Κοσμος

Ρέιτσελ Νίκελ: Η δολοφονία της 23χρονης μπροστά στο παιδί της

Η αστυνομική έρευνα που κόστισε 3.000.000 λίρες

Μιμή Φιλιππίδη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ανικανότητα της αστυνομίας επί 15 χρόνια να βρει τον δολοφόνο της Ρέιτσελ Νίκελ που στοίχισε και άλλα θύματα

Η Ρέιτσελ Νίκελ ήταν μια 23χρονη αθλητική και πολύ όμορφη νέα γυναίκα, μεγαλωμένη στο Έσεξ της Βρετανίας από γονείς που της έμαθαν να είναι ευγενική, φιλάνθρωπη και να βοηθάει τα παιδιά της περιοχής που είχαν ειδικές ανάγκες. Από την εφηβεία είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις της στην υποκριτική, το τραγούδι και τον χορό και οι καθηγητές της πίστευαν ότι είχε έμφυτο ταλέντο. Ωστόσο συνέχισε τις ακαδημαϊκές σπουδές της με Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία, αντί να ασχοληθεί αμέσως με τις τέχνες. Για τον βιοπορισμό της δούλευε ως ναυαγοσώστρια σε μια πισίνα, όπου το 1988 γνώρισε τον γοητευτικό μιγάδα Αντρέ Χάνσκομ, δάσκαλο του τένις, και μαζί του απέκτησε τον γιο της Άλεξ. Έμεναν στο Ουίμπλετον, στο ΝΑ Λονδίνο, και η Ρέιτσελ, παρά τις προτάσεις που είχε για δουλειά μόντελινγκ, το 1992 ήταν αφοσιωμένη στην ανατροφή του Άλεξ και περίμενε να προσληφθεί σύντομα ως παρουσιάστρια παιδικών εκπομπών.  

Στις 15 Ιουλίου 1992 το πρωί έκανε την καθιερωμένη βόλτα με τον γιο της και το λαμπραντόρ τους στο Ουίμπλετον Κόμον, ένα δημοφιλές καταπράσινο πάρκο με μονοπάτια για περιπατητές. Γύρω στα 500 άτομα, ανάμεσά τους και πολλές ακόμη μητέρες, έκαναν βόλτα με τα παιδιά τους σε κοντινή απόσταση,  αλλά γύρω στις 10.20’ κάποιος είχε αρχίσει να τους ακολουθεί. Λίγο αργότερα μια γυναίκα βρήκε τον σχεδόν τριών ετών Άλεξ γεμάτο αίματα, δίπλα στο κατακρεουργημένο πτώμα της μητέρας του -τη σκουντούσε και την ικέτευε να ξυπνήσει. 

Η αστυνομία έφτασε αμέσως στο σημείο και απέκλεισε την περιοχή (όσο μπορούσε να αποκλείσει 100 στρέμματα δασικής έκτασης με δυνητικά 500 μάρτυρες). Η Ρέιτσελ είχε δεχτεί 49 μαχαιριές στο στήθος και στον λαιμό, μια από τις οποίες παραλίγο να κόψει τον λαιμό της και να την αποκεφαλίσει. Είχε επίσης βιασθεί.

Εκείνο το πρωί, ένας μοναχικός 31χρονος άντρας, ο Κόλιν Σταγκ, που ζούσε από παιδί στο κτήμα του με τον σκύλο του κοντά στο Ουίμπλετον και την εποχή εκείνη ήταν άνεργος, είχε ξυπνήσει νωρίς με ημικρανία. Αντί να κάνει τον συνηθισμένο μακρύ περίπατο με τον σκύλο, έκανε έναν σύντομο και στις 9.30΄ είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Πήρε παυσίπονα και αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Όταν ξύπνησε, ένιωθε καλύτερα. Άλλαξε ρούχα γιατί έκανε ζέστη κι αποφάσισε να βγάλει ξανά τον σκύλο για μια μεγαλύτερη βόλτα. Αλλά δυστυχώς ένας ένστολος αστυνομικός του είπε ότι απαγορευόταν να μπει στο Ουίμπλετον Κόμον. Η περιοχή ήταν αποκλεισμένη επειδή είχε βρεθεί το πτώμα μιας γυναίκας. Ο Κόλιν ζήτησε περισσότερες πληροφορίες. Θέλοντας να βοηθήσει, είπε ότι είχε περάσει από την περιοχή νωρίτερα εκείνο το πρωί και έδωσε τα στοιχεία του. 

