- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Στο A Sitting Poetry, ο Ζαν Κλαβέλ εξερευνά την ποίηση των άδειων καρεκλών που φωτογράφισε στην Ελλάδα, στην οδό Κιψέλη 3, σε έναν νεοσύστατο εφήμερο χώρο που παλαιότερα ήταν στούντιο καλλιτέχνη και παρέμεινε κλειστό για 30 χρόνια.
Σιωπηλοί μάρτυρες, οι καρέκλες γίνονται σημεία αναφοράς, αντικείμενα-πρόσωπα όπου διασταυρώνονται η μνήμη, η απουσία και η φαντασία. Κάθε καρέκλα, φαινομενικά συνηθισμένη, μετατρέπεται σε εσωτερικό τοπίο, σε απόσπασμα αφήγησης, σε μια απούσα παρουσία που προσκαλεί τον θεατή να βυθιστεί σε έναν χρόνο σε αναστολή και να προβάλλει τη δική του φαντασία.
Ποιος είναι ο Ζαν Κλαβέλ
Φωτογράφος που εργάζεται αποκλειστικά με ασπρόμαυρο φιλμ, ο Ζαν Κλαβέλ συνδυάζει την απαιτητική χειροτεχνία με την ποιητική αναζήτηση. Μετά από μια πρώτη σειρά αφιερωμένη στην καθημερινότητα του χρόνου, η οποία εκτέθηκε στο Παρίσι, συνεχίζει εδώ την εξερεύνηση της αόρατης παρουσίας, προσωποποιώντας απλά αντικείμενα. Έτσι, η καρέκλα μετατρέπεται σε αντικείμενο-πρόσωπο: συμπύκνωση μνήμης, φορέας πρόσκλησης και αινίγματος, που προσφέρει στο βλέμμα ποιητική πυκνότητα και σιωπηλή ένταση.
Επιλέγοντας το ασπρόμαυρο φιλμ, ο Ζαν Κλαβέλ αποδίδει την καθαρότητα και τη δύναμη ενός άχρονου φωτός — εκείνου των ελληνικών ακτών την άνοιξη και το φθινόπωρο — που σμιλεύει τις μορφές, διαμορφώνει τις σκιές και εντείνει τις σιωπές. Το ασπρόμαυρο δεν δείχνει τον κόσμο όπως είναι, αλλά όπως αντηχεί. Απογυμνώνει την εικόνα από το περιττό για να κρατήσει μόνο τα ουσιώδη: την ένταση, το φως, τη σκιά και το συναισθηματικό βάθος που εγγράφει κάθε φωτογραφία σε έναν χρόνο αναστολής.
A Sitting Poetry: Λίγα λόγια για την έκθεση του Ζαν Κλαβέλ
Στα σοκάκια, στην άκρη της θάλασσας ή μπροστά από τις προσόψεις των σπιτιών, οι ελληνικές καρέκλες στέκονται ακίνητες, σαν να αιωρούνται ανάμεσα στο καθημερινό και το αιώνιο. Περιμένουν, παρατηρούν, υποδέχονται. Κάθε εικόνα γίνεται ένα πιθανό σημείο θέασης, μια στιγμή περισυλλογής όπου συναντιούνται το πραγματικό και το φανταστικό, αυτό που υπήρξε και αυτό που θα μπορούσε να συμβεί.
A Sitting Poetry: Συνομιλία με έξι απαντήσεις στον Ντανιέλ Σουτίφ
Γιατί η φωτογραφία;
Η φωτογραφία έχει γίνει για μένα μια ζωτική γλώσσα, ένας τρόπος να κάνω ορατό αυτό που με κατοικεί. Πιο διαυγής από τη γραφή, πιο διαρκής από το όνειρο, μεταφράζει άμεσα ένα εσωτερικό συναίσθημα. Είναι ταυτόχρονα αποκάλυψη και έκφραση. Ίσως η ζωγραφική — την οποία ξεκίνησα πρόσφατα — να μου προσφέρει μια παράλληλη πορεία, αλλά αυτή τη στιγμή μόνο η φωτογραφία μου δίνει αυτήν την ένταση στη στιγμή. Το να φωτογραφίζεις σημαίνει να εισέρχεσαι σε μια διαδικασία ταυτόχρονα ενστικτώδη και υπομονετική, μια κατασκευή όπου η παρατήρηση και η εμπλοκή είναι απαραίτητες. Η στιγμή της λήψης είναι εκστατική. Όπως έλεγε ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν: «Φωτογραφίζοντας, βάζεις στην ίδια γραμμή στόχευσης το μυαλό, το μάτι και την καρδιά».
Μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες, αλλά αυτό που με αγγίζει ακόμα περισσότερο είναι όταν οι εικόνες μου ξυπνούν τη φαντασία όσων τις παρατηρούν. Σε έναν κόσμο κορεσμένο από πληροφορίες και στοχευμένες αφηγήσεις, η φωτογραφία ανοίγει έναν σπάνιο χώρο: ένα έδαφος ελευθερίας όπου η φαντασία μπορεί να κυκλοφορεί. Σχεδιάζει μια αφήγηση, αλλά αφήνει στον θεατή τη δυνατότητα να την κατοικήσει, να την καθοδηγήσει, να την κάνει δική του.
Γιατί το φιλμ;
Το φιλμ είναι για μένα αυτονόητο, είναι μια αισθησιακή σχέση με την εικόνα. Ο κόκκος, η ύλη, το απρόβλεπτο που εμφανίζεται κάποιες φορές στη διαδικασία. Μια χειροποίητη διάσταση όπου κάθε βήμα μετράει: η εμφάνιση, η εκτύπωση, η διαχείριση των μεταβλητών που μεταμορφώνουν σταδιακά μια λανθάνουσα εικόνα σε πραγματική παρουσία.
Είναι μια εμπειρία ακεραιότητας και δημιουργικότητας: ελέγχω ολόκληρο τον δημιουργικό κύκλο, από το φιλμ έως το χαρτί, δίνοντας σε κάθε εκτύπωση μοναδικότητα και δική της δόνηση. Το φιλμ μου επιβάλλει μια μορφή αργής διαδικασίας, προσοχής, σχεδόν διαλογισμού. Σε αυτόν τον διαλογισμό, η παρατήρηση, η διαχείριση των μεταβλητών και ο περιορισμός των λήψεων με αναγκάζουν να απαιτώ αληθινά από την σύνθεση της εικόνας και τη στιγμή της λήψης.
Γιατί το ασπρόμαυρο;
Το ασπρόμαυρο δεν δείχνει τον κόσμο όπως είναι, αλλά όπως αντηχεί. Προσφέρει μοναδική συναισθηματική ένταση. Απογυμνώνει την εικόνα από την λεπτομέρεια, κρατώντας μόνο την ένταση, το φως και τη σκιά. Εγγράφει τη φωτογραφία σε έναν χρόνο αναστολής.
Κάνοντας αυτήν την επιλογή, επιδιώκω να προσεγγίσω την ουσία, να αποκαλύψω ένα κομμάτι μυστηρίου και σιωπής. Το ασπρόμαυρο είναι για μένα ένας τρόπος να πάω στο βασικό. Η δύναμή του προέρχεται από την απλότητά του. Αφαιρώντας το χρώμα, αφαιρούμε ένα μέρος του ορατού κόσμου για να εντείνουμε ό,τι μένει. Οι αντιθέσεις γίνονται πιο εκφραστικές, οι υφές πιο έντονες, οι σιωπές βαθύτερες.
Υπάρχει επίσης μια άχρονη διάσταση. Το ασπρόμαυρο αποσπά την εικόνα από μια συγκεκριμένη εποχή. Δεν ξέρεις αν τραβήχτηκε χτες ή πριν πενήντα χρόνια. Είναι μια φωτογραφία που αντιστέκεται στο χρόνο, που βρίσκεται σε ένα ενδιάμεσο: ούτε παρελθόν, ούτε παρόν, αλλά κάτι ουσιαστικό. «Το ασπρόμαυρο δεν χρονολογείται. Διαφεύγει του χρόνου.» — Πίτερ Λίντμπεργκ
Τέλος, υπάρχει μια διάσταση αφαίρεσης. Το ασπρόμαυρο δεν δείχνει τα πάντα, υπονοεί. Αφήνει χώρο για τη φαντασία, για την προβολή του θεατή. Σε αυτήν την απλότητα υπάρχει μια ιδιαίτερη ποιητική δύναμη: δεν μετράει πλέον το χρώμα των πραγμάτων, αλλά η ένταση και η δόνησή τους. Επιτρέπει να δοθεί μια αόρατη αύρα σε καθημερινά αντικείμενα, όπως οι καρέκλες, θέμα αυτής της τελευταίας σειράς.
Γιατί η Ελλάδα;
Τα λόγια είναι δύσκολο να βρεθούν, καθώς αυτή η επιλογή είναι ταυτόχρονα ένστικτο και εμπειρία. Η Ελλάδα είναι για μένα ένας ρομαντικός χαοτικός κόσμος: μια φαινομενική αταξία από την οποία γεννιέται μια λεπτή αρμονία, μια σχεδόν αδιόρατη λεπτότητα.
