Το άγαλμα της Ελευθερίας
Κοσμος

Αμερικανική Γεωγραφία - Ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής

Το πρώτο μέρος μια σειράς άρθρων που διατρέχουν ολόκληρο τον 20ό αιώνα και τις δύο δεκαετίες του 21ου
Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
34’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου με μια σειρά αναλύσεων για τις ΗΠΑ, για τις πτυχές και τις κρυφές σελίδες της εξωτερικής τους πολιτικής

«Για μήνες, στο Πάτερσον, είχα απλωμένους ένα σωρό χάρτες των Ηνωμένων Πολιτειών και διάβαζα βιβλία για τους πιονέρους ― μου άρεσε το άκουσμα τοπωνυμίων όπως Πλατ και Σίμαρρον και τέτοια. Στον οδικό χάρτη υπήρχε μια κόκκινη γραμμή, η Route 6 που οδηγούσε από το Ακτωρήριο Κοντ στο Έλυ της Νεβάντα και κατέληγε στο Λος Άντζελες: έτσι πήρα την απόφαση και ξεκίνησα γεμάτος αυτοπεποίθηση. Για να βρω την 6 έπρεπε να πάω στο βουνό Μπέαρ· πήγα· ονειρευόμουν τι θα έκανα στο Σικάγο, στο Ντένβερ και, τελικά, στο Σαν Φρανσίσκο.» - Jack Kerouac, Στον δρόμο


Το ζήτημα της γεωγραφίας έχει, στην κυριολεξία, βαθιές ρίζες· έχει ρίζες στη γη. Η αμερικανική γεωγραφία δεν είναι μόνο η σπουδή και η περιγραφή μιας χώρας «σαν τις άλλες»: η «Αμερική», παρά τη σύντομη ιστορία της, υπερφορτίζεται από σύμβολα, όνειρα και ουτοπίες· είναι η επικράτεια μιας μυθολογίας που περιλαμβάνει ποικίλες εικόνες Γης της Επαγγελίας: τη φαντασίωση της μεσαιωνικής Cockaigne, του Ελντοράντο, της χώρα «με γάλα και μέλι» ― και το αντίθετό τους., τα σύγχρονα Σόδομα. Αλλά πέρα από την ιδεολογική πρόσληψη των Ηνωμένων Πολιτειών στο σύνολό τους ―του πολιτισμού, των εθνικών τους χαρακτηριστικών, της πολιτικής τους― μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η θέση τους στον χάρτη έχει διαμορφώσει τις περισσότερες, αν όχι όλες τις αμερικανικές ιδιότητες, και έχει ευνοήσει την ευημερία, τις αντιθέσεις και τις ιδιομορφίες τους. Οι ΗΠΑ προσλαμβάνονται όχι μόνο ως «χώρα» αλλά ως «γη»: land of the free, home of the brave.

Οι περισσότεροι άνθρωποι ερμηνεύουν τη φράση «the law of the land» ως το σύνολο των νόμων που ισχύουν σε μια δεδομένη περιοχή ή χώρα, κι αυτό εννοούσαν οι δημιουργοί του αμερικανικού Συντάγματος το 1787. Αλλά υπάρχει κι ένα δεύτερο νόημα: ο νόμος προέρχεται από τη γη, είναι προϊόν της γεωγραφίας. Η τεράστια έκταση και ποικιλία του αμερικανικού τοπίου, μαζί με τις δυνατότητες περαιτέρω ώθησης των συνόρων του, έχουν επηρεάσει την ιστορία, τις νοοτροπίες, το δίκαιο και την πολιτική του έθνους από τη στιγμή της ίδρυσής του. Το αμερικανικό τοπίο είναι το σκηνικό ενός έπους και μιας μυθικής παράδοσης, τόσο ως σύνολο θρύλων (όπως είναι τα ινδιάνικα λαϊκά παραμύθια, ο Bigfoot ή ο Lone Ranger), όσο και ως σύνολο πολιτικών αναπαραστάσεων που, όπως συμβαίνει με όλες τις πολιτικές αναπαραστάσεις, τίθενται υπό αμφισβήτηση [1]. Μολονότι οι διαστάσεις της αμερικανικής επικράτειας δίνουν εντύπωση συρρίκνωσης εξαιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης (2,5 εκατομμύρια το 1776, 76,3 εκατομμύρια το 1900, 205 εκατομμύρια το 1970, 330 εκατομμύρια το 2021), της εντατικής δόμησης και οδοποιίας, η απεραντοσύνη ―η λέξη wilderness είναι παρασταστική, πολυσήμαντη, με πολλαπλές συνηχήσεις― θεωρείται συστατικό στοιχείο της αμερικανικότητας: οι Αμερικανοί νιώθουν ότι ζουν σε μια «απέραντη» χώρα, που εκτείνεται βορείως του Καναδά (Αλάσκα), και νοτίως, στην Κεντρική Αμερική (Πουέρτο Ρίκο, Γκουάμ)· κι αυτό το συναίσθημα καθορίζει την οπτική για τον εαυτό τους και για τον κόσμο.

Το μεγάλο οδικό ταξίδι ―ένα συμβολικό στοιχείο του αμερικανικού ονείρου που σήμαινε απόλυτη ελευθερία, έλλειψη σκοπού, ταχύτητα στον ανοιχτό δρόμο― έχει καταλήξει στο πέρασμα του χρόνου σ’ ένα μποτιλιάρισμα επικών διαστάσεων: αλλά, όποιος πρόλαβε να διασχίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη μια ακτή στην άλλη κι από τον βορρά στον νότο ξέρει ότι πολλοί από τους σημερινούς διαχωρισμούς μεταξύ κόκκινων (Ρεπουμπλικανικών) πολιτειών και μπλε (Δημοκρατικών) σχετίζονται με τη γεωγραφία· πολλές από τις εσωτερικές διχόνοιες οφείλονται στον τρόπο με τον οποίο εποικίστηκε και αναπτύχθηκε η χώρα. Έτσι, πολλές από τις πτυχές της εξωτερικής της πολιτικής μπορούν να αποδοθούν σε όσα εκτυλίχθησαν στο αμερικανικό τοπίο: εποικισμός, δουλεία στον Νότο, Κατάκτηση της Δύσης, Εμφύλιος Πόλεμος, βιομηχανική ανάπτυξη, αστικοποίηση, πολυπολιτισμικότητα. Για να ανακαλύψουμε τα ίχνη της ιστορίας, το ταξίδι από τη μια ακτή στην άλλη, from sea to shining sea, δεν είναι μόνο χρήσιμο· είναι απαραίτητο ―δεν αρκούν οι χάρτες και οι θεωρίες.

Το οδικό ταξίδι, το cross-country, μπορεί να αποκαλύψει στον ταξιδιώτη όχι μόνο τις πολιτικές και πολιτιστικές διαφορές στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και τις φυσιογνωμικές: έχει ενδιαφέρον ότι ο Μπαράκ Ομπάμα, ένας ψηλόλιγνος δικηγόρος από το Ιλινόι, κέρδισε πάνω-κάτω όσες πολιτείες είχε κερδίσει ο ψηλόλιγνος Λίνκολν από το Ιλινόι, κι ότι έχασε όσες είχε χάσει ο Λίνκολν ―παρότι οι δύο αυτοί πρόεδροι κατέβηκαν, φαινομενικά, με διαφορετικά κόμματα. Αλλά όχι και τόσο, εφόσον από το 1860, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε σιγά-σιγά το πιο συντηρητικό, ενώ το Δημοκρατικό, στον βορρά τουλάχιστον, έγινε το πιο προοδευτικό, με πολλές εσωκομματικές αποχρώσεις.

Υπερβάλλω λιγάκι αναφέροντας ότι ο Ομπάμα και ο Λίνκολν ήταν ψηλόλιγνοι: θέλω να πω ότι οι διαφορές ―ιδεολογικές, υφολογικές, αισθητικές― οφείλονται, όπως είναι φυσικό, στη γεωγραφία και στον φεντεραλισμό· οι ΗΠΑ είναι μια πολύ χαλαρότερη ομοσπονδία απ’ όσο τείνουμε να πιστεύουμε. Το ότι οι πολιτείες που κέρδισαν ο Λίνκολν και ο Ομπάμα είναι περίπου οι ίδιες σημαίνει ότι οι ΗΠΑ βιώνουν ακόμα τις επιπτώσεις του Εμφυλίου Πολέμου και ότι, προπάντων, τις χωρίζει κάτι που δεν μπορεί να σβήσει ο ιστορικός χρόνος: οι διαφορές στο κλίμα και στη μορφολογία μεταξύ του Βορρά και του Νότου, μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης σήμαιναν και σημαίνουν διαφορετικές καλλιέργειες και διαφορετικές σχέσεις παραγωγής, άρα διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις, διαφορετική θέαση του κόσμου. Πριν από το 1850, οι περισσότεροι πρόεδροι κέρδιζαν τη λαϊκή πλειοψηφία τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο: ο Λίνκολν σάρωσε στον Βορρά, κερδίζοντας κάθε βόρεια πολιτεία εκτός από το Νιου Τζέρζυ, και δεν κέρδισε τίποτα στον Νότο. Στις έξι τελευταίες προεδρικές εκλογές, ο Νότος ψήφιζε διαφορετικό υποψήφιο από τον Βορρά: η πόλωση που ορίζεται από τη γεωγραφία δεν φαίνεται να αμβλύνεται· παρότι περιμέναμε ότι το Διαδίκτυο και ο κοινός λαϊκός πολιτισμός θα καθιστούσαν τις γεωγραφικές διαφορές πολιτικά ασήμαντες, οι Αμερικανοί κλείνονται όλο και περισσότερο στους κύκλους των ομοϊδεατών τους και οι πολιτείες γίνονται ολοένα πιο κόκκινες ή πιο μπλε, ενώ στο εσωτερικό τους διατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ αστικών κέντρων και επαρχίας. Όσο για το Διαδίκτυο, που καταργεί τα γεωγραφικά σύνορα και τις αποστάσεις, οι άνθρωποι επιλέγουν την ενημέρωσή τους ακούγοντας μόνο, ή κυρίως, τους ανθρώπους που δεν διαταράσσουν τη δική τους πρόσληψη της πραγματικότητας: δημιουργούν στον ψηφιακό κόσμο τους θύλακες και τις κοινότητες που αντιστοιχούν στις υπάρχουσες νοοτροπίες. Όσο για τον Ατλαντικό που περιμέναμε ότι θα συρρικνωθεί ή ότι θα μεταμορφωθεί σε γέφυρα, διατηρεί το μέγεθός του: η αμερικανική κουλτούρα επιμένει στη διαφορά της από την ευρωπαϊκή.

