Κοσμος

Οι άνθρωποι πέρα απ’ το Τείχος

Μία συζήτηση για τους ανθρώπους πέρα από την πολιτική στο Κυπριακό πρόβλημα και την ανάγκη σύστασης Επιτροπής Αλήθειας

Χρύστα Ντζάνη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Νικόλας Σκουρίδης ήταν 34 ετών όταν ο τουρκικός στρατός κατέλαβε το χωριό του, τον Λάρνακα της Λαπήθου, μια μικρή γραφική κοινότητα, χωμένη μες στους κατάφυτους γκρεμούς δυτικά του Πενταδαχτύλου. Έγινε πρόσφυγας και ξεκίνησε μια νέα ζωή στον Άγιο Δομέτιο, μια μικρή συνοικία τότε της Λευκωσίας, 30 μόλις χλμ μακριά από τον τόπο καταγωγής του. Όταν πριν από 15 χρόνια άνοιξαν τα οδοφράγματα που χωρίζουν την Κύπρο στα δύο –με έναν τρόπο που στη δυναμική του θύμιζε αρχικά πολύ το Βερολίνο του ’89, δεν εξελίχθηκε όμως εξίσου αισιόδοξα- κι επιτράπηκε η διακίνηση από τη μία πλευρά στην άλλη, άρχισε να επισκέπτεται το κατεχόμενο χωριό του. Τακτικά, πολύ τακτικά. Ίσαμε δυο φορές την ημέρα, όπως εξομολογήθηκε σε συνέντευξή του στον «Πολίτη».

Ο Νικόλας Σκουρίδης έγινε πρόσφυγας το 1974. Σήμερα επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του, έχοντας εξασφαλίσει άδειες από το καθεστώς των Κατεχόμενων ώστε να ανεγείρει σπίτι εκεί όπου κάποτε βρισκόταν το πατρικό του.

Έγινε φίλος με τους Τουρκοκύπριους τωρινούς κατοίκους της κοινότητας, επισκέπτεται τον καφενέ τους, τρώνε μαζί. Η αγάπη του για το χωριό είναι τέτοια που, σε μια πρωτοφανή για τα δεδομένα του Κυπριακού προβλήματος κίνηση, αποφάσισε να ανεγείρει μια διώροφη κατοικία στο οικόπεδο όπου κάποτε βρισκόταν το πατρικό του. Προσέφυγε αρχικά στην  Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας των Κατεχομένων -όπου εδώ και χρόνια έχει παραπέμψει πια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προς διευθέτηση τις εκατοντάδες αιτήσεις που έχει δεχθεί για αποκατάσταση της περιουσίας των Ελληνοκύπριων προσφύγων-, η οποία μόλις πέρσι αποφάσισε να του επιστρέψει την περιουσία του, ένα οικόπεδο 350 τμ. Στη συνέχεια, έλαβε και τίτλο ιδιοκτησίας και ακολούθως, με σχέδια ενός Τουρκοκύπριου αρχιτέκτονα, έβγαλε και άδεια από το κατοχικό καθεστώς για να χτίσει στο οικόπεδό του μια κατοικία 200 τμ. Μόλις όμως ξεκίνησε τα προπαρασκευαστικά έργα, προκλήθηκαν αντιδράσεις στα Κατεχόμενα και κάπως έτσι το θέμα πήρε διαστάσεις και στον ελληνοκυπριακό Τύπο.

