Κοσμος

Εγκώμιο συνόρων: Αλλάζει η πανδημία τη διεθνή κινητικότητα;

Κανείς δεν ασχολείται με την ακινησία. Πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο διαρκούς μετακίνησης. Είναι όμως έτσι;

portrait-322469_1920_2.jpg
Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Άνθρωποι που ξαπλώνουν στην αίθουσα αναμονής αεροδρομίου

Το βιβλίο «Εγκώμιο των συνόρων» του Ρεζίς Ντεμπρέ, η πανδημία και η μειονότητα των μοντέρνων νομάδων, τα όρια των συνόρων και τα όρια της ανοιχτής κοινωνίας.

«Εγκώμιο των συνόρων» ήταν ο τίτλος ενός σύντομου βιβλίου του αριστερού Γάλλου διανοητή Ρεζίς Ντεμπρέ που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια νωρίτερα από τη σημερινή πανδημία. Δεν ήταν ο πρώτος που έπλεξε το εγκώμιο των συνόρων: οι θεωρητικοί της πανδημίας, όπως ο Φρανκ Σνόουντεν από το πανεπιστήμιο Γέιλ, καταλήγουν να πλέκουν σήμερα το ίδιο εγκώμιο.

Πριν από λίγα χρόνια, η γαλλική εφημερίδα Le Monde δημοσίευσε μια μελέτη σύμφωνα με την οποία 7 στους 10 Γάλλους ζούσαν στην περιοχή της Γαλλίας στην οποία γεννήθηκαν. Αυτό το εύρημα εξέπληξε πολλούς ανθρώπους: πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο διαρκούς μετακίνησης, αλλά ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων εξακολουθούν να περνούν ολόκληρη τη ζωή τους κοντά στο πατρικό τους σπίτι, στον γενέθλιο τόπο τους. Περίπου το 60% των Βρετανών ζουν όχι μακρύτερα από 60 χλμ από όπου διέμεναν όταν ήταν 14 χρονών.  

Μιλάμε υπερβολικά για την κινητικότητα και τη μετανάστευση: μεγάλο μέρος της κοινωνιολογικής έρευνας αφορά στο ζήτημα της μετακίνησης, της ένταξης ή της μη ένταξης σε έναν «ξένο» τόπο. Κανείς δεν ασχολείται με την ακινησία, παρότι μόνο το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλάζει χώρα. Στη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσοι έχουν γεννηθεί σε άλλη χώρα αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% του πληθυσμού: όχι ότι η επιρροή της μετανάστευσης δεν είναι κάτι σαρωτικό ― είναι ― αλλά έχει ενδιαφέρον το ότι η πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη αντιπροσωπεύει ένα τυφλό σημείο που φτάνει τα όρια της προκατάληψης. Λες και η κινητικότητα είναι κάτι καλό, ενώ η ακινησία είναι κάτι κακό. Τα ΜΜΕ αποθεώνουν τους σύγχρονους νομάδες, υπονοώντας ότι η διέλευση των συνόρων φέρνει πρόοδο κι ότι η ανάμειξη διατηρεί τους πολιτισμούς ζωντανούς. Μένει να αποδειχθεί.

Κι όμως, ο αριθμός των μεικτών γάμων παραμένει περιορισμένος. Λίγοι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για να εργαστούν σε μια ξένη χώρα. Λίγοι Ευρωπαίοι έχουν επαρκή γνώση μιας άλλης γλώσσας για να συζητήσουν σε βάθος διαφορές απόψεων. Ακόμα λιγότεροι είναι οι δίγλωσσοι. Παρά τις ιστορίες για τον εικονικό κόσμο όπου ζούμε, η εγγύτητα, η ομοιότητα, οι κοινές αναφορές συνεχίζουν να έχουν μεγάλη σπουδαιότητα.

Στην καθημερινή ομιλία χρησιμοποιούμε αμέτρητες εικόνες σχετικές με τον χώρο: το πολιτικό τοπίο, αριστερά και δεξιά, το άνοιγμα του ορίζοντα, ο δρόμος προς το μέλλον, το κοινό έδαφος. Όροι όπως η αγορά, το πεδίο της μάχης, η γραμμή του σφάλματος και ο τομέας είναι κάτι παραπάνω από απλές προδιαγραφές τόπου· μερικές φορές περιγράφουμε τη θλίψη ή και τον θάνατο σαν ταξίδι, και τις προβληματικές περιόδους στην προσωπική μας ζωή σαν ανηφόρα. Μετά το 1989, όταν έγινε λόγος για το «τέλος της ιστορίας», ότι θα επικρατήσει παντού η φιλελεύθερη δημοκρατία, πολλοί μιλούσαν για το «τέλος της γεωγραφίας», για το αίσθημα ότι οι αποστάσεις θα εκμηδενίζονταν στο παγκόσμιο χωριό. Ούτε αυτό συνέβη. Η δημοκρατία δεν φαίνεται οικουμενικός στόχος και το φιλελεύθερο παράδειγμα βρίσκεται υπό πίεση στις χώρες που το ενσωματώνουν πιο ξεκάθαρα: στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία. Οι χώρες που βλέπουν τον εαυτό τους ως τον προφυλακτήρα της παγκοσμιοποίησης, κάνουν έκκληση για εθνικό προστατευτισμό και οι ψηφοφόροι των κομμάτων που αντιπαραβάλλουν τον διεθνισμό στον προστατευτισμό ανήκουν στην πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στη γενέθλια πόλη τους και δεν έχουν καμιά όρεξη να φύγουν. 