Η έκταση, το σχήμα, η γεωγραφική θέση ανάμεσα σε δύο ωκεανούς, η ποικιλία του κλίματος και του εδάφους έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός έθνους που διεκδικεί «εξαιρετικότητα». Πράγματι, οι ΗΠΑ έχουν κάποια θεμελιώδη πλεονεκτήματα που λείπουν από χώρες περίκλειστες από ξηρά ή κλιματικά απρόσφορες: διαθέτουν ένα σχεδόν τέλειο δίκτυο ποταμών, ενώ, λόγω των ωκεανών, είναι προστατευμένες από εξωτερικούς εχθρούς ― επιπλέον, οι χερσαίοι γείτονές τους δεν εγείρουν απειλές [2]. Η ίδια η ιστορία τους, που ξεκίνησε για τους Ευρωπαίους αποίκους από την ανατολική ακτή και συνεχίστηκε με την Κατάκτηση της Δύσης, έχει δημιουργήσει κάποια χαρακτηριστικά που, παρά την πολυπολιτισμική σύνθεση του αμερικανικού πληθυσμού, θα τα ονομάζαμε «εθνικά»: ο αμερικανισμός ως δέσμη κοινών χαρακτηριστικών γεννήθηκε από τη γεωγραφία και επηρεάζει καθοριστικά την πολιτική εφόσον τις αμερικανικές νοοτροπίες ορίζουν, κατά τι περισσότερο από αλλού, οι γεωγραφικές και μορφολογικές εναλλαγές: η Ανατολική Ακτή, οι μεσοδυτικές πολιτείες, η έρημος, οι Μεγάλες Πεδιάδες, τα Βραχώδη Όρη, η Άπω Δύση, η Δυτική Ακτή αποτελούν διαφορετικές εκδοχές του αμερικανικού τοπίου και σημαίνει διαφορετική συμβολή στη δημιουργία του αμερικανισμού και της πολιτικής ―εσωτερικής και εξωτερικής.

Η εμπειρία των Συνόρων ―η κατάκτηση εδαφών με εκτοπισμό αυτοχθόνων, η χρυσοθηρία, η εγκατάσταση στη γη― ενέχει κάποια συμβολικότητα: το «τελευταίο σύνορο» μετατοπίστηκε στα δυτικά μέχρι την ακτή του Ειρηνικού για να προχωρήσει αργότερα μέχρι τις Φιλιππίνες· αυτή η περιπετειώδης, συχνά πολεμική και αιματηρή προέλαση προς τη Δύση θεωρείται, δικαίως, ένα από τα υλικά της δημιουργίας του αμερικανικού χαρακτήρα και του αμερικανικού καπιταλισμού. Πράγματι, οι αξίες που διαμορφώθηκαν από την Κατάκτηση της Δύσης καθρεφτίζονται στον θεσμοποιημένο ανταγωνισμό, στην απληστία ―που, παρά την ιουδαιοχριστιανική παράδοση, αλλά και εξαιτίας της, εκλαμβάνεται ως αρετή, ως κινητήρια παρόρμηση του συστήματος της ελεύθερης αγοράς― καθώς και στον ίδιο τον αμερικανικό μιλιταρισμό. Αλλά βεβαίως η μεγάλη περιπέτεια της Δύσης δεν ερμηνεύει όλα τα αμερικανικά φαινόμενα κι εξάλλου άρχιζε ξανά και ξανά από την Ευρώπη, από τους ανθρώπους που διέσχιζαν τον Ατλαντικό προχωρώντας δυτικά.

Το καθοριστικό και «εξαιρετικό» γνώρισμα των ΗΠΑ είναι ότι συνιστούν ένα οιονεί έθνος, μια οιονεί αυτοκρατορία και μια οιονεί ήπειρο. Αυτές οι «οιονεί» ιδιότητες οφείλονται, όπως θα περίμενε κανείς, στην ίδρυση και στην ιστορική τους τροχιά: εξαρχής, η πολυφυλετικότητα και η πολυθρησκευτικότητα καθιστούσαν τις ΗΠΑ «οιονεί» έθνος επιρρεπές σε πολυδιάσπαση· η αμερικανική αυτοκρατορία δεν είχε ποτέ καθαρά εδαφική διάσταση· είχε χαρακτηριστικά οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής οντότητας που ξεπερνούσε τα σύνορά της· η δε ταύτιση των ΗΠΑ με μια ήπειρο ―Ηνωμένες Πολιτείες = «Αμερική»― ήταν και παραμένει συμβολική.

Η Κατάκτηση της Δύσης

Οι πρώτοι άποικοι, οι Ολλανδοί και οι Βρετανοί προτεστάντες, δημιούργησαν κοινότητες που έμοιαζαν με τις ευρωπαϊκές σε τοπία και κλίματα που δεν διέφεραν ριζικά από εκείνα της παλιάς πατρίδας. Η διαμόρφωση του αμερικανικού χαρακτήρα εντατικοποιήθηκε από την επέκταση προς τα δυτικά και τα νότια: το πνεύμα των Ιδρυτών Πατέρων που συνέταξαν το αμερικανικό Σύνταγμα και των πιονιέρων που, σύμφωνα με την αμερικανική μυθολογία, προχώρησαν ατρόμητοι στα παρθένα εδάφη ―στην πραγματικότητα, όχι και τόσο παρθένα εφόσον κατοικούσαν σ’ αυτά καμιά 600ριά ινιδάνικες φυλές― είναι δύο από τις πολλές συνιστώσες του αμερικανικού χαρακτήρα, της αμερικανικότητας.

 Ο πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ (1858-1919) ήταν ο πρώτος, ή από τους πρώτους, που συνειδητοποίησε ότι η Κατάκτηση της Δύσης μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για μια εξωτερική πολιτική επεμβάσεων οι οποίες προϋπέθεταν τον αμερικανικό πατριωτισμό και την επιθυμία της παγκόσμιας μονοπολικότητας. Αν και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ εξαρτάται από την κάθε ιστορική φάση, από την ιδεολογική τοποθέτηση των προέδρων και του Κογκρέσου κι από τη γενικότερη συγκυρία, η γεωγραφία φαίνεται ότι παίζει σταθερά ένα διαμορφωτικό ρόλο: οι ελίτ της Ανατολικής ακτής τοποθετούνται, σύμφωνα με το συμβατικό σχήμα που θα εξετάσουμε αργότερα, στους Wilsonians ―που έχουν στόχο την προώθηση της δημοκρατίας και του διεθνούς δικαίου― ενώ γενικά οι διανοούμενοι και οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων τοποθετούνται στους Hamiltonians, που δίνουν έμφαση στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις ή στους Jeffersonians που δίνουν περισσότερο βάρος στην τελειοποίηση της αμερικανικής δημοκρατίας παρά στις διεθνείς δεσμεύσεις. Πάντως, η πλειοψηφία των Αμερικανών, είτε είναι ενημερωμένοι για την εξωτερική πολιτική είτε όχι, μπορούν να θεωρηθούν, σύμφωνα με αυτό το σχήμα, Jacksonians: πιστεύουν στην τιμή, στον Θεό και στους στρατιωτικούς και πατριωτικούς θεσμούς.

Η γεωγραφία επηρεάζει την ενημέρωση: το ενδιαφέρον για την εξωτερική πολιτική και για τον υπόλοιπο κόσμο γενικότερα μειώνεται, όπως παντού, μαζί με το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο ―αλλά εξαρτάται επίσης από τη γεωγραφική θέση. Οι κάτοικοι στα βοσκοτόπια του Κεντάκι ή στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της Ιντιάνα δείχνουν, γενικά μιλώντας, ελάχιστο ενδιαφέρον για την άνοδο της Κίνας ή για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν· οι έγνοιες τους στρέφονται γύρω από την εργασία, την υγεία, την οικογένεια και την βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους: αυτός είναι πάνω-κάτω ο Jacksonian αμερικανικός τρόπος ζωής που προϋποθέτει κάποια εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ―προπάντων την τοπική― στην οποία ανατίθεται η ασφάλεια των πολιτών. Ο σερίφης εκλέγεται και πληρώνεται για να κάνει μια δουλειά που είναι θεμελιώδης για τον πολίτη, αλλά δεν σχετίζεται καθόλου με τις «δουλειές» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ιδιαίτερα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Με συμβολικό τρόπο, παρατηρούμε συχνά ότι οι «απομονωμένοι» Αμερικανοί της ενδοχώρας ευνοούν τον απομονωτισμό στην εξωτερική πολιτική ― όσο προχωρούμε προς τη Δύση η παράδοση των πιονιέρων φαίνεται πιο ζωντανή και οι άνθρωποι είναι πιο κοντά στη «γη», στο χώμα.

Αν και το τοπίο έχει διαμορφώσει πολλές παραλλαγές Αμερικανών ―Αμερικανοί των Μεγάλων Πεδιάδων, Αμερικανοί των Δασών στα βορειοδυτικά, Αμερικανοί της Ερήμου― η πιο εντυπωσιακή διαχωριστική γραμμή παραμένει η Mason and Dixon, ένα επίσης συμβολικό σύνορο ανάμεσα στην οικονομία των φυτειών που βασιζόταν στην εργασία των σκλάβων και στην οικονομία των μικρών αγροκτημάτων και της βιομηχανίας που βασιζόταν στην ελεύθερη και ειδικευμένη εργασία. Είτε δούμε τον Νότο με τα γεωγραφικά και αξιακά κριτήρια του πολέμου Βορείων-Νοτίων (1861-1865), είτε ως Sun Belt ―η οποία συνιστά μια πολύ ευρύτερη γεωγραφική και κλιματική οντότητα― θα παρατηρήσουμε ότι, αν και το 1865 ο Νότος ηττήθηκε, βρήκε τον τρόπο να κυριαρχήσει στο κοινωνικό εποικοδόμημα. Συμβαίνει συχνά με τους ηττημένους. Έτσι, πολλές από τις αξίες που αποδίδονται στον Νότο ―θρησκευτικός συντηρητισμός, κουλτούρα τιμής, στρατιωτική παράδοση, αγροτικό ιδεώδες, εθνικισμός, τοπικισμός― έχουν επικρατήσει σε εθνικό επίπεδο, στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτές οι «νότιες» αξίες φαίνονται αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου επηρεάζοντας το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έναντι του οποίου οι Δημοκρατικοί του Νότου ήταν ανέκαθεν πιο συντηρητικοί: σήμερα, όπου οι Δημοκρατικοί του Νότου έχουν κινηθεί στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα το οποίο αποτελεί τον φυσικό τους χώρο, ισχύει περισσότερο από ποτέ η παρατήρηση της Maggie Thrash πως η διαφορά μεταξύ βόρειων Ρεπουμπλικανών και νότιων Δημοκρατών είναι το ότι οι πρώτοι κυνηγούν ελάφια ενώ οι δεύτεροι κυνηγούν μπεκάτσες [3].