Η Λίζα Δικωμίτη, μία Βελγοκύπρια φλαμανδικής καταγωγής Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Keele, είχε κατά κάποιον τρόπο προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη στο βιβλίο της «Cyprus and its places of desire» (I.B.Tauris, 2012, 320 σελ.), το οποίο ήταν το απόσταγμα της πολύχρονης έρευνάς της για τον τόπο καταγωγής του πατέρα της, τον Λάρνακα της Λαπήθου. «Πρόκειται για έναν τόπο που τον επιθυμούν τόσο οι Λαρνατζιώτες, που ζούσαν εκεί έως το 1974, όσο και οι τωρινοί του κάτοικοι, οι Kozanlιlar (σ.σ.: από το Kozan, την τουρκική ονομασία που έχει δοθεί σήμερα στο χωριό), αφού οι μεν Ελληνοκύπριοι δηλώνουν ξεκάθαρα ότι είναι πρόσφυγες κι επιθυμούν να επιστρέψουν, οι δε Kozanlιlar απαντούν ότι ζουν εκεί για περισσότερα από 30 χρόνια και θέλουν να παραμείνουν», αναφέρει η Δικωμίτη, η οποία για τις ανάγκες της έρευνας συνομίλησε με πολλούς Ελληνοκύπριους πρόσφυγες από το χωριό, αλλά και έζησε για μήνες στην κοινότητα, ανάμεσα στους σημερινούς Τουρκοκύπριους κατοίκους του, που έλκουν την καταγωγή τους από χωριά της δυτικής Κύπρου.

Με τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού να βρίσκονται, έπειτα από πολλά σκαμπανεβάσματα, ξανά σε τέλμα, η ιστορία του ηλικιωμένου πρόσφυγα δείχνει για άλλη μια φορά πως όπου η πολιτική αποτυγχάνει, προσωπικές λύσεις μπορούν να προκύψουν από τους πολίτες. Άλλωστε, αρκετοί είδαν την απόφαση του πρόσφυγα να χτίσει στην κατεχόμενη πατρική γη περισσότερο με κατανόηση, παρά με επίκριση ή απορία. Σχεδόν μισό αιώνα μετά την εισβολή που προσφυγοποίησε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της Κύπρου, αναγκάζοντας τις δύο κοινότητες να ζουν σε ένα ιδιότυπο απαρτχάιντ, αρκετοί πρόσφυγες και πολύ περισσότερο οι απόγονοί τους έχουν χάσει κάθε ελπίδα επιστροφής. Άλλοι, προχωρώντας ένα βήμα παραπάνω, διεκδικούν αποκατάσταση από την  Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας του κατοχικού καθεστώτος, κι άλλοι, βλέποντας πως οι αποζημιώσεις που επιδικάζονταν έφταναν πια σε εξευτελιστικά ποσά, προχώρησαν ένα βήμα παρακάτω και πούλησαν την περιουσία τους σε Τουρκοκύπριους, αποκτώντας εντέλει κάτι απτό έναντι μιας γης στην οποία δεν είχαν επί της ουσίας σοβαρές πιθανότητες εκμετάλλευσης. Με νομικούς όρους, ο χρόνος προσθέτει στο Κυπριακό νέα άχθη και παραμέτρους, η ερμηνεία και διαχείριση των οποίων δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Το κατεχόμενο χωριό Λάρνακας της Λαπήθου.

Σε επίπεδο ανθρώπων όμως, ο χρόνος δείχνει να δουλεύει υπέρ της ανοικοδόμησης των -αγαστών έως τη δεκαετία του ’50 και ανύπαρκτων από το ’74 και μετά- σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, έστω κι αν χρειάζεται να περάσουν άλλα τόσα χρόνια μέχρι να τολμήσουν οι ελίτ και στις δύο πλευρές να αναθεωρήσουν την ιστορική αφήγηση που φέρνει τον έτερο πάντα σε θέση εχθρού.

Ο Χάρης Ψάλτης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, μελετά συστηματικά την αλληλεπίδραση των δύο κοινοτήτων, από το 2003 που άνοιξαν τα οδοφράγματα μέχρι σήμερα. Όπως προκύπτει, παρά τον στιγματισμό που δέχονται από μεγάλη μερίδα των ελληνοκυπριακών ΜΜΕ και από μερικά κόμματα όσοι (Ελληνοκύπριοι) επισκέπτονται την άλλη πλευρά, τα αποτελέσματα της διομαδικής επαφής είναι ευεργετικά, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, καθώς έχουν μειώσει την προκατάληψη έναντι «του άλλου» σε ποσοστά που είναι έως και διπλάσια από αυτά που αναφέρονται σε ανάλογες έρευνες σε άλλες μετασυγκρουσιακές κοινωνίες. Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικό ότι μεταξύ 2007-2017 το ποσοστό των ατόμων που έχουν αναπτύξει φιλία με μέλος της άλλης κοινότητας έχει διπλασιαστεί.

