Αθλητισμος

Είναι η πεζοπορία άθλημα

Aν το περπάτημα κάνει καλό στην καρδιά, όπως λένε, τότε δεν πρόκειται να πάθω ποτέ έμφραγμα

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 231
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Του Στρατή Περπέρογλου

Aν το περπάτημα κάνει καλό στην καρδιά, όπως λένε, τότε δεν πρόκειται να πάθω ποτέ έμφραγμα. Να, το θετικό στοιχείο της ιστορίας… τρόμου, που θα σας διηγηθώ! Στο τέλος της αποφάσισα για το μήνα που ακολουθούσε να μην κάνω την παραμικρή περιττή μετακίνηση με τα πόδια. Αποφάσισα να αράζω το αμάξι ακριβώς στην είσοδο του γηπέδου. Ήταν ψυχολογικό το θέμα. Γιατί δεν ξεκινάς κάθε μέρα, στο ρεπό σου, να πας να φας φρέσκο ψάρι και να βάζεις τα πόδια στον ώμο για 4-5 ώρες και… δώσ’ του: «έν’ δυο, έν’ δύο, ένα…».
Ήταν μια κενή μέρα του Απρίλη ’06. Έπαιζα στον Πανιώνιο τότε, και ο κόουτς μάς είχε δώσει ρεπό. Σκέφτηκα πως μια εκδρομούλα δεν θα ήταν άσχημη ιδέα. Πήρα τον Γιώργο στο τηλέφωνο και ως συνήθως δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε…
Ευτυχώς που πήρε την πρωτοβουλία: «Δεν πάμε στη Χαλκίδα να φάμε κανά ψαράκι;». Δεν σκέφτηκα καν το ενδεχόμενο να αρνηθώ. Πρώτον γιατί σπάνια έχω ρεπό την ίδια μέρα με τον Γιώργο και δεύτερον επειδή ποτέ δεν έχω κάποια καλύτερη ιδέα να του προτείνω. Οπότε… η επόμενη κίνηση ήταν να μιλήσω με τον Βαγγέλη. Διότι, η αγία τριάδα σπάνια κάνει ντούετ εμφανίσεις. 

Αναχωρήσαμε για τη Χαλκίδα και σε μιάμιση ωρίτσα ήμασταν εκεί. Ώσπου άρχισαν τα πρώτα αρνητικά στοιχεία. Ο ουρανός σκοτείνιασε και το αεράκι δυνάμωνε. Η εξέλιξη των καιρικών συνθηκών οδήγησαν σε βροχή και παγωνιά. 
Δεν κάτσαμε πολύ στην ταβέρνα και δεν μπορούσαμε να περπατάμε για πολύ μέσα στη βροχή. Μπήκαμε στο αμάξι και πήραμε το δρόμο της επιστροφή. Οδηγός εγώ, συνοδηγός ο Βαγγέλης. Ο Bαγγέλης έχει μια τάση να παρατηρεί ό,τι συμβαίνει γύρω του και ο Γιώργος τον λέει γεροπαράξενο. Καμιά φορά έχει δίκιο, αλλά αρκετές φορές η παρατηρητικότητά του είναι χρήσιμη. Ακούγοντας τον ανησυχητικό ήχο, έδειξε με το χέρι του δεξιά το δρόμο και αμέσως κατάλαβα πως έπρεπε να σταματήσουμε. Το άσχημο δεν ήταν που σταματήσαμε, αλλά που δεν ξεκινήσαμε. Αράξαμε δεξιά, πάνω στην εθνική. Στο ύψος της Μαλακάσας. Ο Βαγγέλης έτρεξε κι έκανε τις δουλειές (έβαλε το τρίγωνο πίσω από το αυτοκίνητο, ακριβώς στα μέτρα που προβλέπει ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας).
 Κανονικά η ψυχολογία μας έπρεπε να ήταν υπό το μηδέν, αλλά εμείς δεν είχαμε διάθεση να χαλάσουμε την εκδρομούλα. Ο Γιώργος έβγαζε φωτογραφίες, εγώ καθόμουν στο αυτοκίνητο και ο Βαγγέλης τηλεφώνησε στην Express Service. Που ήρθε μετά από κάνα δίωρο. Πιαστήκαμε! Ήρθε το φορτηγό, φόρτωσε το αμάξι, εγώ έκατσα δίπλα στον οδηγό και ο Γιώργος με τον Βαγγέλη –παρανόμως– πίσω. «Δεν επιτρέπεται να τους φορτώσω πίσω» είπε κατηγορηματικά ο οδηγός, «αλλά άντε, επειδή είστε εσείς θα σας πάω λίγο πιο κάτω». Εκεί που άρχιζε ο πολιτισμός.

Μας… παράτησε στην εθνική σε έναν παράλληλο δρομάκο στο ρεύμα προς Αθήνα. Η έμπνευση του Βαγγέλη  ήταν να πάμε με τα πόδια λίγο πιο κάτω. «Και βλέπουμε…» Αυτό το «και βλέπουμε…» με είχε ήδη αγχώσει, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Οι δυο τους είχαν ήδη σκύψει το κεφάλι και είχαν φύγει μπροστά. Ακολούθησα, ευτυχώς φορούσα αθλητικά παπούτσια. 
Ο Βαγγέλης με τον Γιώργο δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν. Ο Γιώργος έλεγε τα δικά του: «Τώρα που πήρα φόρα πάω και μέχρι το χωριό με τα πόδια». Και το παράξενο ήταν πως το εννοούσε, άσχετα αν το χωριό του είναι κοντά στην Καλαμάτα. Ο Βαγγέλης αντέχει στον ποδαρόδρομο περισσότερο από τους μαραθωνοδρόμους, οπότε το βασικό πρόβλημα το είχα εγώ. Άρχισα να βλέπω παραισθήσεις και δεν άντεξα – αν και για ώρα ήμουν διστακτικός. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι και με ένα γρήγορο υπολογισμό οι τέσσερις ώρες ήταν μία ρεαλιστική προσέγγιση του χρόνου. 

Ε, αγανάκτησα. Σταμάτησα έναν περαστικό και τον ρώτησα: «Πού είμαστε;». Ο Βαγγέλης με τον Γιώργο έβαλαν τα γέλια! «Τι πού είμαστε, μωρέ! Αυτό σε πείραξε», είπαν με το χέρι τους να δείχνει τη φάτσα μου. «Τώρα φτάνουμε». Δεν είχαν καταλάβει πόσο κουρασμένοι ήταν. Ο Βαγγέλης βάσει στοιχείων έβλεπε κι αυτός παραισθήσεις, αφού ήμασταν ήδη κοντά στο Νέο Ηράκλειο και ευτυχισμένος βλέποντας το λεωφορείο «724», που ιδέα δεν έχω πού σταματά και πού ξεκινά, φώναξε: «Να! Το “224”, που μας αφήνει σπίτι», ενώ ο Γιώργος σε ακόμα χειρότερη κατάσταση έτρεξε να το προλάβει. Χωρίς να σκεφτεί πως το «224» πάει από το Κέντρο στην Καισαριανή. 
Με χίλια βάσανα επιστρέψαμε. Πήγαμε στον ηλεκτρικό, είχαν περάσει σχεδόν πέντε ώρες (με φουλ περπάτημα και χωρίς στάση). Όταν βγήκαμε στον Ευαγγελισμό είχε ήδη νυχτώσει. Πήραμε το πραγματικό «224» και πήγαμε σπίτια μας. 

* Διεθνής μπασκετμπολίστας του Παναθηναϊκού