Η συνεχιζόμενη πανδημία του κορωνοϊού έχει εντείνει το εγκώμιο των συνόρων και την ανάγκη για προστασία. Πράγματι, παρόλο που έχει σημειωθεί τεράστια πρόοδος από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών, η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε επίσης τις προϋποθέσεις για ταχέως εξαπλούμενες πανδημίες. Στο βιβλίο του «Επιδημία και Κοινωνία», ο ιστορικός της ιατρικής Φρανκ Σνόουντεν περιγράφει τη μακρά ιστορία ασθενειών όπως η βουβωνική πανώλη, η χολέρα, η ελονοσία, η πολιομυελίτιδα και η φυματίωση οι οποίες εμφανίζονταν επί αιώνες ― ο Σνόουντεν θεωρεί ωστόσο την τρίτη πανδημία πανώλης, που ξέσπασε το 1894 στο Χονγκ Κονγκ, ως την πρώτη πραγματική πανδημία. Μέσα σε έξι χρόνια η ασθένεια έφτασε τότε σε πέντε ηπείρους, κυρίως μέσω των μεγάλων λιμανιών. 

Μετά από δεκαετίες έντονης παγκοσμιοποίησης και αστικοποίησης, η εγγενής μας ευπάθεια στις λοιμώξεις έχει αυξηθεί παρά την καλύτερη διάγνωση και τα εμβόλια. «Οι επιδημικές ασθένειες είναι αναπόφευκτο μέρος της ανθρώπινης κατάστασης», γράφει ο Σνόουντεν: «και ο τεράστιος πληθυσμός μαζί με τα γρήγορα μέσα μεταφοράς εγγυώνται ότι οι μολυσματικές ασθένειες που προσβάλλουν μια χώρα θα τις προβάλλουν όλες». Και παρ’ όλ’ αυτά, μικρό ποσοστό αυτού του τεράστιου πληθυσμού των 7,7 δισεκατομμυρίων, περνάει εθνικά σύνορα ― το πυκνό μεταφορικό δίκτυο μεταφέρει πέρα-δώθε μια μειονότητα. Γι’ αυτή τη μεινότητα τα σύνορα είναι διαπερατά αν όχι εντελώς ανύπαρκτα. Έτσι, μια καταραμένη νυχτερίδα από το Γουχάν ακινητοποίησε ολόκληρο τον κόσμο.

Δεν είναι εύκολο να πλοηγηθεί κανείς μεταξύ ενός κακώς εννοουμένου κοσμοπολιτισμού και ενός καινούργιου εθνικού και τοπικού προστατευτισμού. Στην πραγματικότητα, έναν κόσμο χωρίς σύνορα ονειρεύονται τόσο οι δικαιωματιστές όσο και οι επιχειρηματίες και μάλιστα μιλούν την ίδια γλώσσα: γκρεμίζουν τα τείχη ― ο καθένας για τους λόγους του. Ο Ιταλός μυθιστοριογράφος και κριτικός του πολιτισμού Aλεσάντρο Μπαρίκο συνοψίζει αυτήν την κοσμοθεωρία γράφοντας ότι, «Η σταθερότητα και η ακινησία δυσφημούνται: αποκτούν δυσωδία και έναν αόριστα δυσοίωνο ήχο».

Ακούμε συχνά ανθρώπους να εκφράζουν ανησυχία για τα όρια της ελευθερίας. Ποια είναι όμως τα όρια των συνόρων; Ποια είναι τα όρια της ανοιχτής κοινωνίας; Δεν μπορεί να υπάρξει ανοιχτή κοινωνία χωρίς σύνορα: η «ανοιχτότητα» χάνει το νόημά της όταν όλα είναι ανοιχτά. Κι όταν άνθρωποι αισθάνονται αναγκασμένοι να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο άκρα ―τα απολύτως ανοιχτά ή τα απολύτως κλειστά σύνορα― είναι σαφές πού θα καταλήξουν οι περισσότεροι: όχι την πλευρά του κοσμοπολιτισμού αλλά στην πλευρά του εθνικισμού.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