Αρχειο

Η Αλόμα και οι άλλες

Η νύχτα που η θρυλική τραβεστί τα πήρε όλα κι έφυγε. Ένα φλας-μπακ με αφορμή το θάνατό της.

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 528
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν είχε κανένα προσόν για να γίνει τραβεστί η Αλόμα ή Μπάμπης. Ήταν άσχημη, κοντή, ασουλούπωτη. Κατόρθωσε όμως να γίνει διάσημη καλτ φιγούρα άλλοτε ως υπερασπίστρια των τραβεστί, άλλοτε ως πρωταγωνίστρια ταινιών και άλλοτε ως διοργανώτρια καλλιστείων. Ο Κώστας Ταχτσής μού είχε μιλήσει με τα χειρότερα λόγια, οι ίδιες οι τραβεστί την έβριζαν αλλά και τη φοβόντουσαν γιατί τις έδερνε και τις απειλούσε. Την ίδια τη γνώρισα μία και μοναδική φορά, ήταν αρκετή για να καταλάβω την περιβόητη αυτή φιγούρα του αθηναϊκού γκέτο.

Καθόμαστε στον Αττικό, το εστιατόριο που βρίσκεται στον περιφερειακό του Φιλοπάππου, εγώ, ο Γιώργος Ευσταθίου και ο Γιώργος Μανιώτης, και τρώμε παρέα με τη Σαπφώ Νοταρά. Είναι Μάιος, ζέστη, τουρίστες, τζιτζίκια. Τρώμε και μιλάμε για θεατρικές παραστάσεις. «Έμαθα», μας λέει εμπιστευτικά ο Μανιώτης, «πως η τραβεστί Αλόμα ανεβάζει στην ταράτσα του θεάτρου Καλουτά μια παράσταση μαζί με άλλες τραβεστί». «Τι είναι τραβεστί;» ρωτάει μουγκρίζοντας η Σαπφώ πάνω από τα γεμιστά και αναλαμβάνουμε να της εξηγήσουμε. «Αν είναι έτσι», λέει ενθουσιασμένη, «αυτή την παράσταση θέλω να τη δω!»

Την ημέρα της παράστασης πηγαίνουμε με ένα ταξί και παίρνουμε τη Σαπφώ από το σπίτι της. «Α, κυρία Νοταρά», της λέει ο ταξιτζής, «σας θαυμάζουμε οικογενειακώς! Πού παίζετε φέτος;» Η Σαπφώ τα παίρνει στο κρανίο: «Με θαυμάζετε αλλά δεν ξέρετε πού παίζω;». «Συγνώμη, τρέχω όλη μέρα για το μεροκάματο, πού να προλάβω να μάθω» απολογείται ο δύστυχος οδηγός. «Ε, διαβάστε και καμιά εφημερίδα να ξεστραβωθείτε!» Και πριν προλάβει να της απαντήσει, σηκώνει το χέρι, γουρλώνει τα μάτια και του λέει με τη βροντερή της φωνή: «And the rest is silence!». Γυρίζει σε εμάς, «ξέρετε από πού είναι αυτή η φράση; Από τον Άμλετ του Σέξπιρ!» και χώνεται στο κάθισμά της.

Το έργο λέγεται «Το κλουβί με τις τρελές». Κόβουμε εισιτήριο, τι εισιτήριο δηλαδή, ένα χαρτάκι που γράφει «δωρεάν αναψυκτικό». Στο ταμείο είναι η Αλόμα σαν κύριος Μπάμπης. Ένας νευρικός, φωνακλάς τύπος που μοιάζει με τον Ποπάι. Δίνει τα εισιτήρια, μιλάει στο τηλέφωνο, «αν δεν έρθεις, μωρή, θα σε κάνω τόπι στο ξύλο!», μετά παίρνει ένα ψεύτικο, ευγενικό ύφος. «Περάστε! Περάστε να δείτε τα κορίτσια μας!» λέει στους θεατές που είναι χοντρές μαμάδες με παιδάκια, κάτι κυριούληδες με μουστάκι, κάτι τεκνά με πονηρό χαμόγελο, γριές με βαμμένο ακαζού μαλλί, τραβεστί με τους γκόμενους.Μια γριά τραβεστί μάς οδηγεί στις θέσεις μας, είμαστε πρώτη σειρά, καθόμαστε. Η σκηνή είναι κλειστή με μια κίτρινη κουρτίνα, κόκκινα γεράνια δεξιά και αριστερά, από τα μεγάφωνα ακούγονται οι επιτυχίες της εποχής «Δώδεκα», «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», «Ρίτα-Ριτάκι». Η είσοδος για τα καμαρίνια είναι μπροστά στη σκηνή, έτσι μπορούμε να βλέπουμε τις τραβεστί να μπαινοβγαίνουν, να χαιρετάνε από μακριά, να στέλνουν φιλάκια. «Στέγνωσε το στόμα μου!» γκρινιάζει η Σαπφώ, «δεν πας να πάρεις καμιά κόκα-κόλα;»