Ώρα για Επιτροπή Αλήθειας
Όμως κάθε προσπάθεια για στενότερη σχέση μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που θα μπορούσε να δώσει ώθηση και στις συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού, σκοντάφτει στην καλά εμπεδωμένη άποψη και στις δύο κοινότητες περί συλλογικής ευθύνης σχεδόν απόλυτα του «άλλου», η οποία έχει καλλιεργηθεί συστηματικά εδώ και δεκαετίες μέσα από την ιστορική αφήγηση. Η πρόσφατη ομολογία ενός Τουρκοκύπριου ότι στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής προέβη σε σφαγές εναντίον Ελληνοκύπριων επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για δημιουργία μιας Επιτροπής Αλήθειας, η οποία θα αναλάβει να διερευνήσει τα εγκλήματα που έγιναν στο παρελθόν και από τις δύο πλευρές, ώστε να αρθούν, στον βαθμό του δυνατού, οι επιφυλάξεις για την συμβίωση από κοινού σε μια ενωμένη Κύπρο και να αποκατασταθεί το περί δικαίου αίσθημα.

«Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα επικρατούν απόψεις που πλειοψηφικά διαφωνούν με τη λογική «περασμένα-ξεχασμένα», αμνηστίας δηλαδή. Συγκεκριμένα, το 2016 μόνο το 1/3 του πληθυσμού των Ε/Κ δήλωνε ότι συμφωνεί ότι για να λύσουμε τις συγκρούσεις/διενέξεις, θα πρέπει να αφήσουμε τις αδικίες που έγιναν στο παρελθόν, ενώ τα 2/3 συμφωνούσαν ότι για να λύσουμε τις συγκρούσεις/διενέξεις, θα πρέπει να διορθώσουμε/αποκαταστήσουμε τις αδικίες που έγιναν στο παρελθόν. Εδώ βέβαια όπως μαθαίνουμε και από τη διεθνή βιβλιογραφία της μεταβατικής δικαιοσύνης υπάρχουν πολλοί τρόποι που μια κοινωνία μπορεί να αποφασίσει να χειριστεί το ζήτημα της απονομής δικαιοσύνης. Οι διάφοροι τρόποι θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ένα συνεχές από τιμωρητικές / ανταποδοτικές λογικές ή αντίθετα σε δικαιοσύνη που αποκαθιστά τις σχέσεις που έχουν διαρραγεί με κύριο στόχο τη μελλοντική συμβίωση, την επούλωση των πληγών και τη συνεργασία. Αυτό κάποτε τίθεται και ως το δίπολο δικαιοσύνη/αλήθεια ή συμφιλίωση», αναφέρει ο κ. Ψάλτης, ο οποίος συμμετείχε το 2017 στην επικαιροποιημένη έρευνα με τίτλο «The Internally Displaced in Cyprus and Return Intentions: Social Psychological, Sociological and Political Determinants» που έγινε μετά την κατάρρευση των συνομιλιών σε δείγμα 1612 Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας αυτής είναι ότι, παρά την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι πρόσφυγες επιδιώκουν δικαιοσύνη και αλήθεια, στην πραγματικότητα άτομα που έγιναν θύματα το 1974 δεν φαίνεται να συνδέονται συστηματικά με τον προσανατολισμό που παίρνει η απόδοση δικαιοσύνης στους Ε/Κ (δικαιοσύνη ή συμφιλίωση). Το ίδιο ισχύει και για τους συγγενείς των θυμάτων. Γενικά, οι Ελληνοκύπριοι εμφανίζονται να επιζητούν την τιμωρία όσων κρίνονται ένοχοι για εγκλήματα πολέμου, είτε πρόκειται για άτομα ή για ξένα κράτη (πχ Τουρκία) και αναμένουν ότι θα πρέπει να πληρώσουν αποζημιώσεις στα θύματα. Αντίθετα, λίγοι είναι αυτοί που ενοχοποιούν συλλογικά την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Σκληρότερη τιμωρία μετά από δίκη φαίνεται να επιδιώκουν περισσότερο οι γυναίκες, ενώ οι νέοι εναντιώνονται περισσότερο στην ιδέα ότι οι θύτες πρέπει να καταθέσουν σε επιτροπή συμφιλίωσης και ως αντάλλαγμα να μην διωχθούν ποινικά. Περισσότερο τιμωρητικές παρά συμφιλιωτικές τάσεις καταγράφονται άλλωστε στην επαρχία Λεμεσού σε σχέση με άλλες επαρχίες της ελεύθερης Κύπρου, εύρημα το οποίο φαίνεται να συνδέεται με το γεγονός ότι τα άτομα εκ Λεμεσού έχουν σήμερα και είχαν και στο παρελθόν λιγότερη επαφή με Τ/Κ σε σχέση με άλλες επαρχίες (π.χ Λευκωσίας).

