Κοσμος

Τζορτζ Τιαφέι: Ο πυροσβέστης ίνδαλμα που έγινε γυναικοκτόνος

Η επιθυμία του να έχει τον έλεγχο ανθρώπων και καταστάσεων τον οδήγησε να καταστρέψει και να πληγώσει όσους «αγαπούσε»

Μιμή Φιλιππίδη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζορτζ Τιαφέι: Ο έρωτας και ο γάμος με την Σόνα Τιαφέι, το παιδί, «η τέλεια οικογένεια» και ο «φόνος κατά παραγγελία»

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2012 η Σόνα Τιαφέι που εργαζόταν ως σερβιτόρα κοκτέιλ στο  καζίνο του ξενοδοχείου «Παλμς» του Λας Βέγκας επέστρεψε στο διαμέρισμά της τα χαράματα που τελείωσε η βάρδια της. Ήταν έτοιμη να βγάλει τα παπούτσια της και να πέσει στο κρεβάτι μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς. Δεν ήξερε όμως ότι κάποιος την περίμενε μέσα στο διαμέρισμα. Μόλις ξεκλείδωσε και μπήκε, ένας άντρας την αιφνιδίασε και άρχισε να τη χτυπάει ανελέητα με ένα σφυρί. Ενώ έσπασε τα δάχτυλά της προσπαθώντας απεγνωσμένα να προστατέψει τον εαυτό της από τα χτυπήματα, τον ικέτευε να μην τη σκοτώσει. «Γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε λίγο πριν το σφυρί συνθλίψει το κρανίο της. 

Η «Όμορφη Σόνα», όπως την αποκαλούσαν φίλοι και γνωστοί, είχε εγκατασταθεί στο Λας Βέγκας το 1994 σε ηλικία 28 ετών. Μαγεύτηκε από τη λάμψη της πόλης κι έπιασε δουλειά στο καζίνο. Εκεί, το 2002 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ωραίο Τζορτζ Τιαφέι. Ο Τζορτζ, απόφοιτος της κορυφαίας Στρατιωτικής Ακαδημίας Γουέστ Πόιντ, εργαζόταν τώρα ως πυροσβέστης κι ήταν πολύ δημοφιλής στην πόλη. Παντρεύτηκαν στη Χαβάη και απέκτησαν μια κόρη που ονόμασαν Μάντισον. Η Σόνα αγωνιζόταν να τα βγάζει πέρα με τη δουλειά της και με την ανατροφή της κόρης της που λάτρευε και ο Τζορτζ προσπαθούσε να παρέχει τα απαραίτητα στην οικογένεια. Παρότι τα πράγματα ανάμεσα στο «τέλειο ζευγάρι» ήταν τεταμένα το 2012 λόγω της κακής διαχείρισης του Τζορτζ στα οικονομικά του και του υπερβολικού ελέγχου που ήθελε να ασκεί στη γυναίκα του, η «Όμορφη Σόνα» διατηρούσε το χαμόγελό της και ο δημοφιλής Τζορτζ την εικόνα του. Ο Τζορτζ είχε προσλάβει πρόσφατα έναν άστεγο για να κάνει μικροδουλειές στο σπίτι. Η Σόνα τον θεωρούσε «τρομακτικό», αλλά ο Τζορτζ της έλεγε ότι είναι «φίλος που έχει ανάγκη». Όταν το ποτήρι για την Σόνα ξεχείλισε, ζήτησε από τον Τζορτζ να χωρίσουν, μετακόμισε σε δικό της διαμέρισμα και μοιράζονταν οι δυο τους την επιμέλεια της Μάντισον.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2012 κάποιος διέρρηξε το διαμέρισμα της Σόνα, πράγμα που την τρομοκράτησε. Της πήραν τη βέρα, όπως επίσης το κάτω μέρος από ένα μπικίνι της, ενώ είχαν αφήσει ένα αντρικό μποξεράκι. Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου 2012, η ​​Σόνα έχει καταγραφεί στο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του «Παλμ» να σχολάει στις 3.01 πμ. Μισή ώρα αργότερα είχε φτάσει στο διαμέρισμά της.

