσου των αιώνων, φαίνεται εύκολα ότι υπήρχε μόνιμη παρουσία Εβραίων στην περιοχή από τη Ρωμαϊκή περίοδο (και βέβαια από νωρίτερα με τα βασίλεια της πρώτης χιλιετίας π.Χ.) μέχρι και σήμερα. Άλλοτε έπαιζαν σημαντικό ρόλο άλλοτε υποδεέστερο. Άλλοτε ήταν σύμμαχοι των Χριστιανών άλλοτε ήταν σύμμαχοι των Αράβων και του Ισλάμ. Μερικές φορές τους βλέπουμε μάλιστα να κατέχουν σημαντικά αξιώματα κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής κυριαρχίας στην περιοχή. Οι έδρες τους άλλαζαν συχνά: Ιερουσαλήμ, Μπεθ-Σεαρίμ, Τιβεριάδα, Χεβρόν, Γάζα, Ασκαλόν, Άκρα, Τύρος, Σαφέντ. Δεν είχαν φύγει όμως ποτέ όλοι τους από την Παλαιστίνη, οπότε όταν αναφέρεται κανείς στην επιστροφή τους με τις αλιότ (εποικισμούς) κατά τον 20ο αιώνα, θα πρέπει πάντα να εκλαμβάνει αυτή την επιστροφή ως μια επιστροφή αρκετών απ' όσους είχαν φύγει. Την ίδια στιγμή, κάποιοι είχαν παραμείνει στα συγκεκριμένα εδάφη στο πέρας όλων των αιώνων και τους συναντάει κανείς εκεί αιώνες πριν τις αλιότ. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι όταν το Ισλάμ πρωτοκατέλαβε τα εδάφη της Παλαιστίνης, ένας απ' τους πιο σημαντικούς και ιερούς μουσουλμάνους χαλίφηδες, ο Ομάρ, ήταν αυτός που επέτρεψε στους Εβραίους να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ και συνεργαζόταν μαζί τους, αντί να τους διώξει. Όπως μου αρέσει να επαναλαμβάνω, η πραγματικότητα είναι πάντα πιο περίπλοκη απ' όσο φαίνεται.
Για τις παραπάνω ιστορικές πληροφορίες, πέρα απ' τις πηγές στις οποίες αναφέρθηκα, βασίστηκα στην παρακάτω δευτερεύουσα βιβλιογραφία:
- Saul Liberman, ''Palestine in the Third and Fourth Centuries'', The Jewish Quarterly Review 36/4 (1946): 329-370.
- Cecilia Braslavsky, Studies in Our Country: Its Past and Remains, 1954
- Jacob Mann, The Jews in Egypt and in Palestine under the Fāṭimid Caliphs, 1970.
- Yad Ben-Zvi, Ottoman Documents on the Jewish Community of Jerusalem in the Sixteenth Century, 1976.
- Amnon Cohen, Jewish Life Under Islam: Jerusalem in the Sixteenth Century, 1984.
- Mark R. Cohen, ''Jews in the Mamluk Environment: The Crisis of 1442'', Bulletin of the School of Oriental and African Studies, 47/3 (1984): 425-448.
- Moshe Gil, A History of Palestine: 634-1099, 1992.
- Sylvia Schein, ''Between East and West: The Jews in the Latin Kingdom of Jerusalem 1099-1291'' στο East and West in the Crusader States, 1996, σελ. 31-38.
- Joshua Prawer, History of the Jews, 1998.
- Norman A. Stillman, ''The Non-Muslim Communities: The Jewish Community'', Τhe Cambridge History of Egypt, τ.1, 1998.
- Shelomo Dov Goitein, A Mediterranean Society: The Jewish Communities of the Arab World as Portrayed in the Documents of the Cairo Geniza, τ.1-3, 1999.
- Peter Schäfer, The History of the Jews in the Graeco-Roman World, 2003.
- David M. Goldenberg, The Curse of Ham: Race and Slavery in Early Judaism, Christianity, and Islam, 2003.
- Elinoar Bareket, ''The Head of the Jews (ra'is al-yahud) in Fatimid Egypt: A Re-Evaluation'', Bulletin of the School of Oriental and African Studies 67/2 (2004): 185-197.
- Michal Ehrlich, ''The Jewish Communities of Safed and Jerusalem during the 14th Century'', Journal of the Royal Asiatic Society 31/4 (2021): 711-720.
Φωτογραφίες: © Wikimedia Commons
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της