Στο μπαρ είναι η Αλόμα, αυτή τη φορά ως Αλόμα. Μια καρικατούρα τραβεστί, μια άσχημη Καίτη Γκρέι, με μια μαδημένη περούκα, το κραγιόν πασαλειμμένο στο στόμα, με ένα άθλιο φόρεμα και κάτι στραβοπατημένες γόβες. «Τι θέλετε;» με ρωτάει επιθετικά. «Δυο κόκα-κόλες, μια λεμονίτα και μια σόδα». «Τελειώσανε! Μόνο αυτό έχουμε!» και μου δίνει τέσσερα πλαστικά κυπελλάκια με αραιωμένο χυμό Χρυσό Πορτοκάλι που τον πηγαίναμε δώρο στα νοσοκομεία, στους αρρώστους.

Επιστρέφω στην παρέα μου και την ώρα που τους δίνω το «δωρεάν αναψυκτικό» έρχεται η τραβεστί-ταξιθέτρια και πίσω της ακολουθεί ένας κύριος που φοράει ένα παλτό από μαύρα φτερά στρουθοκαμήλου! Τον συνοδεύουν δύο τεκνά με μαύρα κουστούμια. «Εδώ είναι καλά;» ρωτάει η τραβεστί και του δείχνει τρεις θέσεις δίπλα στη Σαπφώ. «Μια χαρά είναι!» απαντάει ο κύριος και κάθεται εν μέσω των τεκνών. Έρχεται η Αλόμα σέρνοντας τις γόβες της. «Θέλετε κάτι;» ρωτάει με δουλοπρέπεια. «Σουβλάκια έχετε;» «Δυστυχώς, κύριε Ιόλα, σουβλάκια δεν έχουμε! Θα στείλω όμως να σας αγοράσουν!» λέει η Αλόμα και τότε καταλαβαίνουμε ότι είναι ο διάσημος συλλέκτης Αλέξανδρος Ιόλας.

Η ώρα περνάει, η Σαπφώ έχει πιάσει την κουβέντα με τον Ιόλα, ο οποίος τελικά αντί για σουβλάκια συμβιβάστηκε με πατατάκια τσιπς, λένε αστεία, εμείς έχουμε αρχίσει να βαριόμαστε, από τα καμαρίνια έρχεται έντονη η μυρωδιά από τους μπάφους, το κοινό δυσανασχετεί, κάποια στιγμή βγαίνει η Αλόμα και μας καλωσορίζει, «τα έσοδα από την παράσταση θα πάνε για φιλανθρωπικό σκοπό» λέει και οι τραβεστές από την πλατεία καγχάζουν και την ξεφωνίζουν. Κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, εύχεται καλή διασκέδαση και η κίτρινη κουρτίνα ανοίγει.

Το σκηνικό, ίδιο σε όλη την παράσταση, ήταν ο πύργος του Άιφελ σε γαλάζιο φόντο. Με ένα παγκάκι μπροστά γινόταν πάρκο, με ένα κρεβάτι γινόταν υπνοδωμάτιο, με ένα τραπεζάκι και δύο καρέκλες γινόταν σαλόνι, μπαρ, σταθμός τρένου. Τα νούμερα ήταν μικρές σκηνές, αστείες υποτίθεται. Η σύζυγος πιάνει τον άντρα της με μια τραβεστί, μια παλιά μαθαίνει σε δυο καινούργιες τα κόλπα της δουλειάς, η ταξιθέτρια-τραβεστί τραγουδάει playback ένα τραγούδι της Πιαφ, η Αλόμα παίζει σε ένα δραματικό νούμερο, τέτοια. Το πιο αστείο είναι ότι όλους τους ρόλους, αντρικούς και γυναικείους, τους παίζουν τρανς. «Ο Μπρεχτ θα συγκλονιζόταν, αν το έβλεπε αυτό!» λέει ενθουσιασμένος ο Μανιώτης.