O Nότος, με τον ρομαντισμό του και με την τάση του να σκαρώνει ρομάντζα ακόμα και από τις πιο σκοτεινές πλευρές της ιστορίας του, επηρεάζει την εξωτερική πολιτική πέρα από τις κυβερνήσεις: η επιβολή του σεβασμού στον αμερικανικό στρατό στο εξωτερικό και στην αστυνομία στο εσωτερικό συγκροτεί το στερεότυπο του λαού που διακατέχεται από την έμμονη ιδέα του Νόμου και της Τάξης. Ενώ οι Ευρωπαίοι, παρά τις απειλές της τρομοκρατίας, των προσφυγικών πιέσεων, της Ρωσίας κτλ, αντιμετωπίζουν με σχετική δυσπιστία τον στρατό και την αστυνομία, στις ΗΠΑ, όπου δεν υπάρχει απειλή σε επίπεδο συνόρων, η μεγάλη πλειοψηφία, αν και απορρίπτει τις συγκεντροποιημένες κεντρικές διοικήσεις, υπολήπτεται όλα τα όργανα της εθνικής ασφάλειας. Το αμερικανικό αίσθημα του φόβου για διασάλευση της τάξης αποδίδει υψηλή κοινωνική αποστολή και υψηλό κοινωνικό κύρος σε όλες τις δυνάμεις τήρησής της. Στις νότιες πολιτείες αυτό το σχήμα είναι εντονότερο.

Στο συλλογικό φαντασιακό, ο στρατός, ιδιαίτερα όταν εκστρατεύει σε μακρινούς τόπους, ταυτίζεται με τους πιονιέρους που κατάφεραν να δαμάσουν άγρια και άγονα τοπία που φαίνονταν μη κατοικήσιμα: από αυτή την εμπειρία προκύπτει η πεποίθηση ότι οι Αμερικανοί μπορούν να κατακτήσουν εδάφη και να εγκατασταθούν οπουδήποτε στον κόσμο. Συχνά, κοινωνικές κατηγορίες όπως οι rednecks, παρότι εξαιτίας του φαντασιακού στοιχείου της κατηγοριοποίησής τους, δεν αποτελούν συμπαγή ιδεολογική και πολιτιστική ομάδα, εμφορούνται από ιδέες αμερικανικής παντοδυναμίας οι οποίες δεν στηρίζονται σε γεγονότα ούτε αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες πολιτικές ιδεολογίες: απορρέουν από τον πατριωτισμό και την πεποίθηση της αμερικανικής εξαιρετικότητας.

Το αίσθημα της παντοδυναμίας, που συνοδεύεται από το αίσθημα της ανασφάλειας, επιβεβαιώνεται από την τεχνική και τεχνολογική επέμβαση στο περιβάλλον: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσαν να ευημερήσουν χωρίς έργα θηριώδους κλίμακας τα οποία προέκυψαν στην πορεία των αιώνων από την ιδέα της τιθάσευσης της φύσης: όποιος μπορεί να χτίσει κάτι σαν το κολοσσιαίο Φράγμα Χούβερ στον ποταμό Κολοράντο μπορεί να κάνει τα πάντα. Το ότι παραμερίζεται μια τραγική υποσημείωση στην ιστορία της κατασκευής αυτού του εντυπωσιακού έργου ―ο θάνατος πάνω από εκατό ανθρώπων σε εργατικά δυστυχήματα― αντανακλά τον αμερικανικό ωφελιμισμό που συναντάμε και στην εξωτερική πολιτική. Το οδικό ταξίδι από τη μια ακτή στην άλλη, ιδιαίτερα αν ακολουθήσει κανείς τους blue highways που διασχίζουν τη βαθιά Αμερική, μπορεί να φανερώσει αυτές τις αντινομίες και μερικές ακόμη: από τη μία πλευρά, την αμερικανική κινητικότητα που ήταν κάποτε όχι μόνο «φυσική» αλλά και ταξική-οικονομική· κι από την άλλη πλευρά, τον αμερικανικό επαρχιωτισμό ο οποίος περιορίζει τη φυσική και διανοητική κινητικότητα εντός των συνόρων. Συχνά αυτά τα σύνορα στενεύουν τον χώρο των σύγχρονων Αμερικανών: οι Αμερικανοί, παρά τη γερμανική ρομαντική Wanderlust, που μεταμφυτεύτηκε στις ΗΠΑ ως μέρος της μύησης στον ενήλικο κόσμο και στη γνώση και που εξελίχθηκε, μαζί με την παράδοση της Κατάκτησης της Δύσης, σε συνήθεια περιπλάνησης, είναι σήμερα ένας από τους λιγότερο ταξιδεμένους λαούς στον κόσμο. Κι όταν ταξιδεύουν, επιβεβαιώνουν τον G. K. Chesterton που έγραφε ότι τα ταξίδια στενεύουν το πνεύμα [4].

Η γεωγραφική κινητικότητα, άλλοτε προς εξεύρεση εποχικής εργασίας, άλλοτε ως αντίδραση στις οργανωσιακές αξίες του καπιταλισμού και στο σταθερό κοινωνικό στάτους, πήρε κατά καιρούς μυθικές διαστάσεις με τους Αμερικανούς νταλικέρηδες να μεταμορφώνονται στο συλλογικό φαντασιακό σε ένα είδος knight-errants και με τους μπίτνικς να εκδηλώνουν, με ποιητικό τρόπο, μια αμερικανική μορφή δρομομανίας: το οδικό ταξίδια αναδείχτηκε σε στοιχείο της αμερικανικής ήπιας ισχύος, ένα από τα πιο ελκυστικά πολιτιστικά προϊόντα που είχαν να επιδείξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το οποίο ενέπνεε τη λογοτεχνία και την ποπ κουλτούρα εντός και εκτός της χώρας. Η αμερικανική περιπλάνηση διαφοροποιήθηκε από εκείνη του γερμανικού Ρομαντισμού διότι επικεντρωνόταν αρχικά στον journeyman ―μια βρετανική οντότητα―, στη συνέχεια στους hoboes που αναζητούσαν εργασία στα χωράφια ή στις οικοδομές και στους tramps που ταξίδευαν από πόλη σε πόλη αποφεύγοντας τη δουλειά όσο περισσότερο μπορούσαν. Η αμερικανική Wanderlust στη διάρκεια της Κατάκτησης της Δύσης, του Εμφυλίου Πολέμου και αργότερα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930, συνοδευόταν από χαρακτηριστικές συνήθειες της κάθε εποχής: διαδρομές με εμπορικά τρένα (freight-hopping), οτοστόπ, «roughing» [5] όπως ονόμαζε την περιπετειώδη περιπλάνηση ο Mαρκ Τουέιν ή ταξίδι με μια σακαράκα. Αν υπήρχε κάτι που προσέδιδε ρομαντισμό στην οικογένεια Joad στα «Σταφύλια της οργής» ήταν το ότι ταξίδευε προς την Καλιφόρνια με μια παλιά Ford. Οι σύγχρονες υπερενταντικές αερομεταφορές και οι υπεραυτοκινητόδρομοι ταχείας κυκλοφορίας έχουν καταργήσει αυτές τις συνήθειες που συνδέονταν με τη γη. Παραλλήλως, το μεγάλο μέγεθος των ΗΠΑ και η ποικιλία των τοπίων παρέχουν επαρκή χώρο και εμπειρίες ώστε να ενισχύεται η αμερικανική εσωστρέφεια, η άγνοια και η αδιαφορία για τον ευρύτερο κόσμο: έχει ενδιαφέρον το ότι η θέα από την κορυφή του Empire State Building ονομάζεται «παγκόσμια θέα» παρότι το βλέμμα φτάνει μέχρι το Νιου Τζέρζι, ενώ το Κάνσας Σίτι θεωρείται η «παγκόμια» πρωτεύουσα του μπάρμπεκιου και το χωριό Κορντίλ της Τζόρτζια η παγκόσμια πρωτεύουσα του καρπουζιού. Το αμερικανικό ταξίδι, ακόμα κι όταν συμβόλιζε την αμερικανική ακαθεσία» παρέμεν ενδοσυνοριακό: σπανιότερα οι ταξιδιώτες περνούν τον Ρίο Γκράντε στα νότια ή τη γέφυρα Aμπάσαντορ στα. βόρεια.

Οι περισσότεροι Αμερικανοί, θεωρώντας «μοναδική» την αμερικανική γεωγραφία, έχουν την τάση να διαχωρίζουν τον εαυτό τους από τον υπόλοιπο κόσμο: ιδιαίτερα στην ενδοχώρα όπου δεν αναγνωρίζουν τις ευρωπαϊκές τους καταβολές, η πρόσληψή τους για την ιστορία και την ταυτότητά τους είναι «μη-ευρωπαϊκή» (un-European), ακόμα και αντι-ευρωπαϊκή. Η ιδέα του John Winthrop για τον Νέο Κόσμο ως «πόλη ψηλά στον λόφο» [6] δημιούργησε, ήδη από τον 19ο αιώνα, μια μορφή αυτάρεσκου τοπικισμού, ο οποίος, όπως θα δούμε, εκφράζεται με την αντίληψη του εξαιρετισμού (exceptionalism) και της εξαίρεσης (exemptionalism): υποτίθεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα εξαιρετικό έθνος το οποίο επιπλέον μπορεί να εξαιρεθεί από τους κανόνες στους οποίους υποβάλλονται τα άλλα έθνη. 

Manifest Destiny: το πρόδηλο πεπρωμένο

H αμερικανική γεωγραφία καθόρισε την ιδέα του Manifest Destiny, του πρόδηλου πεπρωμένου των Ηνωμένων Πολιτειών ως φάρου της δημοκρατίας και ως ηγεμονικής δύναμης στον κόσμο. Η ιδέα του Manifest Destiny προέρχεται επίσης από την Κατάκτηση της Δύσης, από μια σκληρή περιπέτεια στην οποία η μεταμορφωτική αμερικανική μυθολογία προσέδωσε διαστάσεις ονείρου. Η πραγματικότητα ήταν κάθε άλλο παρά ονειρική: στην αμερικανική ιστορία έχουν εγγραφεί τραγωδίες, εγκλήματα, ακόμα και επεισόδια κανιβαλισμού [7].