Σε έναν κόσμο που συνεχώς αποφεύγει την πραγματικότητα, βρήκα εδώ όχι μια διαφυγή, αλλά ένα καταφύγιο. Ένα καταφύγιο μέσα στην ίδια την πραγματικότητα, σε μια πραγματικότητα που αποκαλύπτεται με απαλότητα, αργοπορία, ευγένεια.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα εκτός χρόνου. Τα ερείπια συνορεύουν με τη θάλασσα σαν οικεία μνημεία, και η πιο καθημερινή στιγμή — μια καρέκλα μπροστά σε ένα σπίτι, ένα έρημο σοκάκι, ένα φως που γλιστρά σε έναν τοίχο — φαίνεται ήδη φορτωμένη με ιστορία. Εδώ, το παρόν συνομιλεί αβίαστα με το παρελθόν.
Το να φωτογραφίζεις στην Ελλάδα σημαίνει να αφήνεσαι να σε εκπλήξει ένα σχεδόν μαγικό φως, που μερικές φορές μεταμορφώνει τις πιο συνηθισμένες σκηνές σε οράματα ενός ονειρεμένου κόσμου. Αυτό το φως, ειδικά στις ακτές την άνοιξη και το φθινόπωρο, έχει μοναδική ένταση και απαλότητα. Σμιλεύει τις μορφές, ελαφρύνει τις σκιές, δημιουργεί αντιθέσεις που προσκαλούν στη στοχαστική παρατήρηση και δίνει στις εικόνες διαχρονικό βάθος.
Γι’ αυτό επέλεξα να ριζώσω εδώ. Πέρασα χρόνο βυθιζόμενος σε αυτήν την κουλτούρα, μαθαίνοντας τη γλώσσα της, διασχίζοντας περισσότερα από 20.000 χιλιόμετρα με μοτοσυκλέτα για να εξερευνήσω τα τοπία και τα χωριά της, ώστε να νιώσω από μέσα αυτήν την εύθραυστη, πυκνή και ζωντανή πραγματικότητα.
Γιατί αυτές οι καρέκλες;
Μετά τη σειρά Au Crépuscule, αφιερωμένη στα μυστήρια του φωτός και στην εφήμερη μετάβαση του, η προσοχή μου στράφηκε σε ένα άλλο μοτίβο: τις καρέκλες. Τον τελευταίο χρόνο, επιβλήθηκαν ως μια εμμονική παρουσία, μέχρι να γίνουν ο κεντρικός άξονας της αναζήτησής μου.
Είναι παντού, βεβαίως. Αλλά στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερες: τοποθετημένες μπροστά στη θάλασσα, μπροστά σε μια πρόσοψη, εγκαταλελειμμένες σε ένα σοκάκι. Φαίνεται πάντα έτοιμες να υποδεχτούν έναν ταξιδιώτη, ένα βλέμμα, μια ιστορία. Οι Έλληνες ξέρουν καλύτερα από οποιονδήποτε να βρίσκουν το σωστό σημείο: ένα κατώφλι, μια σκιά, μια βεράντα, ένα άνοιγμα προς τον ορίζοντα. Κάθε καρέκλα φαίνεται τοποθετημένη για να προσφέρει στον κόσμο την καλύτερη θέα, σαν η θέαση να είναι μέρος του τρόπου που κατοικούν τον χώρο.
Όλες αυτές οι καρέκλες συναντήθηκαν έτσι, στην αυθόρμητη μορφή τους, χωρίς καμία σκηνοθεσία. Παρουσιάστηκαν σε μένα όπως ήταν, σαν να προσφέρονταν. Αυτή η αφοσίωση στην ακατέργαστη παρουσία τους καθιστά τη διαδικασία αναζήτησης ακόμα πιο ουσιαστική. Κάθε καρέκλα είναι ένας χαρακτήρας. Σιλουέτα, σιωπηλό πορτρέτο. Αφηγείται μια απουσία, μια αναμονή. Το να τις φωτογραφίζεις σημαίνει να κυνηγάς διακριτικά αόρατες ιστορίες, αυτά τα θραύσματα ζωής που μένουν σε αναμονή. Η καρέκλα γίνεται τότε αντικείμενο-πρόσωπο: συμπυκνώνει μνήμη, πρόσκληση, αίνιγμα.
Γιατί ο τίτλος A Sitting Poetry;
Διότι στην Ελλάδα, το κάθισμα δεν είναι ποτέ μια αμελητέα πράξη. Κάθε καρέκλα φαίνεται να βρίσκεται στη σωστή της θέση, σαν να καθοδηγείται από ένα ποιητικό ένστικτο. Δεν είναι απλώς λειτουργικά αντικείμενα, αλλά διακριτές παρουσίες που ανοίγουν χώρο στην αναμονή, στη συνάντηση, στη στοχαστική παρατήρηση. A Sitting Poetry παραπέμπει σε αυτήν τη μοναδική ικανότητα των Ελλήνων να μετατρέπουν το καθημερινό σε σκηνή, μια καρέκλα σε χαρακτήρα, μια απλή κίνηση σε ποίηση.
ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ
Είσοδος Ελεύθερη. Επίσκεψη και κατόπιν συνεννόησης