Κοσμος

Αυτό το Όσκαρ ποιος θα το πάρει;

Στο λαϊκό δικαστήριο που στήθηκε για τον Γουίλ Σμιθ περίσσεψε τόσο η ευκολία ώστε το θύμα της ιστορίας αφέθηκε μόνο του στη σκιά και το δράμα του. Κι αυτό δεν ήταν ο Κρις Ροκ, αλλά η Τζέντα

Περικλής Δημητρολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το επεισόδιο με το χαστούκι που σημάδεψε την τελετή απονομής των Όσκαρ και ο χείμαρρος των αντιδράσεων στα σόσιαλ μίντια.

Αυτή τη φορά δεν εξισώθηκε το θύμα με τον θύτη. Αυτή τη φορά το θύμα αγνοήθηκε εντελώς. Στον σοσιαλιμιντιακό χείμαρρο που συνόδευσε το χαστούκι του Γουίλ Σμιθ στον Κρις Ροκ, η Τζάντα Πίνκετ Σμιθ δεν συνδέθηκε παρά με ένα «κακόγουστο αστείο». Όχι, δεν ήταν μπούλινγκ αυτό που δέχθηκε βγαλμένο από τις πιο άγριες σχολικές αυλές. Ηταν μια «πλάκα». Μια πλάκα που απλώς δεν πέτυχε.

Εντάξει, δικαιολογούσε αυτό το μπούλινγκ τη βίαιη αντίδραση του Σμιθ; Όχι, αλλά εκείνος αθωώθηκε ή καταδικάστηκε ενώ εκείνη έμεινε στη σκιά. Στο λαϊκό δικαστήριο αγνοήθηκε εμφατικά το δράμα που βιώνει κάποιος που νοσεί. Το δικαστήριο έγινε σαν να μην ήταν η Τζάντα η αδύναμη της ιστορίας, σαν να μην ήταν εκείνη που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τη θέση που βρισκόταν ενώ δεχόταν ένα βάναυσο μπούλινγκ που, για τις ανάγκες της διαδικτυακής δίκης, μεταβολίστηκε σε άνοστη πλάκα.

Η συζήτηση στα σόσιαλ μίντια περιστράφηκε γύρω από αυτόν τον άξονα. Στο λαϊκό δικαστήριο εμφανίστηκε για να καταθέσει ακόμη και «ο άνδρας ο σωστός», έτσι όπως εκπροσωπήθηκε από τον συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη: Δεν συζητάει, είπε, για το εάν επρόκειτο για χυδαία προσβολή ή ατυχές αστείο ή ακόμη και για καθαρή παρεξήγηση. Εκείνο που ξέρει εκείνος είναι πως ένας άντρας πρέπει να είναι διατεθειμένος και να έρθει στα χέρια, και να φάει ξύλο και να ρίξει ξύλο υπερασπιζόμενος τη γυναίκα που συνοδεύει. Όχι επειδή του ανήκει, όχι. Αλλά επειδή είναι λεβέντης.

Τι σημασία έχει το μπούλινγκ στο θύμα; Σημασία έχει η κουτσαβάκικη ιπποσύνη. Ή, στον παλαιονεοφεμινιστικό αντίποδα, σημασία έχουν οι κτητικές αντωνυμίες. Τόλμησε να πει η γυναίκα «μου»; Όχι, μόνο τόλμησε αλλά και το χέρι που σήκωσε, λένε, δεν το σήκωσε για εκείνη. Το σήκωσε για να δείξει πόσο μάτσο τύπος είναι. Δεν το σήκωσε επειδή προσβλήθηκε η τιμή εκείνης αλλά εκείνου. Σιγά μη νοιάζεται για την Τζάνα. Για την εικόνα του ενδιαφέρεται ο φαλλοκράτης, είναι βέβαιο. Ρίξτε τον στην πυρά μαζί με τον φαλλό του.

