Αρχειο

Με αντάρα, με φουρτούνα

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 304
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

…Ηρθε κι άραξε μια σκούνα, όπως λέει και το τραγούδι. Πού είναι ο συνειρμός; Ούτε σε λιμάνι δουλεύω ούτε σε ναύσταθμο, απλώς λέμε ότι και σε χάλια καιρούς μπορεί να σου συμβούν ευχάριστα πράγματα. Όπως, π.χ., να σου αράξουνε σκούνες. Du’h, indeed.

…Ηρθε κι άραξε μια σκούνα, όπως λέει και το τραγούδι. Πού είναι ο συνειρμός; Ούτε σε λιμάνι δουλεύω ούτε σε ναύσταθμο, απλώς λέμε ότι και σε χάλια καιρούς μπορεί να σου συμβούν ευχάριστα πράγματα. Όπως, π.χ., να σου αράξουνε σκούνες. Du’h, indeed.

Το επιχείρημα είναι μπαναλιτέ –επιπέδου «τα καλά κόποις κτώνται» δηλαδή–, αλλά πώς αλλιώς να εξηγήσω την αίσθηση; Το να σου πηγαίνουν όλα ανάποδα και ξαφνικά να σκάει κάτι ωραίο από το πουθενά; Τα ωραία πια είναι από μικρά μέχρι μικρομέγαλα: δεν περιμένεις να γνωρίσεις τον τεράστιο έρωτα, να πηδάς ασταμάτητα όλη νύχτα (έστω), να βγάλεις με άριστα τις εξετάσεις αίματος ή να κερδίσεις το λότο. Όλα αυτά μπορεί να τα περιμένεις όταν είσαι 25 χρονών/ή/και ψιλοβλαμμένος, αλλά όχι όταν είσαι μεγαλύτερος. Όχι όταν την παλεύεις καθημερινά σε μια πόλη σαν την Αθήνα, με τράφικο, με πορείες, με στάσεις, με στουμπωμένο Δημόσιο, με ταμεία, αναμονές, ουρές, με πήξιμο γενικό και με την παραίτηση του «δεν με χέζετε όλοι» να αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι σου. Είσαι στο τσακ να τα βροντήξεις όλα και να φύγεις – αλλά να πας πού; Δεν ξέρεις, και γι’ αυτό δεν φεύγεις, άλλωστε. Όταν σκάνε οι μικρές χαρές της ζωής νιώθεις σαν ήρωας του Βιζυηνού, σαν τους γονείς σου, σαν κάποιος που δεν έχει καμιά σχέση με σένα. Τις απολαμβάνεις, μόλις ξεκολλάς από την αποστασιοποίηση και τις αφήνεις (τις χαρές, λέμε) να σε πάρουνε σβάρνα…

Καλά, θα πείτε τώρα ότι αυτά είναι κουλαμάρες κι ότι δεν μας συμβαίνουν ωραία πράγματα με τη συχνότητα που μας συμβαίνουν αθλιότητες – κι ίσως να έχετε δίκιο. Αλλά ανέβηκα σ’ ένα πεζούλι προχτές να μυρίσω μία πασχαλιά και πέρασαν δύο τύποι με μηχανή κι ο ένας μου φώναξε «είσαι τρελή, μωρή!». Το οποίο σαν επιχείρημα δεν είναι και 100% off, αλλά παρόλ’ αυτά ήθελα να του φωνάξω σε απάντηση, «ξέρεις τι μέρα πέρασα σήμερα;», γιατί αν φορούσα ένα σουρωτήρι στο κεφάλι, π.χ., θα ήταν προφανές ότι δεν είμαι λίρα εκατό – αλλά επειδή μυρίζω τα κρίνα; Δεν δικαιούμαι μία ευχάριστη (και τζάμπα) στιγμή μέσα στη μέρα μου; Η οποία στιγμή δεν ήταν καν του επιπέδου «ήρθε κι άραξε μια σκούνα», καμία σχέση. Φαντάσου να έτρωγα μια τουλούμπα, όπως η μέση γκόμενα στις διαφημίσεις παγωτών, που κάνει λες κι είναι η Τζένα Τζέιμσον σε διεθνή υπερπαραγωγή με οκτώ κάμερες  απάνω της, όλες ξεβράκωτες. Που δεν έκανα καθόλου έτσι: μύριζα απλώς ένα λελούδι. Ανεβασμένη σ’ ένα πεζούλι. Σιγά τα αυγά…