Την επόμενη μέρα ο φόνος της Ρέιτσελ Νίκελ ήταν πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες. Η μητροπολιτική αστυνομία άρχισε την έρευνα για τον εντοπισμό του δράστη, υπό μεγάλη πίεση λόγω της οργής του κόσμου για τις συνθήκες της δολοφονίας και την κάλυψη από τον Τύπο. Ανακρίθηκαν 32 άνδρες, αλλά η έρευνα πολύ σύντομα επικεντρώθηκε στον Κόλιν Σταγκ. Αστυνομικοί τον επισκέφτηκαν στο κτήμα του. Ήταν μοναχικός, άνεργος, είχε συλλογή από μαχαίρια πάνω από το τζάκι και το υπνοδωμάτιό του ήταν βαμμένο μαύρο με σατανιστικά σύμβολα (έργο του μικρότερου αδερφού του, τον οποίο είχε φιλοξενήσει πρόσφατα).

Καθώς δεν υπήρχαν ιατροδικαστικά στοιχεία που να συνδέουν τον δολοφόνο με τη σκηνή του εγκλήματος, η αστυνομία ζήτησε από δικαστικό ψυχολόγο να δημιουργήσει το προφίλ του δράστη. Πολλά στοιχεία αυτού του προφίλ ταίριαζαν με του Κόλιν Σταγκ. Δυστυχώς, παρά τις επανειλημμένες αρνήσεις του Σταγκ, ότι δεν είχε σχέση με τη δολοφονία, η αστυνομία επέμενε να τον θεωρεί ύποπτο και η έρευνα συνεχίστηκε στον λανθασμένο αυτό δρόμο. Οι ντετέκτιβ των ανθρωποκτονιών οργάνωσαν μια μυστική επιχείρηση. Μια γυναίκα αστυνομικός από τις Ειδικές Επιχειρήσεις έστειλε επιστολή στον Σταγκ και παρουσιάστηκε ως φίλη κάποιας με την οποία ο Κόλιν Σταγκ  συνήθιζε να επικοινωνεί μέσω στήλης γνωριμιών. Πάνω από πέντε μήνες προσπαθούσε να πάρει πληροφορίες από τον Κόλιν προσποιούμενη ότι ενδιαφέρεται ερωτικά και του ζητούσε να μοιραστεί μαζί της τις σεξουαλικές φαντασιώσεις του. 

Η μυστική αστυνομικός κέρδισε την εμπιστοσύνη του και ο Σταγκ μοιράστηκε μαζί της τις βίαιες φαντασιώσεις του, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε διαπράξει τη δολοφονία της Νίκελ. Όμως κρατήθηκε επί 14 μήνες στη φυλακή. Όταν η υπόθεση εκδικάστηκε και παρουσιάστηκαν τα στοιχεία εναντίον του Σταγκ, ο δικαστής αποφάνθηκε ότι η αστυνομία επέδειξε «υπερβάλλοντα ζήλο» και είχε προσπαθήσει να ενοχοποιήσει τον Σταγκ με «παραπλανητική συμπεριφορά του χειρίστου είδους». Δεν έκανε δεκτά τα «αποδεικτικά στοιχεία» και απέρριψε την υπόθεση. Ο Κόλιν Σταγκ αθωώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1994.