Ανάμεσα στα δύο άκρα του λαϊκού δικαστηρίου, στέκουν διάφορες άλλες φυλές των σόσιαλ μίντια. Βρίσκει κανείς τον υποψιασμένο - τον «έλα, μωρέ, στημένο ήταν». Τον κυνικό που δεν βλέπει τίποτε περισσότερο στην ιστορία από ένα επεισόδιο ανάμεσα σε πλούσιους και διάσημους και «τι σχέση έχουμε εμείς με αυτούς;». Τον αποστασιοποιημένο που θα παρατηρήσει πως εδώ ο κόσμος χάνεται κι εμείς ασχολούμαστε με ένα χαστούκι. Τον σεναριογράφο που αλλάζει τα πρόσωπα, τα φύλλα, το χρώμα του δέρματος σαν αν αυτή η ιστορία να πάσχει σε δραματική ένταση – κι αν ένας από τους δυο ήταν λευκός, αν ήταν γυναίκα, queer, άτομο με ειδικές ανάγκες, τι θα είχε συμβεί τότε, τι θα συζητούσαμε τώρα; Τη θεία που θα θέλαμε να είχαμε όλοι μας - «Οχι, δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε, έπρεπε να σηκωθεί να απαιτήσει βεβαίως μια συγγνώμη και μετά να εξηγήσει στο κοινό τι είναι η αλωπεκία».Βρίσκει ακόμη και ψυχίατρους που μπορεί να μην ψυχίατροι αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει από το να κάνουν διαγνώσεις εξ αποστάσεως: Ο Γουίλ Σμιθ, είπαν, χρειάζεται οπωσδήποτε βοήθεια.

Αυτό που βρίσκει κυρίως όμως είναι η ευκολία. Σε ποια απ’ όλες αυτές τις φυλές θα άξιζε το Οσκαρ της ευκολίας; Ο καθένας μπορεί να κάνει την επιλογή του. Να σταθμίσει την αδιαφορία, σαν να ήταν πολύ αργά για δάκρυα, απέναντι στη συντριβή ενός ανθρώπου που λίγο αργότερα θα ζητούσε συγγνώμη προσπαθώντας να εξηγήσει τι ήταν εκείνο που τον έκανε να αντιδράσει έτσι. Να τον ακούσει να λέει πως στη δουλειά σου πολλοί θα σε προσβάλλουν κι εσύ πρέπει να κάνεις πως δεν τρέχει τίποτε και απλώς να χαμογελάς ή πως στη ζωή αξίζει να προστατεύεις εκείνους που έχουν ανάγκη την προστασία σου. Να ζυγίσει, στον αντίποδα της ευκολίας, τον κόπο στον οποίο μπήκε μια (γυναίκα) δημοσιογράφος του Γκάρντιαν να διαβάσει την αυτοβιογραφία του Γουίλ Σμίθ για να ανακαλύψει εκεί όχι έναν πλούσιο και διάσημο αλλά ένα παιδί που έβλεπε τον πατέρα του να χτυπάει τη μητέρα του κι εκείνον να μην ξεχνάει ποτέ πως τότε άφησε ανυπεράσπιστο τον αδύναμο της οικογενειακής του τραγωδίας.

Να ήταν γι’ αυτούς τους λόγους που σήκωσε ο Γουίλ Σμιθ το χέρι του; Δεν χρειάζεται να απαντήσει κανείς στο ερώτημα και ακόμη περισσότερο δεν χρειάζεται να απαντήσουν οι φυλές των σόσιαλ μίντια. Τουλάχιστον όχι πριν αναρωτηθούν για τους εαυτούς τους, από τους λεβέντες έως τις φεμινίστριες, γιατί άφησαν την Τζέντα μόνη στη σκιά και το δράμα της. Γιατί ξεμπέρδεψαν με τον αδύναμο της ιστορίας με ένα «κακόγουστο αστείο» σαν να μην έχει καμία θέση στη δική τους ιστορία και σαν όλα τα άλλα, τα γύρω – γύρω, οι τιμές, οι φαλλοί και οι υποψίες τους, να έχουν περισσότερη σημασία από το θύμα.