Η Σαπφώ παρέμεινε ανέκφραστη όλη τη διάρκεια της παράστασης. Δεν γέλασε ούτε μια φορά. Το θέαμα δεν της άρεσε; Άλλο περίμενε να δει; Δεν κατάλαβα τι έφταιγε. Δίπλα της ο Ιόλας χτυπιόταν στα γέλια και, με το παραμικρό, χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Κάποια στιγμή όλα έγιναν μαγικά, βγήκε μια τραβεστί ντυμένη Μαρία Κάλλας και σε απόλυτη ησυχία τραγούδησε μια άρια της ντίβας. «Το φόρεμα που φοράει είναι αυθεντικό, της Μαρίας, εγώ της το έδωσα» είπε ο Ιόλας στο τέλος. «Και δώσατε το φόρεμα της Κάλλας σε μια τραβεστί;» ρώτησε ξινά η Σαπφώ. «Α, μα κι η Κάλλας ήταν τραβεστί, για αυτό και άρεσε στον Ωνάση!» την αποστόμωσε ο συλλέκτης.

Το «Κλουβί με τις τρελές» τελείωσε με καλλιστεία. Τα κορίτσια παρέλασαν με μαγιό από μπροστά μας και εμείς έπρεπε να ψηφίσουμε. Έκλεισε η κίτρινη κουρτίνα, ξαναμπήκε μουσική και η τραβεστί-ταξιθέτρια ανέλαβε να μαζέψει τις ψήφους του κοινού. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Από τα καμαρίνια ακουγόντουσαν φωνές, κατάρες, βρισιές, όλα στα καλιαρντά. Κάποια στιγμή, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει η Αλόμα τρέχοντας και από πίσω οι υπόλοιπες τραβεστές να την κυνηγούν και να φωνάζουν: «Πιάστε την! Πιάστε την! Μας τσούρνεψε!». Το κοινό νομίζει ότι είναι μέρος της παράστασης και χειροκροτεί ενθουσιασμένο. Και μόνο όταν ανεβαίνει στη σκηνή η ταξιθέτρια-τραβεστί και λέει πως η παράσταση τελείωσε γιατί η Αλόμα έφυγε με όλες τις εισπράξεις, καταλαβαίνουν τι έχει γίνει.

Ο Ιόλας μάς χαιρετάει και φεύγει ενθουσιασμένος, σηκωνόμαστε και εμείς εντυπωσιασμένοι από το αντεργκράουντ θέαμα που έχουμε παρακολουθήσει, μια μητέρα με το αγοράκι της πλησιάζει τη Σαπφώ. «Κι εσείς εδώ, κυρία Νοταρά;» τη ρωτάει πρόσχαρα. «Εγώ είμαι εδώ γιατί είμαι ηθοποιός. Εσείς, όμως, γιατί ήρθατε;» «Ε, να ξεσκάσουμε κι εμείς λιγάκι...» «Και φέρατε μαζί σας και το αγοράκι σας να τα βλέπει όλα αυτά; Ξέρετε ότι μπορεί να γίνει πούστης;» λέει πολύ συγχυσμένη. Κόκαλο η γυναίκα, κάτι πήγαμε να πούμε εμείς, μας αγριοκοίταξε «and the rest is silence!» επανέλαβε, μας πήρε και φύγαμε μακριά από το «Κλουβί με τις τρελές» .

«Τι ήταν τελικά η Αλόμα;» ρωτάω τη φίλη μου την Μπέτυ Βακαλίδου, που την ήξερε πολύ καλά. «Ήταν ένας νταβατζής των τρανς. Μάζευε τραβεστί με απειλές, έκανε καλλιστεία δήθεν για καλό σκοπό και μετά άρπαζε τις εισπράξεις και εξαφανιζόταν. Μετά έκανε πολιτικό κόμμα και όργωνε την Ελλάδα ενώ μιλούσε δήθεν για τη σεξουαλική απελευθέρωση. Έβγαλε πολλά λεφτά από την εκμετάλλευση των τρανς. Χρόνια τώρα την είχανε μηνύσει οι τραβεστί και για να παίρνει αναβολές, τη μια αυτοπυρπολήθηκε, την άλλη έκατσε απάνω σε ένα μαχαίρι και έκοψε τον κώλο της και τώρα πάλι πέθανε γιατί έβαλε φωτιά στο σπίτι της. Σε λίγες μέρες είχε δικαστήριο και ήθελε να πάρει την αναβολή». Την ακούω και ανατριχιάζω. «Τέλος πάντων» λέω, «ο νεκρός δεδικαίωται».

«Όχι, μωρό μου» μου απαντάει το Μπετάκι, «αν ο νεκρός δεν έχει κάνει κάτι καλό στη ζωή του δεν δεδικαίωται ποτέ!»

image