Όσο για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια τέτοια επιτροπή στην κυπριακή περίπτωση, η διεθνής πρακτική ακολουθεί κατά κύριο λόγο τη σύμβαση του 1968 για το απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπου τιμωρούνται οι κύριοι υπεύθυνοι αυτών των εγκλημάτων. Στην Κύπρο, οι εισηγήσεις μέχρι στιγμής τείνουν είτε προς τη μετεξέλιξη της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους σε Επιτροπή Αλήθειας με επέκταση των όρων εντολής της, είτε προς τη σύσταση μιας Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης, με τη συμμετοχή ακαδημαϊκών, ΜΚΟ και συγγενών αγνοουμένων και από τις δύο κοινότητες, η οποία θα κληθεί να μελετήσει τις ατομικές και συλλογικές ευθύνες για το πως φτάσαμε μέχρι εδώ, ανεξαρτήτως του τι θα πράξει η ηγεσία των δύο κοινοτήτων, πριν, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών ή μετά τη λύση. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι από την πλευρά τους τονίζουν ότι μια ενδεχόμενη Επιτροπή Αλήθειας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λειτουργήσει σε ένα πνεύμα αποκατάστασης των σχέσεων και συμφιλίωσης παρά τιμωρίας (με εξαίρεση ενδεχομένως τα σκληρά εγκλήματα πολέμου, τα οποία και από τη νομική σκοπιά δεν παραγράφονται όσα χρόνια και αν περάσουν). Σημειώνουν επίσης ότι θα πρέπει να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας, η οποία μέχρι και σήμερα είναι πολύ προβληματική αφού και στις δύο κοινότητες είναι εγκλωβισμένη σε μια αφήγηση μονόπλευρης θυματοποίησης, που με τη σειρά της δεν οδηγεί σε αντικειμενική αντίληψη της Ιστορίας, αλλά αντίθετα εκτρέφει τιμωρητικές λογικές. «Πιστεύω ότι η ατιμωρησία σε εγκλήματα πολέμου δε βοηθά γιατί περνά το μήνυμα ότι δε μάθαμε πραγματικά από το παρελθόν. Μια επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης θα ήταν ένα πολύ καλό μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης για εδραίωση ενός στέρεου ειρηνικού μέλλοντος. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι σήμερα σε σχέση με το 2016 το ποσοστό των ατόμων που πιστεύουν στην ανάγκη μιας Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης έχει αυξηθεί σημαντικά», καταλήγει ο κ. Ψάλτης.