Στον εντελώς κιτς αλληγορικό ζωγραφικό πίνακα του John Gast (1872) με τίτλο «Manifest Destiny» βλέπουμε την Columbia ―την ανθρωπομορφική απεικόνιση των ΗΠΑ― να προχωρεί ακάθεκτη προς τη Δύση εκπολιτίζοντάς τους ιθαγενείς και εξημερώνοντας την άγρια φύση. Η Columbia υπερίπταται των καραβανιών των πιονιέρων εγκαθιστώντας στο έρημο τοπίο σύρματα του τηλέγραφου και κρατώντας τη Βίβλο ενώ στο φόντο διαγράφονται μεταφορικά μέσα από τα άλογα και τα καράβια μέχρι το τρένο. Στην εποχή του John Gast το Manifest Destiny ήταν μια ευρέως διαδεδομένη πολιτιστική πεποίθηση: οι Αμερικανοί έποικοι είχαν τον ανώτερο προορισμό να επεκταθούν σε ολόκληρη τη βόρεια Αμερική τόσο λόγω των ιδιαίτερων αρετών τους, όσο και επειδή ήταν επιφορτισμένοι με την αποστολή να μεταμορφώσουν τη Δύση σε αγροτικό παράδεισο στα πρότυπα των πρώτων αμερικανικών πολιτειών της ανατολικής ακτής. Πίστευαν ότι αυτό ήταν το καθήκον και το πεπρωμένο τους. Ο όρος αποδίδεται συνήθως στον δημοσιογράφο John O'Sullivan (1813-1895) ο οποίος προωθούσε την ιδέα της προσάρτησης του Τέξας και του Όρεγκον, αλλά πιθανώς τον επινόησε η Jane Cazneau (1807-1878) που επίσης υποστήριζε με ενθουσιασμό τις εν λόγω προσαρτήσεις [8]. Η νοοτροπία που προέκυψε από την ιδέα του Μanifest Destiny είναι φανερή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ· εξίσου φανερή είναι και η αμφισβήτησή της: κατά τον 19ο αιώνα αποτελούσε μέρος της εργαλειοθήκης του Δημοκρατικού Κόμματος, ενώ ο Λίνκολν, ο Ulysses S. Grant και οι περισσότεροι Ουίγοι την απέρριπταν ―εκείνη την εποχή δεν υπήρχε συναίνεση γύρω από τον αμερικανικό επεκτατισμό. Οι Ουίγοι, που εξελίχθηκαν στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα (και στο πέρασμα του χρόνου διασπάστηκαν σε άλλα μικρότερα κόμματα), έβλεπαν την αμερικανική ηθική αποστολή περισσότερο ως δημοκρατικό παράδειγμα παρά ως κίνητρο και διαδικασία κατάκτησης. Το 1843, ο πρώην πρόεδρος John Quincy Adams (1767-1848), ο οποίος είχε την τάση να αλλάζει γνώμη ―στη διάρκεια της ζωής του πέρασε από τρία κόμματα― άλλαξε γνώμη και στο ζήτημα του Manifest Destiny· φοβόταν ότι η επέκταση προς τη Δύση θα σήμαινε επέκταση της δουλείας. Αν και αυτό συνέβη μόνο στο Τέξας, το Manifest Destiny χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τον εκτοπισμό από τη γη πολλών φυλών Ινδιάνων και τη φυσική εξόντωσή τους: η οικοδόμηση του αμερικανικού έθνους βασίστηκε τόσο στη ρομαντική δημιουργία ταυτότητας, που αποτελούσε ευρωπαϊκή κληρονομιά, όσο και στην παρόρμηση της επέκτασης μέχρις ένα ολοένα και πιο απομακρυσμένο φυσικό ή συμβολικό σύνορο.

Η ιδέα του Manifest Destiny τροφοδότησε την Jacksonian δημοκρατία ως μια από τις μορφές της πολιτικής φιλοσοφίας και διακυβέρνησης που θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο. Αυτό που έχει σημασία για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι η πεποίθηση ότι οι αξίες της ισότητας, της ελευθερίας της συνείδησης και της «σωτηρίας» του ανθρώπου έπρεπε να διαδοθούν στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση και στον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Κατά τον 19ο αιώνα, στο επιχείρημα προστίθετο η ιδέα της θεϊκής παρέμβασης· το ότι ο Θεός ευνοούσε την εδαφική επέκταση προκειμένου να τραφούν και να πληθύνουν οι Αμερικανοί που χρόνο με τον χρόνο γίνονταν περισσότεροι. H υπόθεση του ζωτικού χώρου είχε διατυπωθεί από τον καιρό της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, και πάλι με παραπομπή στη Γένεση: Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την Γην. Και ακριβώς όπως πρότεινε η Γένεση, η κατάκτηση του ζωτικού χώρου συνοδευόταν από την τιθάσευση της απεραντοσύνης, από την αντικαστάσταση του «χάους» με την «τάξη», τη διάδοση των ποικίλων εκδοχών του χριστιανισμού και την εκπλήρωση των ατομικών επιδιώξεων των εποίκων. Το ταξίδι προς τα δυτικά απελευθέρωνε τους πρώτους Αμερικανούς από τους περιορισμούς του πολιτισμού, που τους επέβαλλαν οι ασφυκτικές πουριτανικές κοινότητες με τους φοροεισπράκτορες, τους ιερωμένους και τους αδιάκριτους γείτονες. Η απουσία ανθρώπινων ορόσημων ήταν απελευθερωτική και διευκόλυνε την αξιοποίηση της φύσης υπέρ των ανθρώπων [9]: τα δέντρα υπήρχαν για να γίνουν ξυλεία, τα λιβάδια για να γίνουν αγροκτήματα και κτηνοτροφικές μονάδες· η πρωτόγονη ζωή έπρεπε να μετατραπεί σε πολιτισμό, ελευθερία και νόμο. Οι στρατιωτικοί όροι με τους οποίους οι πιονιέροι περιέγραφαν τη σχέση τους με τη φύση επικράτησαν τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1960. Πράγματι, η φύση τούς απειλούσε με φαινόμενα που δεν καλογνώριζαν ―τυφώνες, κυκλώνες, αμμοθύελλες, παγοθύελλες, επιδρομές ακρίδων― καθώς και με αποστάσεις που δεν αντιστοιχούσαν στα ευρωπαϊκά μεγέθη.

Αν και ο σημερινός Αμερικανός επαγγελματίας στρατιώτης που σταθμεύει σε μακρινούς τόπους προσπαθώντας να φέρει εις πέρας πολεμικές αποστολές δεν εμπνέεται από το πνεύμα των πιονιέρων και της Άγριας Δύσης, το ότι βρίσκεται σε μακρινούς τόπους σχετίζεται με αυτό το παρελθόν· η προπαγάνδα που καλύπτει την παρουσία του αναφέρεται εμμέσως α’ αυτή την κληρονομιά, στην ώθηση του «τελευταίου συνόρου» [10] και σε μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Όπως έγραφε ο Toκβίλ, οι Αμερικανοί δεν ενδιαφέρονται για το παρελθόν, ενδιαφέρονται για το μέλλον· αγαπούν την πατρίδα τους όχι τόσο γι’ αυτό που υπήρξε αλλά γι’ αυτό που θα γίνει, γι’ αυτό που προορίζεται στη βάση του Manifest Destiny. Ο παρατατικός και ο αόριστος παρελθών χρόνος βρίσκονται σε αχρησία· ο παρών αποφεύγεται: το κινητήριο σύνθημα είναι «It’s too late already».

Οι περισσότεροι Δημοκρατικοί του 19ου αιώνα στήριζαν την εδαφική επέκταση ως εγγύηση του μέλλοντος, ενώ οι Oυίγοι στον Βορρά είχαν διαφορετικές προτεραιότητες: κυρίως, την εκβιομηχάνιση και την οικονομική ανάπτυξη στη ήδη υπάρχουσα επικράτεια. Οι Δημοκρατικοί, που είχαν μεγάλη δύναμη στον Νότο, δυσπιστούσαν έναντι της βιομηχανίας: ήταν προσκολλημένοι στο όραμα του Tόμας Τζέφερσον για τις αγροτικές κοινότητες και, προπάντων, στην τότε κυρίαρχη ιδεολογία του βιολογικού ρατσισμού σύμφωνα με την οποία οι μαύροι και οι αυτόχθονες Αμερικανοί Ινδιάνοι ήταν κατώτεροι· οι μαύροι διανοητικά κατώτεροι ―παιδαριώδεις και νωθροί― οι Ινδιάνοι πολιτισμικά κατώτεροι, αλλά όχι ελλειμματικοί σε ευφυΐα. Η μείξη των φυλών, οι οποίες στον 19ο αιώνα δεν θεωρούνταν κοινωνικές κατασκευές αλλά βιολογικές οντότητες, και οι σχέσεις μεταξύ τους έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής η οποία εναποτέθηκε αποκλειστικά στα χέρια των Αμερικανών ευρωπαϊκής προελεύσεως, κυρίως των προτεσταντών, οι οποίοι ενώθηκαν συμβολικά στην ταυτότητα των White Anglo-Saxon Protestants. Οι WASPs, αν και δεν ήταν όλοι Αγγλοσάξονες, δημιούργησαν ήδη από την εποχή του Λίνκολν αντιμεταναστευτικό νατιβιστικό κίνημα το οποίο ενίσχυε την ιδέα του Manifest Destiny και του αμερικανικού πατριωτισμού: αυτή η ιδέα συνδέθηκε με την εδαφική, πολιτική και πολιτιστική επέκταση from sea to shining sea. Και το μουσικό κομμάτι «America the Beautiful» του Samuel A. Ward στο οποίο το 1895 η Katharine Lee Bates πρόσθεσε τους πατριωτικούς στίχους εξέφραζε το Manifest Destiny ως μέρος της αμερικανικής υμνωδίας. Ωστόσο, η ιδέα της υπεροχής της λευκής φυλής δεν ήταν πάντοτε κίνητρο επέκτασης: για παράδειγμα, αποθάρρυνε πολλούς Αμερικανούς από την επέκταση στο Μεξικό ― πολλές αντιρρήσεις για τον αμερικανο-μεξικανικό πόλεμο (1846-1848) οφείλονταν στην απροθυμία να προσαρτηθούν εδάφη όπου ζούσαν μη λευκοί πληθυσμοί. Όσο για τους υποστηρικτές του πολέμου, ισχυρίζονταν ότι η προσάρτηση Ινδιάνων και μιγάδων θα οδηγούσε στη βελτίωσή των πιο «αδύναμων φυλών», σε ένα είδος φυλετικής και πολιτιστικής αναβάθμισης [11].

Αν και δεν είχε ακόμα διατυπωθεί ο όρος Manifest Destiny, η αγορά της Λουιζιάνα το 1803 ―η οποία αντιστοιχούσε σε ένα διαφορετικό και πολύ πιο εκτεταμένο έδαφος από τη σημερινή πολιτεία― έδειχνε την αμερικανική τάση της διαρκούς επέκτασης και την ιδέα του Τόμας Τζέφερσον ότι οι Αμερικανοί ήταν ο περιούσιος λαός του Θεού που θα εγκαθιστούσε μια ενάρετη αβασίλευτη δημοκρατία σε ολόκληρη τη βόρεια Αμερική. Με αυτό το κίνητρο και με θεϊκή εξουσιοδότηση, οι πιονιέροι προχώρησαν απορρίπτοντας το βρετανικό σχέδιο για τη δημιουργία κράτους των Ινδιάνων νοτίως των Μεγάλων Λιμνών ―μετά από αυτή την απόρριψη, οι Βρετανοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται, με φρίκη, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυσσαν δική τους νοοτροπία που διαφοροποιούνταν με τη βρετανική. Αν και αργότερα θα γινόταν λόγος για τον ναρκισσισμό των μικρών διαφορών μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας [12], το γεγονός ότι οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να αγοράσουν κοψοχρονιά τη γη των Ινδιάνων έδειχνε στην παλιά ευρωπαϊκή μητρόπολη ότι κινούνταν σε εντελώς διαφορετική τροχιά. Η πολιτική των Αμερικανών ήταν αφομοιωτική, διέφερε από εκείνη της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας: καλώντας τους Ινδιάνους να ενσωματωθούν στην αμερικανική κοινωνία ώστε να σταματήσουν οι πόλεμοι μεταξύ φυλών και οι επιδρομές εναντίον λευκών εποίκων και ταξιδιωτών, οι Αμερικανοί ζητούσαν από τους Ινδιάνους να μετακινηθούν από το κυνήγι στη γεωργία και στην κτηνοτροφία· δεν αντιλαμβανονταν ότι το ανθρωπολογικό άλμα παραήταν μεγάλο. Οι σχεδιαστές τέτοιων εκπολιτιστικών προγραμμάτων πίστευαν ότι αν οι ιθαγενείς φυλές εγκαθίσταντο σε πόλεις και χωριά θα χρησιμοποιούσαν λιγότερη γη: έτσι, θα αρκούσε για τους εποίκους οι οποίοι μέσω της Homestead Act του 1862 αποκτούσαν χωράφια και έχτιζαν υποστατικά σε περιοχές που ήταν μέχρι τότε ακατοίκητες.