Η αστυνομία, πεπεισμένη από την αρχή ότι ένοχος για τη δολοφονία της Ρέιτσελ Νίκελ ήταν ο Σταγκ, είχε κάνει πολλές παραλείψεις. Για παράδειγμα, δεν σύνδεσε αυτή τη δολοφονία με τις σεξουαλικές επιθέσεις και βιασμούς που είχαν αρχίσει από το 1989 στα μονοπάτια του πάρκου. Ο δράστης που ξεκίνησε ως βιαστής νέων γυναικών μπροστά στα παιδιά τους είχε εξελιχθεί σε δολοφόνο γυναικών. Και μένοντας ασύλληπτος μετά τη δολοφονία της Νίκελ, δολοφόνησε άλλη μια μητέρα και την κόρη της, 16 μήνες μετά τη δολοφονία της Ρέιτσελ. 

Τον Νοέμβριο του 1993 στο νοτιοανατολικό Λονδίνο βρέθηκε μαχαιρωμένη η 27χρονη Σαμάνθα Μπίσετ μέσα στο σπίτι της. Η 4χρονη κόρη της Τζάσμιν ήταν νεκρή στην κούνια της (της είχαν προκαλέσει ασφυξία με το μαξιλάρι). Η Σαμάνθα είχε μαχαιριές στον λαιμό και στο στήθος και στη συνέχεια είχε δεχτεί σεξουαλική επίθεση. Ο δράστης τη μετέφερε στο καθιστικό και ακρωτηρίασε το σώμα της, εκθέτοντας τα έντερα και κρατώντας μέρος του δέρματος της κοιλιάς ως τρόπαιο. Σύμφωνα με πληροφορίες, η σκηνή του εγκλήματος ήταν τόσο τρομακτική που η φωτογράφος της αστυνομίας, αν και είχε πολυετή πείρα, λιποθύμησε και ζήτησε άδεια πολλών μηνών μετά από αυτό που αντίκρισε. Στο διαμέρισμα υπήρχαν πολλά αποτυπώματα φίλων και συγγενών της Μπίσετ. Υπήρχε όμως και το αποτύπωμα του δολοφόνου. Του Ρόμπερτ Νάπερ. Το αποτύπωμά του είχε συλλεχθεί από δυο τόπους βιασμού. Συνελήφθη και κατηγορήθηκε για τις δολοφονίες της Σαμάνθα και της Τζάσμιν Μπίσετ τον Οκτώβριο του 1995. Ομολόγησε επίσης τέσσερις ακόμη επιθέσεις σε γυναίκες.  

Ο Ρόμπερτ Νάπερ είχε γεννηθεί στο νοτιοανατολικό Λονδίνο, στο Πλάμστεντ Κόμον, σε περιβάλλον προβληματικό και δυσλειτουργικό. Ο πατέρας ήταν βάναυσος, κακοποιούσε τη μητέρα του και το ζευγάρι χώρισε όταν ο Ρόμπερτ ήταν 9 ετών, οπότε εκείνος και τα τρία αδέρφια του τοποθετήθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες και εξετάσθηκαν από ψυχιάτρους. Τότε διαγνώσθηκε με σύνδρομο Άσμπεργκερ, μια μορφή αυτισμού που τον έκανε να φαίνεται κοινωνικά αδέξιος και παράξενος. Στο σχολείο τα παιδιά τον περιγελούσαν. Στα 12 χρόνια του βιάστηκε από έναν γνωστό της οικογένειας, γεγονός που τον τραυμάτισε βαθιά. Αργότερα διαγνώσθηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια. 