Το επόμενο πρωί, ο Τζορτζ πήρε τη Μάντισον από το σπίτι της γιαγιάς της όπου είχε διανυκτερεύσει και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Σόνα. Μέσα, βρισκόταν το πτώμα της σε μια λίμνη αίματος. Ο Τζορτζ κάλεσε την Άμεση Δράση: «Νομίζω ότι πρέπει να αναφέρω μια διάρρηξη και έναν φόνο», είπε.

Όπως τυπικά θεωρεί η αστυνομία σε αυτές τις περιπτώσεις, βασικός ύποπτος για τη δολοφονία της Σόνα ήταν ο Τζορτζ, ο εν διαστάσει σύζυγος. Ο Τζορτζ, εξ άλλου, δεν ήθελε να τελειώσει ο γάμος του, ούτε ήθελε τα προβλήματα που θα έφερνε το διαζύγιο. Όμως η αστυνομία είχε ένα πρόβλημα. Το ακλόνητο άλλοθι του Τζορτζ. Ήταν σε 24ωρη βάρδια στον Σταθμό Πυροσβεστικής πριν πάει να πάρει τη Μάντισον από τη γιαγιά της. Ενώ η αστυνομία ερευνούσε την υπόθεση, οι συνάδελφοι της Σόνα στο καζίνο «Παλμ» είχαν τρομοκρατηθεί μήπως περίμενε κι εκείνες ένας δολοφόνος όταν έφταναν σπίτι τους τα ξημερώματα.

Μια κλήση που έγινε στην αστυνομία έριξε απρόσμενα φως στην υπόθεση. Ένας  άστεγος, τον οποίο ο άνθρωπος που κάλεσε γνώριζε μόνο με το παρατσούκλι «Γκρεϊχάουντ», του είχε πει ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα με ένα σφυρί. Την είχε χτυπήσει τόσο δυνατά που το σφυρί είχε σπάσει. Ο «Γκρεϊχάουντ» ήταν ένας πρώην απατεώνας ονόματι Νόελ Στίβενς και ζούσε σε ένα αντίσκηνο στην έρημο - στα περίχωρα του Λας Βέγκας.

Όταν η αστυνομία τον συνέλαβε, ερεύνησε την περιοχή γύρω από το αντίσκηνο και βρήκε ένα παντελόνι του γεμάτο αίμα - το αίμα ήταν της Σόνα, όπως έδειξαν οι εξετάσεις. Υπήρχε επίσης ένα αυτοκόλλητο με γραμμωτό κώδικα που ταίριαζε με τον κώδικα για σφυρί που έχει το μεγάλο κατάστημα εργαλείων του Λας Βέγκας. Στο Τμήμα ο Νόελ ανακρίθηκε και ομολόγησε ατάραχος ότι σκότωσε τη Σόνα. Στο κινητό του τηλέφωνο είχε μια επαφή με το όνομα «Τζορτζ». Όταν ρωτήθηκε ποιος ήταν ο Τζορτζ, είπε: «Είναι ο φίλος μου ο πυροσβέστης». Ο Νόελ Στίβενς ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο είχε γίνει φίλος ο Τζορτζ Τιαφέι - ο άνθρωπος με τον οποίο η Σόνα ήταν επιφυλακτική και τον θεωρούσε τρομακτικό. Τα αρχεία έδειξαν ότι ο Νόελ και ο Τζορτζ τηλεφωνούσαν συνεχώς ο ένας στον άλλον μέχρι τη δολοφονία.