Την πεποίθηση ότι στην πορεία της ιστορίας ο πολιτισμός προχωρεί προς τα δυτικά εξέφραζε ένας άλλος εξίσου περίφημος πίνακας με τίτλο «Westward the Course of Empire Takes Its Way» του Emanuel Leutze (1861) ― ο Leutze είχε δανειστεί τον τίτλο από ένα ποίημα του επισκόπου George Berkeley (1685-1753), εκπροσώπου του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Πράγματι, παρά την προσάρτηση της Αλάσκας, οι περισσότεροι συνήγοροι του Manifest Destiny είχαν το βλέμμα στραμμένο προς στη Δύση και προς τον νότο ―τουλάχιστον μέχρι το κύμα της χρυσοθηρίας του Kλοντάικ το 1896. Αν και η αγορά της Αλάσκας από τη Ρωσία το 1867 πρόσθεσε στην αμερικανική επικράτεια 518.800 τ.χλμ, στην αρχή φαινόταν πεταμένα λεφτά ―λες και ο πρόεδρος Andrew Johnson (1865-1869) με τον τότε υπουργό Εξωτερικών William H. Seward είχαν ξοδέψει 7,2 εκατομμύρια δολάρια για να αγοράσουν χιόνι. Στη συνέχεια, το 1898, η προσάρτηση της Χαβάης (πρώην Νήσοι Σάντουιτς) έφερε στο προσκήνιο την ιδέα του Manifest Destiny μαζί με μια αυξημένη δόση χριστιανικού ιεραποστολισμού. Όπως έγραφε ο προτεστάντης ιεραπόστολος Josiah Strong στο μπεστ-σέλερ «Our Country» (1885), ο ορίζοντας των ΗΠΑ ήταν μια «αγνή πνευματική χριστιανικότητα»· «η Αμερική δεν έπρεπε να σωθεί μόνο για δικό της όφελος αλλά για το όφελος όλου του κόσμου»: η πρόταση εκφράζει ακόμα και σήμερα τον αμερικανικό ιδεαλισμό και τις μεσσιανικές αυταπάτες στην εξωτερική πολιτική. Οι βλέψεις των ΗΠΑ στην Κούβα, στο Πουέρτο Ρίκο, στο Γκουάμ και στις Φιλιππίνες εντάχθηκαν στο πλαίσιο του Manifest Destiny, αλλά προκάλεσαν πικρές διαφωνίες τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στα εδάφη που αρνούνταν να προσαρτηθούν. Το αποτέλεσμα ήταν εχθροπραξίες που σε μερικές περιπτώσεις, όπως στις Φιλιππίνες, κατέληξαν σε μια μορφή αποικιοκρατίας: όπως είναι γνωστό, οι Φιλιππίνες ανεξαρτητοποιήθηκαν το 1946 χωρίς η ανεξατητοποίησή τους να βελτιώσει τη μοίρα τους. Πάντως, κάθε φορά που οι Αμερικανοί διαπίστωναν ότι στα εδάφη που εποφθαλμιούσαν υπήρχαν αντι-αμερικανοί εθνικιστές έδειχναν κατάπληκτοι: σύμφωνα με την αμερικανική κοινή γνώμη ήταν λογικό οι ξένοι πληθυσμοί να θέλουν να ενταχθούν στις ΗΠΑ· το να μη θέλουν φαινόταν παράλογο.

Την «αυτοκρατορία της ελευθερίας» που ανήγγειλε ο Τζέφερσον συνέχισαν ο Λίνκολν, ο Wilson και ο Τζορτζ Γ. Μπους ―ο καθένας με τον τρόπο του. Ενδιαμέσως, το Manifest Destiny βγήκε στην επιφάνεια στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο: όπως γράφει ο John Dower, «επί Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, οι Αμερικανοί ήταν εμποτισμένοι από αίσθημα πρόδηλου πεπρωμένου» [13] το οποίο εξέφραζε με ποικίλους τρόπους η πολεμική προπαγάνδα και η λαϊκή κουλτούρα ―μέρος της οποίας είχε στο μεταξύ απομυθοποιήσει τις αρετές των πιονιέρων και των ανθρώπων των Συνόρων. Πάντως, η αμερικανική νοσταλγία για τις πρώιμες λειτουργίες του πρόδηλου πεπρωμένου ―για την εποποιία της Δύσης που κατέληξε στη δημιουργία του έθνους― κινητοποίησε την αμερικανική πολιτική τόσο στις επιτυχημένες της επιχειρήσεις, όσο και στις αποτυχημένες στη διάρκεια του 20ού και 21ου αιώνα. Η εμπειρία των πιονιέρων, εκτός του ότι υπογραμμίζει τα χαρακτηριστικά της αμερικανικότητας ―επινοητικότητα, καινοτομία, ένοπλη βία, πρακτικό πνεύμα, ωφελιμισμός― τροφοδοτεί ακόμα τό,τι έχει απομείνει από το αμερικανικό όνειρο και τον αμερικανικό λαϊκισμό, ο οποίος βρίσκεται και πάλι σε άνοδο: όπως στην εποχή του προέδρου Άντρου Τζάκσον (1767-1845) ήταν επιθυμητό να προέρχεται ένας πολιτικός από τις ξύλινες καλύβες της ενδοχώρας, έτσι και σήμερα τα παιδιά του λαού εκπροσωπούν τη γη και το πρόδηλο πεπρωμένο της Αμερικής. Εικόνες σαν εκείνη του Θίοντορ Ρούσβελτ (1858-1919) που εμφανιζόταν ως καουμπόι πάνω στο άλογο, ως Rough Rider, αναβιώνουν για να επεδείξουν την οικονομική και ταξική δυνατότητα του αμερικανικού συστήματος ―from rags to riches― καθώς και τη δυνατότητα μετατροπής της απεραντοσύνης σε κατοικημένο τοπίο, σε πολιτισμό. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν εντάσσονται σ’ αυτό το πλαίσιο του εκπολιτισμού «άγριων τοπίων» όπου κατοικούν απολίτιστες φυλές. Ο πρώιμος λαϊκισμός τον οποίον ενσάρκωναν οι καουμπόηδες και οι άνθρωποι των Συνόρων σφυρηλάτησε τα αμερικανικά χαρακτηριστικά τα οποία συναντάμε στη αμερικανική πολιτική: εχθρότητα προς τους διανοουμένους, επιθυμία εξημέρωσης της φύσης, των ζώων και των ανθρώπων (domestication), αυταπάτη εκπολιτισμού πρωτόγονων λαών.

Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας από τους πρώτους αφιχθέντες στον Νέο Κόσμο, η αμερικανική γεωγραφία ήταν ένα διακύβευμα το οποίο δεν μπορούσε να διασφαλιστεί χωρίς δράση: αν και όπως θα δούμε υπήρξαν διακυμάνσεις αυτής της δράσης ―με αποτέλεσμα να μιλάμε, κάπως καταχρηστικά, για «απομονωτισμό» και για «επεμβατισμό»― στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ ασκούσαν πάντοτε, αδιαλείπτως, επεμβατική εξωτερική πολιτική. Στην αρχή, στη Βόρεια Αμερική, στη συνέχεια στο δυτικό ημισφαίριο, ύστερα σε ολόκληρο τον κόσμο ―ήδη από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, η ιδέα του Manifest Destiny δικαιολογούσε τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε μια φαινομενικά ευρωπαϊκή υπόθεση στην οποία οι Αμερικανοί δεν θα ήταν πρόθυμοι να εμπλακούν χωρίς την έμπνευση αυτού του «πεπρωμένου»: αν και ο όρος δεν χρησιμοποιούνταν πια όσο στο παρελθόν, η πολεμική προπαγάνδα τον επιστράτευσε κολακεύοντας ταυτοχρόνως τους Αμερικανούς και τη δημοκρατία τους έναντι του Παλαιού Κόσμου ο οποίος γλιστρούσε στον αυταρχισμό. Τότε, ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον συνόδευσε την ιδέα του Manifest Destiny με την απόρριψη του επεκτατισμού, με την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών και την ανάδειξη των ΗΠΑ σε ηγετική δύναμη στον παγκόσμιο αγώνα για τη δημοκρατία. Αργότερα, ιδιαίτερα μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, η ιδέα της ηγεμονίας του «ελεύθερου κόσμου» γενικεύτηκε και ενισχύθηκε ―ωστόσο, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι ΗΠΑ έκαναν, με κυμαινόμενη επιτυχία, αυτό που κάνουν από το 1945: προσπάθειες οικονομικής και εδαφικής επέκτασης μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων, οικοδόμηση εθνών και εγκατάσταση φιλοαμερικανικών καθεστώτων. Η ιδέα του Manifest Destiny ήταν η αμερικανική εκδοχή του «White man's burden» της βρετανικής αποικιοκρατίας: αν και ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ είχε γράψει το ποίημα «Η ευθύνη του λευκού ανθρώπου» για τον πόλεμο ΗΠΑ-Φιλιππίνων (1899-1902), η αποικιοποίηση ως «ηθικό καθήκον» ενέπνεε τον βρετανικό ιμπεριαλισμό: τη φράση χρησιμοποιούσαν συχνά οι εκπρόσωποί του όπως ο Cecil Rhodes και ο λόρδος Milner. Και παρότι οι Αμερικανοί ένιωθαν ξεκομμένοι από τη Βρετανία, δεν ήταν λίγοι όσοι άκουσαν τον Kίπλινγκ όταν τους ενθάρρυνε να αποικίσουν και να προσαρτήσουν το αρχιπέλαγος του Ειρηνικού με σκοπό να εκπολιτίσουν τους ιθαγενείς. Δεν συμφωνούσαν όλοι: ο Mαρκ Τουέιν απάντησε με ένα εκτεταμένο άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1901 στη North American Review με τίτλο «To the Person Sitting in Darkness», όπου επέκρινε την ιμπεριαλιστική εμπλοκή στις Φιλιππίνες, στην Κίνα (στον πόλεμο των Μπόξερς) και στη Νότια Αφρική (στον πόλεμο των Μπόερς) [14].