Μετά τη σύντομη επαφή μου με τη Φύση κατέβηκα στο Γκάζι με την ξαδέρφη μου, μες στη μουρμούρα που καμία εξέταση δεν μου βγαίνει πια τζάμι. Καθίσαμε στο “Drazel”, ένα γωνιακό μπαράκι που δεν δείχνει αυτό που είναι από το δρόμο, γιατί (μέσα) διαθέτει υπέροχη βεράντα με κρυφές γωνίες και μπαρόκ διακόσμηση. Στο δρόμο έχει απλώς μια μικρή μπάρα με άσπρα σκαμπό και μερικά «όρθια» τραπεζάκια. Η αρχική μουρμούρα έσβησε σιγά-σιγά καθώς μαζεύτηκε κόσμος, μια ξαφνική μίνι-βροχή άλλαξε τις μυρωδιές του πεζοδρομίου και η νύχτα προχώρησε χαλαρώνοντας από το στρες της ημέρας σαν να ’ταν άλλος άνθρωπος (ε; ε;). Γενικά είναι ωραίο όταν είσαι «κάπως» και βγαίνεις απ’ το σπίτι, να βλέπεις κόσμο που βγαίνει απ’ το σπίτι του συστηματικά – θαμώνες, εξοδούχους, clubbers, πιτσιρικάδες, γκομενάκια και των δύο φύλων, κόσμο που ντύνεται και κινείται μ’ έναν τρόπο, κατά το «έχει τον τρόπο του». Το “Drazel” «παίζει» αυτή την εποχή στο Γκάζι, ή ίσως και άλλη εποχή, απλώς τώρα έτυχε να πάω εγώ. Διάφοροι ηθοποιοί (Μάνος Πίντζης, Γιώργος Βάλαρης, Χάρης Ασημακόπουλος κ.ά.) έπιναν ποτό μαζί μας κι έδειχναν πολύ ευχαριστημένοι. Όχι επειδή, και καλά, καθόμασταν παραδίπλα, αλλά επειδή είναι ευχαριστημένοι άνθρωποι ή από σύστημα. Το ποτό κάνει 7 ευρώ. Τις Δευτέρες εμφανίζονται διάφορα συγκροτήματα από πολύ μέχρι υπερ-πολύ προχωρημένα και Τετάρτες βάζει μουσική η Εύα Θεοτοκάτου. Η θέα από τη βεράντα είναι αχτύπητη. Η Αθηνά Μαραντίδου, η ηθοποιός που παίζει στον Φούρνο (ως 6/6), είναι κούκλα κι έχει υπέροχα μαλλιά. Άσχετο, απλά ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας τώρα που κάνουμε παρέα…

Πήραμε σαντουιτσάκια από το “Hellenic Street Food”, που ταΐζει το μισό Γκάζι τις νύχτες κι έχει μεγάλη ποικιλία από τα πάντα, οτιδήποτε μπορεί να λιγουρεύεται κανείς οποιαδήποτε ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ή και πριν. Εκτός από εκατομμύρια σάντουιτς, η ξαδέρφη μου λέει ότι έχει και φακές-στο-χέρι. Σερβίρονται σε κεσεδάκια (όχι, γιατί ρώτησα: πώς αγοράζεις μια μερίδα φακές στο χέρι; Ή στο πόδι; Αλλά υπάρχει λύση για όλα, αρκεί να μην είσαι γρουσούζα).Το Γκάζι, μέσα στην κατά τα άλλα στραπατσαρισμένη πόλη, είναι σα να καμπαρντίζει που είναι 25, που βγαίνει τα βράδια με τρέλα και φοράει αμάνικα κολλητά μπλουζάκια: σαν περιοχή έχει κάτι που άμα το πω “trendy” το κάνω αυτόματα ντεμοντέ ή όπως θα ’λεγε ο γιόκας μου, «σάπιο»… και γι’ αυτό δεν το λέω τίποτα. Ας το πει ο καθένας όπως γουστάρει.          

Drazel, Ιάκχου & Περσεφόνης 31, έναντι Τεχνόπολης, Γκάζι, 210 3478.759

Hellenic Street Food, Τριπτολέμου 32, Γκάζι, 210 3452.562