Σύντομα έγινε σαφές ότι ο Νόελ ένιωθε δέος για τον Τζορτζ και ο Τζορτζ το είχε εκμεταλλευτεί αυτό για να τον πείσει να σκοτώσει τη Σόνα. Η αστυνομία βρήκε υλικό από την κάμερα ασφαλείας στο τοπικό κατάστημα εργαλείων που έδειχνε τον Νόελ και τον Τζορτζ να ψωνίζουν μαζί σφυριά. Ο Νόελ αποκάλυψε πού είχε θάψει το σφυρί. Το μεταλλικό μέρος είχε σπάσει και αποσυνδεθεί από την ξύλινη λαβή, μετά τα δυνατά χτυπήματα. Όταν ο κλοιός της αστυνομίας άρχισε να σφίγγει γύρω από τον Τζορτζ, εννέα μόλις μέρες μετά τη δολοφονία, αυτός έφυγε με το αυτοκίνητό του κι έπεσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω σε ένα φράγμα. Φαινόταν σαν απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά απέτυχε. Ο Τζορτζ Τιαφέι συνελήφθη στο νοσοκομείο για τη δολοφονία της Σόνα Τιαφέι, όπως και ο Νόελ Στίβενς.

Το 2013 ο Νόελ ομολόγησε την ενοχή του για τη δολοφονία της Σόνα και συμφώνησε να καταθέσει εναντίον του Τζορτζ για να αποφύγει τη θανατική ποινή. Ο Τζορτζ εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι ήταν αθώος. Ο Νόελ δεν ήταν ο καλύτερος μάρτυρας, αφού είχε πλούσιο ποινικό μητρώο, εθισμό στο αλκοόλ και πιθανά προβλήματα ψυχικής υγείας. Ο Τζορτζ ήταν ένας αξιοσέβαστος πυροσβέστης. Η υπεράσπιση του Τζορτζ ήταν απλή: Ο Νόελ είχε ομολογήσει ότι σκότωσε τη Σόνα, ήταν ο δολοφόνος. Αλλά η εισαγγελία ισχυριζόταν ότι ο Τζορτζ είχε διατάξει τη δολοφονία. Είχε τηλεφωνήσει στον Νόελ 87 φορές τον Σεπτέμβριο - πέντε φορές το βράδυ πριν από τη δολοφονία - και του είχε δώσει 600 δολάρια με την υπόσχεση ότι θα του έδινε πολλά περισσότερα, όταν θα σκότωνε τη Σόνα. Του είχε δώσει ακόμη και το κλειδί για να μπει στο διαμέρισμα της.

Στη δίκη ο Νόελ παραδέχτηκε ότι εισέβαλε στο σπίτι της Σόνα τρεις εβδομάδες πριν τη σκοτώσει. Όταν ρωτήθηκε ποιος του είχε πει να το κάνει να μοιάζει με ληστεία, απάντησε «ο Τζορτζ». Όταν ρωτήθηκε ποιος του είπε να σκοτώσει τη Σόνα, απάντησε, «ο Τζορτζ». Όταν αντεξετάστηκε, ο Νόελ παραδέχτηκε ότι άκουγε φωνές και είχε παραισθήσεις - η υπεράσπιση ήθελε να σπείρει αμφιβολίες για το αν τα  λεγόμενά του ήταν αλήθεια ή τα είχε πλάσει όλα η φαντασία του. Πάντως ένα πράγμα που κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ήταν το βίντεο με τον Τζορτζ και τον Νόελ να ψωνίζουν μαζί σφυριά.

Ο Νόελ Στίβενς ομολόγησε την ενοχή του για εννέα ποινικές διώξεις, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας πρώτου βαθμού της Σόνα Τιαφάι. Ο Τζορτζ Τιαφέι δήλωσε αθώος. Αλλά το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για φόνο πρώτου βαθμού και συνωμοσία για τη διάπραξη φόνου. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης.

Ο Τζορτζ Τιαφέι ήταν ένας άνθρωπος που είχε ορκιστεί να σώζει ζωές. Δυστυχώς, ήταν επίσης ένας άντρας χειριστικός και άκαρδος, που είχε σχεδιάσει έναν φόνο και πήγε την κόρη του στο σπίτι της μαμάς της, γνωρίζοντας ότι εκείνη ήταν νεκρή.