Παρά τις αμφισβητήσεις, από την Ανεξαρτησία μέχρι τη σταθεροποίηση του δικομματικού συστήματος Ρεπουμπλικανών-Δημοκρατών λίγο πριν από τον πόλεμο Βορείων-Νοτίων, υπήρχαν δεκάδες, ίσως εκατοντάδες, βραχύβια κινήματα και κόμματα που εμπνέονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από την ιδέα του Manifest Destiny. Αν και μερικά στρέφονταν γύρω από την κατάργηση ή τη διατήρηση της δουλείας, ενώ άλλα είχαν επίκεντρο την κατανομή της γης και τα εργατικά δικαιώματα, το Manifest Destiny αποτελούσε το ενοποιητικό τους νήμα. Ένα από αυτά ήταν το Κίνημα Young America, μια πολιτική και πολιτιστική στάση που στα μέσα του 19ου αιώνα εμπνεόταν από τα μεταρρυθμιστικά ευρωπαϊκά κινήματα όπως το Junges Deutschland, το La Giovane Italia και οι Νέοι Χεγκελιανοί. Την αμερικανική ομάδα είχαν ιδρύσει το 1845 ο Edwin de Leon και ο George Henry Evans συνηγορώντας υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, της επέκτασης προς τα δυτικά και προς τα νότια, καθώς και υπέρ της στήριξης των ρεπουμπλικανικών, αντι-αριστοκρατικών κινημάτων του εξωτερικού. Στη δεκαετία του 1850 το κίνημα Young America προσχώρησε στο Δημοκρατικό Κόμμα αν και παρέμεινε περισσότερο μεσοαστικό, εκσυγχρονιστικό και κοσμοπολιτικό από την πλειοψηφία των Δημοκρατικών ψηφοφόρων: ο κοινός χώρος με τους Δημοκρατικούς ήταν το Manifest Destiny και η δημοκρατία του Τζάκσον. Στην πραγματικότητα, αν και o O’Sullivan δεν είχε επινοήσει την έννοια και τον όρο έτσι όπως εφαρμόστηκε με χρήση βίας, το στοιχείο της βίας δεν έλειπε από την Jacksonian δημοκρατία: η βία συνόδευε την ιδέα του αμερικανικού εξαιρετισμού περίπου όπως θα συνόδευε λίγο αργότερα την ιδέα του μπολσεβικισμού, ο οποίος ήταν εξίσου αν όχι εντονότερα μεσσιανικός. Οι Αμερικανοί επιθυμούσαν να διαφοροποιηθούν ριζικά από την Ευρώπη· πίστευαν ότι δεν είχαν πια τίποτα κοινό με την παράδοση της αριστοκρατίας και των τάξεων των ευγενών ενώ παραλλήλως ανέπτυσσαν την αμερικανική παραλλαγή του βρετανικού ζινγκοϊσμού με το πλεονέκτημα του πολύ μεγαλύτερου μητροπολιτικού χώρου. Αν η Βρετανία χωρίς τις αποικίες ήταν ένα μικρό νησί, οι ΗΠΑ ήταν μια «απέραντη» χώρα.

Filibusterism [15]

Στον 19ο αιώνα, ξεκίνησε μια πολιτική που έγινε γνωστή ως filibusterism από την ισπανική λέξη filibustero ή και από την ολλανδική vrijbuiter. Filibuster ή freebooter. Filibustero είναι εκείνος που εμπλέκεται σε έκνομες ή εν πάση περιπτώσει μη νομιμοποιημένες στρατιωτικές αποστολές σε ξένες χώρες για να υποδαυλίσει ή για να στηρίξει εξεγέρσεις και αποσχιστικά κινήματα. Ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενθάρρυνση εξεγέρσεων στη Λατινική Αμερική προκειμένου οι ΗΠΑ να εγκαταστήσουν καθεστώτα που θα ευνοούσαν την εδαφική προσάρτηση. Η επανάσταση στο Τέξας και η εξέγερση Bear Flag στη βόρεια Καλιφόρνια είναι παραδείγματα επιτυχημένου filibustering· αντιθέτως, απέτυχαν ο λεγόμενος Filibuster War στη Νικαράγουα, το κίνημα All of Mexico, η προσπάθεια να αγοραστεί η Κούβα από την Ισπανία (το Μανιφέστο της Οστάνδης) και η Αποστολή Lopez στην Κούβα. Οι filibusters ήταν στρατιώτες χωρίς επίσημη κυβερνητική εντολή και ιδεολογία· δεν διέφεραν πολύ από τους σημερινούς μισθοφόρους: επρόκειτο για τυχοδιώκτες που ενεργούσαν για ίδιον όφελος ―οικονομικά συμφέροντα ή πολιτικές φιλοδοξίες τις οποίες στήριζαν, κατά καιρούς, οι Αμερικανοί πολιτικοί, του Δημοκρατικού Κόμματος κυρίως. Αν και μπορούμε να παρομοιάσουμε τις επιχειρήσεις των filibusters με τις σύγχρονες covert operations, οι filibusters μυθοποιήθηκαν και ρομαντικοποιήθηκαν όπως συμβαίνει συχνά στην αμερικανική ιστορία. Για παράδειγμα, ο filibuster William Walker, (1824-1860) που ηγήθηκε εκστρατειών στο Μεξικό και στην Κεντρική Αμερική, αναδείχτηκε κυβερνήτης της Νικαράγουας για να τον αιχμαλωτίσει στη συνέχεια το βρετανικό ναυτικό και να τον εκτελέσει η κυβέρνηση της Ονδούρας [16]. Ο Walker, η σύντομη ζωή του οποίου περιλάμβανε μια δακρύβρεχτη ιστορία αγάπης, τη συμμετοχή στη μυστική στοά ιμπεριαλιστών του Νότου «Ιππότες του Χρυσού Κύκλου» και μια μονομαχία στην Ιεραποστολή Ντολόρες του σαν Φρανσίσκο, έγινε θρύλος ―όσο για το filibustering συνδέθηκε με τις μεσσιανικές προθέσεις της εδαφικής και οικονομικής επέκτασης. Άνθρωποι σαν τον Walker ισχυρίζονταν ότι ήθελαν να σώσουν εδάφη και χώρες από παρακμάζουσες δυνάμεις όπως ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα η ισπανική αυτοκρατορία ―και παρότι ο ιδεαλισμός τους δεν γινόταν πιστευτός, οι filibusters πήραν θέση στην αμερικανική μυθολογία και έγιναν μέρος μιας ηρωικής πινακοθήκης. Σ’ αυτή την παράδοξη ηρωοποίηση την οποία έχει δημιουργήσει η λαϊκή κουλτούρα συνωστίζονται παράνομοι, λήσταρχοι και συμμορίτες, όπως ο Jesse James, ο Billy the Kid, οι αδελφοί Dalton, ο Black Bart (που άφηνε ποιητικά μηνύματα στους τόπους των ληστειών), ο Butch Cassidy και ο Sundance Kid, μαζί με desperados, αδέκαστους εκπροσώπους του Νόμου, πιστολάδες και vigilante, τρομερές γυναίκες των Συνόρων που μασάνε καπνό ―σαν την Calamity Jane και την Annie Oakley― και διασκεδαστές όπως ο Buffalo Bill Cody που με το περιοδεύον θέαμά του αναπαριστούσε την κατάκτηση της Δύσης. Όλες αυτές οι μυθικές εικόνες που ξεπηδούν από τα αμερικανικά τοπία τα οποία έχουν διαμορφώσει στη συλλογική φαντασία οι ταινίες γουέστερν ―βραχόλοφοι της Αριζόνα και έρημοι με κάκτους― διατηρούν κάποια αντιστοιχία στις εκδηλώσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: το φολκλόρ αποκρύπτει ορισμένες πτυχές των γεγονότων ενώ ταυτοχρόνως αναδεικνύει τις νοοτροπίες, τους στόχους και τα συστατικά που δημιούργησαν τα αμερικανικά στερεότυπα.

Go West, young man

Η αμερικανική λογοτεχνία και ο κινηματογράφος παρουσιάζουν συχνά τους ήρωες να κατευθύνονται στα δυτικά: στο τέλος του ταξιδιού βρίσκουν αυτό που ψάχνουν· τον έρωτα, τη φήμη, την αλήθεια, τον εαυτό τους. Όσοι πηγαίνουν προς τη δυτική ακτή είναι συνήθως φτωχοί, ή άτυχοι, ή κάποιος τους κυνηγάει· όσοι πηγαίνουν προς την ανατολική είναι πιο προικισμένοι για την επιτυχία και το χρήμα. Στη λαϊκή αμερικανική κουλτούρα δεν ξεκινάς με ένα παλιό αυτοκίνητο από την Οκλαχόμα για να πας στο Κόνι Άιλαντ· ο προορισμός σου είναι η ακτή του Ειρηνικού.

H φράση «Go West, young man» αποδίδεται αυθαιρέτως στον δημοσιογράφο Horace Greeley (1811-1872): «Η Ουάσιγκτον δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να ζεις. Τα νοίκια είναι ακριβά, τα τρόφιμα κακής ποιότητας, η σκόνη αηδιαστική και τα ήθη αξιοθρήνητα. Να πας στη Δύση, νεαρέ, να πας στη Δύση και να εξελιχθείς μαζί με τη χώρα.» Υποτίθεται ότι η προτροπή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New-York Daily Tribune, στις 13 Ιουλίου 1865 κι ότι υπήρχε ήδη στο βιβλίο του Greeley «Hints Τoward Reforms» (1850), αλλά οι μελετητές δεν τη βρήκαν ούτε στην εφημερίδα ούτε στο βιβλίο. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: υπήρχε με διάφορες διατυπώσεις και με σκοπό να ενθαρρυνθούν κάτοικοι από τα ανατολικά και βετεράνοι του Εμφυλίου Πολέμου να εγκατασταθούν στις περιοχές που θεωρούνταν «δημόσιες». Ο Greeley ήταν υπέρ της εποίκισης της Δύσης· έβλεπε τη γόνιμη καλλιεργήσιμη γη ως τον ιδεώδη τόπο για όσους ήταν πρόθυμοι να εργαστούν σκληρά: η προτροπή «Go West, young man», αν και στα μέσα του 19ου αιώνα υπονοούσε ότι η αγροτική παραγωγή θα έλυνε πολλά από τα ενδημικά προβλήματα της ανεργίας και της φτώχειας των μεγαλουπόλεων της ανατολικής ακτής, επηρέασε ποικιλοτρόπως την αμερικανική ιστορία [17].