Τον Οκτώβριο του 1989 ο Ρόμπερτ Νάπερ είπε στη μητέρα του ότι κάποιοι τον καταδίωκαν επειδή είχε βιάσει μια γυναίκα. Η μητέρα του κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Δήλωσε ότι ο γιος της ομολόγησε ότι διέπραξε βιασμό στο Πλάμστεντ Κόμον. Καμία υπόθεση δεν ταίριαζε με τα στοιχεία κι η καταγγελία δεν ερευνήθηκε. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, επρόκειτο για τον βιασμό μιας 30χρονης γυναίκας, μπροστά στα παιδιά της, οκτώ εβδομάδες νωρίτερα στο Πλάμστεντ Κόμον. Ο Νάπερ διέπραξε τουλάχιστον 70 άγριες επιθέσεις στην περιοχή και διατηρούσε λεπτομερή αρχεία των τόπων όπου σχεδίαζε επιθέσεις σε γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της έρευνας για τους βιασμούς, ο Νάπερ είχε αποκλειστεί λόγω του ύψους του. Τα θύματα περιέγραφαν τον βιαστή πολύ πιο κοντό – επειδή έσκυβε.   

Τον Δεκέμβριο του 1995, ο Ρόμπερτ Νάπερ ανακρίθηκε για τον θάνατο της Νίκελ, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη. 

Το 2002, δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία της Ρέιτσελ Νίκελ, η Σκότλαντ Γιάρντ ερεύνησε την ανεξιχνίαστη υπόθεση. Μια ομάδα από συνταξιούχους ντετέκτιβ ανέλυσαν καταθέσεις από μάρτυρες, επανεξέτασαν τους φακέλους πιθανών υπόπτων και εξέτασαν την πιθανότητα η υπόθεση να συνδέεται με άλλα εγκλήματα. Σύγκριναν τους τραυματισμούς που υπέστη η Νίκελ με άλλες επιθέσεις και συμβουλεύτηκαν εγκληματολόγους για τις εξελίξεις στις εξετάσεις DNA. Τον Ιούλιο του 2003, μετά από 18 μήνες εξέτασης των ρούχων της Νίκελ, η αστυνομία βρήκε ένα δείγμα ανδρικού DNA που δεν ταίριαζε με τον φίλο ή τον γιο της. Το δείγμα εκείνη τη στιγμή ήταν ανεπαρκές για να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του, αλλά ήταν αρκετά μεγάλο για να αποκλείσει υπόπτους. Τελικά, στις 18 Δεκεμβρίου 2008, ο Ρόμπερτ Νάπερ καταδικάστηκε για τον φόνο της Ρέιτσελ Νίκελ (για ανθρωποκτονία λόγω μειωμένης ευθύνης). Ο Νάπερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση επ΄ αόριστον στο νοσοκομείο Μπρόαντμορ για εγκληματικά παράφρονες.  

Το 2010 δημοσιεύθηκε η έκθεση της Ανεξάρτητης Αστυνομικής Επιτροπής Καταγγελιών σχετικά με τις ενέργειες της Μητροπολιτικής Αστυνομίας και τον χειρισμό της έρευνας για τις δολοφονίες Νίκελ και Μπίσετ που είχε κοστίσει  συνολικά 3.000.000 λίρες. Η Μητροπολιτική Αστυνομία είχε κάνει μια σειρά από λάθη που είχαν ως αποτέλεσμα ο Νάπερ να κυκλοφορεί ελεύθερος και τα σκοτώνει. Οι αξιωματικοί έχασαν μια σειρά ευκαιριών για να απομακρύνουν τον βίαιο ψυχοπαθή από τους δρόμους. Η Ρέιτσελ Νίκελ, η Σαμάνθα Μπίσετ και η 4χρηνη κόρη της θα ήταν ζωντανές, αν η αστυνομία είχε ενεργήσει μετά την πληροφορία της μητέρας του Ρόμπερτ Νάπερ το 1989.  

Ο Αντρέ Χάνσκομ έγραψε αργότερα ένα βιβλίο με τίτλο «Η τελευταία Πέμπτη του Ιουλίου», για τη ζωή του με τη Ρέιτσελ Νίκελ και το πώς βίωσαν εκείνος και ο γιος του τη δολοφονία της. Το 1996, απηυδισμένος από την πολιορκία των ΜΜΕ, μετακόμισε με τον γιο του στη Γαλλία. 

Ο Κόλιν Σταγκ αποζημιώθηκε με 700.000 λίρες για εσφαλμένη δίωξη.