Η κατάκτηση της Δύσης ολοκληρώθηκε το 1912 με την προσχώρηση των τελευταίων δυτικών εδαφών στην ομοσπονδία (αργότερα, το 1959, προστέθηκαν ως πολιτείες η Αλάσκα και η Χαβάη) και έγινε το κύριο μέρος του εθνικού μυθιστορήματος. Η εξωστρέφεια των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα καθόρισε τον εθνικό χαρακτήρα ―ήταν, έτσι κι αλλιώς, η εποχή της διαμόρφωσης του ενιαίου έθνους μέσω της πολιτικής του χωνευτηριού― και δημιούργησε εκείνο το σύνολο ιδιοτήτων που συνθέτουν την αμερικανικότητα: γεωγραφική κινητικότητα, αμυντική και επιθετική βία, ανταγωνισμό, επιβιωτικότητα, καινοτομία, αισιοδοξία, ατομικισμό και δυσανεξία στην εξωτερική κριτική. Προπάντων, τότε, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ΗΠΑ απέκτησαν τα σύνορα που τις οδήγησαν στο καθεστώς της υπερδύναμης: αν και στο πέρασμα του χρόνου θα συνέβαιναν κάποιες γεωγραφικές τροποποιήσεις με διαστολή των συνόρων, η αμερικανική γεωγραφία στις παραμονές του Α’ παγκοσμίου πολέμου είχε ήδη οικοδομήσει τον αμερικανικό χαρακτήρα.

Η οικοδόμηση αυτού του χαρακτήρα ο οποίος καθορίζει εν πολλοίς την εξωτερική πολιτική είναι μια συνεχής διαδικασία: οι νοοτροπίες εξελίσσονται όπως εξελίσσονται όλα. Αν και ο ρεβιζιονισμός στην αμερικανική ιστοριογραφία, στη λαϊκή κουλτούρα, σε όλες τις εθνικές αφηγήσεις, έχει στόχο τη διαμόρφωση ενός καινούργιου Αμερικανού που θα έχει αποτινάξει την πατριαρχία, τη γενοκτονική συμπεριφορά και την υποκρισία των χριστιανικών αξιών, προς το παρόν η εξωτερική πολιτική εξαρτάται από την μυθολογική ιστορία της Δύσης η οποία βαραίνει περισσότερο από οποιαδήποτε ιδεολογία. Από τις απαρχές της αμερικανικής ιστοριογραφίας, οι ιστορικοί προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα που έθεσε ο J. Hector St. John de Crèvecœur στην τρίτη επιστολή του («Letters From an American Farmer», 1782): «Τι είναι ο Αμερικανός;» Ο Crèvecœur πίστευε ότι από τη διαφορετική γεωγραφία, από το διαφορετικό φυσικό περιβάλλον, αναδύονται διαφορετικές κοινωνίες: ήταν πράγματι ο Αμερικανός ένας «νέος άνθρωπος» με μοναδικά χαρακτηριστικά που τον ξεχώριζαν από τους προγόνους του στον Παλαιό Κόσμο; Ή ήταν ένας Ευρωπαίος που είχε μετεμφυτευτεί στον Νέα Κόσμο και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με μικρές προσαρμογές; Την πιο ευρέως αποδεκτή και την πιο ευρέως αμφισβητούμενη απάντηση έδωσε το 1893 ο Frederick Jackson Turner (1861-1932) ο οποίος ανέπτυξε τη λεγόμενη Frontier Thesis, σύμφωνα με την οποία οι Αμερικανοί όφειλαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους θεσμούς τους στο φυσικό περιβάλλον του Νέου Κόσμου: στην αυθονία της ελεύθερης γης και σε ένα κινητό σύνορο που προχωρούσε καθώς ωρίμαζε ο πολιτισμός. Αν και πράγματι, όπως υποστήριζε ο Turner, η εμπειρία των πιονιέρων είχε ως αποτέλεσμα να κρίνονται οι άνθρωποι από τα δικά τους επιτεύγματα και όχι από εκείνα των προγόνων τους, όσοι διαφωνούσαν με τη θεωρία του περί της μετασχηματιστικής δύναμης των Συνόρων πίστευαν ότι οι αμερικανικοί θεσμοί μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί μόνο ως αποφυάδες του ευρωπαϊκού πολιτισμού ―ιδιαίτερα των τευτονικών φυλών που είχαν αναπτυχθεί στα δάση της μεσαιωνικής Γερμανίας. Ο Turner επέμενε ότι έτσι εξηγούνταν οι ομοιότητες μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού πολιτισμού αλλά όχι οι διαφορές τους, οι οποίες, συνέχιζε, οφείλονταν στην άγρια φύση που δεν ευνοούσε τις συνήθειες, τους θεσμούς και τις πολιτιστικές αποσκευές των στρωματοποιημένων κοινωνιών που είχαν αφήσει πίσω τους οι άποικοι. Στο αμερικανικό τοπίο οι παραδοσιακές οικονομικές πρακτικές ήταν άχρηστες και τα άκαμπτα κοινωνικά έθιμα είχαν ξεπεραστεί: στην «Αμερική» το κύρος του καθενός εξαρτιόταν από το τσεκούρι και το τουφέκι, όχι από κληρονομικές δόξες και περιουσίες. Με λίγα λόγια, ο Turner έλεγε ότι στις κοινότητες των πιονιέρων εκτυλισσόταν επαναφορά στον πρωτογονισμό η οποία επιβραδύνθηκε μόνον όταν αυξήθηκε η αναλογία ανθρώπων-γης: στο άδειο τοπίο ο πολιτιστική κλίμακα είχε πάρει αντίστροφη πορεία· στη συνέχεια, η άνοδος προς τον πολιτισμό ―η επικράτεια του νόμου, η οικονομική εξειδίκευση, η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι πολιτιστικές δραστηριότητες― επιταχύνθηκε από την οργάνωση μιας διαφορετικής κοινωνίας από την ευρωπαϊκή. Κατά τη διάρκεια της προέλασης προς τη Δύση, πολιτιστικές αποσκευές εγκαταλείφθηκαν και αναμείχθηκαν, ενώ τα «μη ευρωπαϊκά» αμερικανικά τοπία δημιούργησαν τους διαφορετικούς τύπους των Αμερικανών οι οποίοι συναντώνται σε ένα κοινό πρότυπο πίστης στο μέλλον, εργασιακού ήθους, ανασφάλειας έναντι των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών και προσήλωσης στις αποφάσεις της πλειοψηφίας.

Ο Turner έβλεπε την Κατάκτηση της Δύσης σαν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο οι κυνηγοί μεγάλων ζώων, οι κτηνοτρόφοι, οι χρυσωρύχοι, οι αγρότες, οι μυλωνάδες, οι τεχνίτες, έπαιζαν, ο καθένας τον ρόλο του, στη μετατροπή μιας ερημιάς σε πολιτισμό. Αλλά, στην πραγματικότητα, η μορφή που κυριαρχούσε στην πορεία προς τα δυτικά ήταν εκείνη του κερδοσκόπου: η κερδοσκοπία δεν άργησε να γίνει το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του μετεμφυτεμένου Ευρωπαίου. Οι κερδοσκόποι προηγούνταν των αγροτών στην πορεία προς τα δυτικά, αγοράζοντας τοποθεσίες όπου θα μπορούσαν να χτιστούν πόλεις ή οικειοποιούμενοι τις καλύτερες αγροτικές εκτάσεις όπου το έδαφος ήταν εύφορο και υπήρχαν δυνατότητες μεταφορών. Όταν έφταναν οι έποικοι, έπρεπε είτε να πληρώσουν το τίμημα των κερδοσκόπων, είτε να αποδεχτούν ένα κτήμα κατώτερης ποιότητας. Ακόμη και ο νόμος Homestead δεν κατάφερε να μειώσει την κερδοσκοπική δραστηριότητα. Οι τιμές της γης, περίπου 1,25 δολάριο το στρέμμα, μπορεί να φαίνονται χαμηλές σήμερα, αλλά ήταν απαγορευτικές για τους εργάτες με μεροκάματο μόνο ένα δολάριο. Επιπλέον, τα απαραίτητα αγροτικά μηχανήματα, τα ζώα και η στέγαση πρόσθεταν περίπου 1.000 δολάρια στο κόστος έναρξης μιας φάρμας στη δεκαετία του 1850, ενώ το ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στο Σαιντ Λούις, για παράδειγμα, κόστιζε περίπου 13 δολάρια το άτομο. Με λίγα λόγια, η περιπέτεια της Δύσης δεν ήταν τόσο δημιουργική όσο την παρουσίαζε ο Turner: μαζί με τις αρετές που ευνόησε, έφερε στην επιφάνεια μεγάλα ανθρώπινα ελαττώματα τα οποία επικύρωσε ο αμερικανικός καπιταλισμός.

Πράγματι, οι αμερικανικοί θεσμοί δεν πρέπει να θεωρούνται μίμηση ή δάνειο, αλλά μάλλον αποτέλεσμα εξέλιξης και προσαρμογής στο περιβάλλον του Νέου Κόσμου ―ωστόσο, μου φαίνεται ξεπερασμένη η ιδέα ότι αυτή η εξέλιξη και προσαρμογή σήμαινε συνεχή εκδημοκρατισμό των θεσμών και συνταγματική κατοχύρωση των πιο φιλελεύθερων χαρακτηριστικών που είχαν φέρει μαζί τους οι άποικοι. Είναι αλήθεια ότι στο Φαρ Γουέστ, οι άνθρωποι απελευθερώθηκαν από τις στερητικές απαιτήσεις του χριστιανισμού ο οποίος θεωρούσε αμαρτία τη λαχτάρα του κέρδους και της σπατάλης· ταυτοχρόνως, χρειάστηκε να επιστρατεύουν όλες τους τις δεξιότητες ―τεχνικές και οργανωτικές― για να επιζήσουν στο άγνωστο και αφιλόξενο περιβάλλον. Αλλά, αυτές οι δεξιότητες, π.χ. το πώς να φτιάχνεις άροτρα ή να αιχμαλωτίζεις βίσωνες, δεν αποκτήθηκαν στο Φαρ Γουέστ· προϋπήρχαν και εμπλουτίστηκαν από τις επαφές μεταξύ των διαφορετικών εθνοτήτων των εποίκων και των Ινδιάνων. Ίσως είναι περιττό να αναφέρω ότι στο έρημο νησί ο Ροβινσώνας Κρούσος εφάρμοσε τις γνώσεις που ήδη είχε από τη ζωή του στον πολιτισμό ―κάτι παρόμοιο συνέβη στην Αμερική.

Στα ευρωπαϊκά μάτια, οι σημερινοί Αμερικανοί μοιάζουν με τον άνθρωπο των Συνόρων όπως παρουσιάζεται στη λαϊκή φαντασία: ανήσυχη ενέργεια, ευελιξία, πρακτική εφευρετικότητα, «προσγειωμένο» πνεύμα, τάση για κατασπατάληση φυσικών πόρων, κοινωνικότητα, εθνικισμός, αλαζονεία, αδιαφορία για τη διανόηση και τις αισθητικές αξίες, μεθυστική αισιοδοξία, πίστη στο αναπόφευκτο της προόδου. Όλα αυτά, που αποτελούν μέρος της «αμερικανικής πίστης» (American Creed [18]) θεωρούνται χαρακτηριστικά των πιονιέρων και έχουν γίνει μέρος της εθνικής κληρονομιάς. Αν και η χωρική ερμηνεία της ιστορίας έχει τους περιορισμούς της, η έννοια των συνόρων επανέρχεται συχνά στην αμερικανική πολιτική: τόσο ο Φ. Ντ. Ρούσβελτ όσο και ο Τζον Κένεντι τη χρησιμοποίησαν στη φιλοσοφία τους για τη διακυβέρνηση [19], ενώ στην πορεία της ιστορίας επανερχόταν συχνά ως επιχείρημα επέκτασης της αμερικανικής επιρροής στο εξωτερικό, είτε μέσω εδαφικών εξαγορών είτε μέσω οικονομικής διείσδυσης που θα ευνοούσε τις επιχειρήσεις και τη δημοκρατία: για παράδειγμα, το «Δόγμα Τρούμαν» παρουσιάστηκε ως μηχανισμός επέκτασης και υπεράσπισης των συνόρων της δημοκρατίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ενώ η δημοφιλής πεποίθηση για την ανωτερότητα των αμερικανικών πολιτικών θεσμών ήταν πολύ παλαιότερη από τον Turner, αυτή η πεποίθηση βασιζόταν εν μέρει στην εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών όπου, στην πορεία της ιστορίας, τα σύνορα απομακρύνονται μαζί με τον ορίζοντα. Οι επικριτές της της θεωρίας των συνόρων δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν την αποτελεσματικότητά της ως κλειδί για την κατανόηση της αμερικανικής ιστορίας και πολιτικής: πέρα από τις πρακτικές της εφαρμογές, η επιρροή της στην ανάπτυξη του έθνους πρέπει να θεωρείται δεδομένη: η επαναλαμβανόμενη αναγέννηση της κοινωνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες σε περίοδο τριακοσίων ετών χάρισε στους ανθρώπους χαρακτηριστικά και θεσμούς που τους ξεχώριζαν από τους κατοίκους άλλων εθνών ―χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εμπειρία των συνόρων εξηγεί από μόνη της τα μοναδικά χαρακτηριστικά του αμερικανικού πολιτισμού. Ο αμερικανικός πολιτισμός μπορεί να νοηθεί μόνο ως το προϊόν της αλληλεπίδρασης της κληρονομιάς του Παλαιού Κόσμου και των συνθηκών του Νέου Κόσμου ―αλλά μεταξύ αυτών των συνθηκών, καμιά δεν ήταν πιο καθοριστική από τη διαδικασία της Κατάκτησης της Δύσης.

Αν το όνειρο των ΗΠΑ ήταν η υπέρβαση των γεωγραφικών συνόρων, η παγκοσμιοποίηση το πραγματοποίησε. Αυτό που ισχύει ακόμα στον σύγχρονο κόσμο είναι ότι, αν και τα κράτη δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τους γείτονές τους, αλλά κι από τη διεθνή κοινότητα, μερικές χώρες έχουν ευνοϊκότερα σύνορα από άλλες ―οι ΗΠΑ είναι μία από αυτές. Πράγματι, η γεωγραφία διασώζει τις ΗΠΑ, εν μέρει τουλάχιστον, από τη διεθνή τρομοκρατία και από την πυρηνική απειλή· αλλά, ομοίως με την ιδέα της «Δύσης», η οποία περιλαμβάνει χώρες δίχως κοινά σύνορα, πολλές άλλες οντότητες ―το διεθνές Ισλάμ ή το διεθνές κεφάλαιο― αποτελούν πρόκληση στην ιδέα της γεωγραφίας.


[1] Ο όρος «αμερικανικός μύθος» καθιερώθηκε από την ευρωπαϊκή αριστερά η οποία αμφισβήτησε, όπως ήταν φυσικό, την επιτυχία και την καλοήθεια του αμερικανικού καπιταλισμού. Βλ. Για παράδειγμα, Eric Gaument. Le mythe américain, Editions Sociales, Paris,1970

[2] O Michael Moore στη μοναδική του ταινία μυθοπλασίας «Canadian Bacon» σατιρίζει την αμερικανική πολιτική έναντι του Καναδά (1995).

[3] Maggie Thrash, Lost Soul, Be at Peace, Candlewick, 2020.

[4] Gilbert Keith Chesterton, What I saw in America, 1922.

[5] Roughing It, 1872.

[6] Ο πουριτανός νομικός John Winthrop, ένας από τους Ιδρυτές Πατέρες», στην ομιλία του που εκδόθηκε με τον τίτλο A Model of Christian Charity γύρω στα 1630 χρησιμοποίησε την έκφραση "city upon a hill" (δανεισμένη από την «Επί του Όρους ομιλία») για να περιγράψει την ιερή κοινότητα που θα δημιουργούσαν οι Ευρωπαίοι άποικοι στην Αμερική ως μέρος μιας συμφωνίας τους με τον Θεό.

[7] Michael Wallis, The Best Land Under Heaven: The Donner Party in the Age of Manifest Destiny, Liveright, 2017.

[8] Hudson, Linda S. (2000-01-01). Mistress of Manifest Destiny: a biography of Jane McManus Storm Cazneau, 1807-1878. Texas State Historical Association

[9] Αυτή την αμερικανική αντίληψη για την ελευθερία αμφισβητούσε ο D.H.Lawrence στο Studies in Classic American Literature (1924): «Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι όταν υπακούουν σε κάποια βαθιά, εσωτερική φωνή θρησκευτικών πεποιθήσεων, όταν υπακούουν εκ των έσω. Είναι ελεύθεροι όταν ανήκουν σε μια ζωντανή, οργανική, πιστή κοινότητα, ενεργή στην εκπλήρωση κάποιου ανεκπλήρωτου, ίσως απραγματοποίητου σκοπού. Όχι όταν δραπετεύουν στην άγρια δύση. Οι πιο ανελεύθερες ψυχές πηγαίνουν δυτικά και κραυγάζουν "ελευθερία".»

[10] Ryley Cooper The Last Frontier (1923).

[11] Βλ. Richard Slotkin, Regeneration Through Violence, Middletown, Conn., 1973.

[12] Βλ. Peter Baldwin, The Narcissism of Minor Differences: How America and Europe Are Alike, Oxford University Press, 2011.

[13] John W. Dower, Embracing Defeat: Japan in the Wake of World War II. W. W. Norton, 2000.

[14] https://archive.org/details/jstor-25105120

[15] O όρος σήμερα έχει εντελώς διαφορετική έννοια: σημαίνει κωλυσιεργία στο Κογκρέσο προκειμένου να μην ψηφιστεί κάποιο σχέδιο νόμου. Δεν χρησιμοποιείται με την έννοια του παράνομου πολέμου και του παράνομου ελέγχου ξένης γης. 

[16] Για τον Walker έχει γυρίσει μια εντελώς αποτυχημένη ταινία ο Alex Cox (1987).

[17] Ο Josiah Bushnell Grinnell ισχυρίστηκε στην αυτοβιογραφία του ότι το 1833 ο Horace Greeley τον είχε συμβουλέψει να πάει προς τα δυτικά, στέλνοντάς τον στην αρχή να κάνει ρεπορτάζ για την Αγροτική Έκθεση του Ιλλινόι. Του είχε πει «Πήγαινε δυτικά, παιδί μου. Υπάρχει υγεία και χώρος μακριά από τα πλήθη των αργόσχολων και των ηλιθίων.» Ο Grinnell είχε απαντήσει πως η συμβουλή ήταν ειλικρινής αλλά ότι ήταν ευκολότερο να το λες από το να το κάνεις. «Είναι μεγάλη χώρα,» απάντησε. «Δεν ξέρω πού να πάω.» Ο Greeley αρνήθηκε ότι έδωσε τη συμβουλή στον Grinnell  ή σε οποιονδήποτε άλλον. Άλλοι ισχυρίστηκαν ότι η φράση «Go west young man, and grow up with the country» απαντούσε σε μια επιφυλλίδα του John Babsone Lane Soule στην «Terre Haute Express» το 1851 κι ότι ο Greeley την είχε χρησιμοποιήσει στο δικό του άρθρο το 1865. Αλλά οι μελετητές δεν τη βρήκαν στην «Terre Haute Express» εκείνης της χρονιάς.

[18] «Η Αμερική είναι το μόνο έθνος στον κόσμο που βασίζεται σε ένα δόγμα πίστης. Αυτό το δόγμα διατυπώνεται ακόμη και με θεολογική διαύγεια στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. ίσως το μοανδικό κείμενο πρακτικής πολιτικής που είναι επίσης θεωρητική πολιτική και μαζί σπουδαία λογοτεχνία. Δηλώνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι στη διεκδίκησή τους για δικαιοσύνη, ότι οι κυβερνήσεις υπάρχουν για να τους αποδίδουν αυτή τη δικαιοσύνη και ότι η εξουσία τους είναι γι’ αυτόν τον λόγο δίκαιη. Οπωσδήποτε καταδικάζει τον αναρχισμό, αλλά και τον αθεϊσμό, αφού ονομάζει ξεκάθαρα τον Δημιουργό ως την απόλυτη εξουσία από την οποία προέρχονται αυτά τα ίσα δικαιώματα. G.K. Chesterton, What I Saw in America

[19] Ο όρος New Frontier ήταν το σύνθημα του John F. Kennedy που αφορούσε τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Kennedy πρόβαλλε ένα διεθνιστικό όραμα χρησιμοποιώντας το έπος της Κατάκτησης της Δύσης και την ιδέα ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε ένα σταυροδρόμι άγνωστων ευκαιριών και κινδύνων, ανεκπλήρωτων ελπίδων και ανεκπλήρωτων απειλών. «Πέρα από το New Frontier υπάρχουν αχαρτογράφητοι τομείς της επιστήμης και του διαστήματος, άλυτα προβλήματα ειρήνης και πολέμου, ακαταμάχητα προβλήματα άγνοιας και προκατάληψης, αναπάντητα ερωτήματα φτώχειας και αφθονίας», έλεγε ο JFK το 1960 καλώντας τις ΗΠΑ να γίνουν το υπόδειγμα ολόκληρου του κόσμου: στην εξωτερική πολιτική, στόχος ήταν ο σχεδιασμός, η διαπραγμάτευση και η εκτέλεση διεθνών συμφωνιών αφοπλισμού και ελέγχου των εξοπλισμών» σε ένα αντικομμουνιστικό φιλελεύθερο πλαίσιο, που συνδύαζε τις κοινωνικές ανησυχίες του New Deal με την ψυχροπολεμική πολιτικής του περιορισμού της σοβιετικής εξουσίας. Με τον υπουργό Άμυνας Robert McNamara, η διοίκηση του Kennedy έδωσε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της κομμουνιστικής ανατροπής που εκτυλισσόταν στον Τρίτο Κόσμο: ενώ η Σοβιετική Ένωση οικειοποιούνταν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ο αμερικανικός στρατός εκπαιδευόταν και εξοπλιζόταν για επιχειρήσεις κατά εξεγέρσεων και ανταρτοπολέμου. Αν και οι Ειδικές Δυνάμεις του αμερικανικού στρατού είχαν δημιουργηθεί από το 1952, ο Kennedy τούς προσέδωσε δημοσιότητα: τα Πράσινο Μπερέ έγιναν το σύμβολο των αμερικανικών αντικομμουνιστικών επεμβάσεων.

Δειτε περισσοτερα