Κοσμος

Οι ανεπίδοτες επιστολές της Στάσας

Στανισουάβα Πσιμπισέφσκα: Ποια ήταν αυτή η μοναχική γυναίκα που δεν ήθελε τίποτε άλλο από τη ζωή παρά μόνο να γράφει για το κοινό;

katerina-ikonomakou.jpg
Κατερίνα Οικονομάκου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
kentriki_1.jpg

Η Κατερίνα Οικονομάκου γράφει για την Στανισουάβα Πσιμπισέφσκα μια παράξενη, μοναχική γυναίκα που δεν ήθελε να ζει ζωή μόνο για να γράφει για το κοινό.

«Μου έχει τελειώσει το ψωμί. Το κρύο είναι βασανιστικό. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο». Με αυτά τα λόγια κλείνει στις 21 Νοεμβρίου του 1934 την επιστολή της προς τον Τόμας Μαν μια 33χρονη γυναίκα, που ζει αποτραβηγμένη από τον κόσμο, σε ένα μικρό δωμάτιο στο Γκντανσκ της Πολωνίας. Η επιστολή δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του Μαν. Η γυναίκα που την είχε συντάξει είτε δεν είχε ποτέ την πρόθεση να τη στείλει,  είτε μετάνιωσε. Ή δεν είχε το σθένος. Εκείνο το λιγόλογο μήνυμα απόγνωσης που έβαλε στο χαρτί, ήταν ένα τελευταίο, αθόρυβο σημείο ζωής. Μερικούς μήνες αργότερα, στις 15 Αυγούστου 1934, η Στανισουάβα Πσιμπισέφσκα ήταν νεκρή.

Η Πσιμπισέφσκα είχε διαλέξει να κλείσει τον κόσμο έξω από την πόρτα της, για να συνομιλεί ανενόχλητη με το παρελθόν. Επί επτά χρόνια διάβαζε κι έγραφε, ακατάπαυστα. Όταν πέθανε, άφησε πίσω της ένα από τα πιο σημαντικά θεατρικά έργα με θέμα την Γαλλική Επανάσταση. Αν κάποτε ανέβει ολόκληρη στη σκηνή, η «Υπόθεση Δαντόν» θα διαρκέσει δεκατέσσερις ώρες. Όσοι το έχουν διαβάσει μιλούν για ένα σπουδαίο κείμενο, τον καρπό μιας εμμονικής ιδιοφυίας.

przybyszewska.jpg

Επί τρία χρόνια πάσχιζαν οι εκπρόσωποι του Εθνικού Θεάτρου της Πολωνίας να την πείσουν να τους επιτρέψει να ανεβάσουν μια συντομευμένη εκδοχή, που δεν θα ξεπερνούσε τις πέντε ώρες. Η Πσιμπισέφσκα ταλαντευόταν ανάμεσα στην επιθυμία της να στείλει τους ήρωές της να συναντηθούν με τον κόσμο και τη λαχτάρα να τους κρατήσει προσκολλημένους πάνω της, ανέγγιχτους από εξωτερικές παρεμβάσεις. Κάποτε συναίνεσε, αλλά πολύ σύντομα το είχε κιόλας μετανιώσει. Ήταν αργά. Η πρεμιέρα είχε ήδη προγραμματιστεί. Η συγγραφέας δεν εμφανίστηκε.

Πικραμένη από την εμπειρία, μετέτρεψε το θεατρικό σε πεζό – έτσι κανείς δεν θα μπορούσε να το αλλάξει. Θα έλεγες ότι ήταν αποφασισμένη να αποσύρει και τους ήρωές της από τον κόσμο, ώστε να χαθούν μαζί της. Όμως το δημιούργημά της είχε πια αποκτήσει τη δική του ζωή. Δεκαετίες αργότερα, το 1982, ο Αντρέι Βάιντα θα βασιζόταν στο θεατρικό της Πσιμπισόφσκα για να δημιουργήσει τον δικό του «Δαντόν», με τον Ζεράρ Ντεπαρτιέ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ποια ήταν αυτή η παράξενη, μοναχική γυναίκα που δεν ήθελε τίποτε άλλο από τη ζωή παρά μόνο να γράφει για το κοινό; Όσα είναι γνωστά για την Στανισουάβα Πσιμπισέφσκα, δεν αρκούν για να δώσουν απαντήσεις στο αίνιγμα που ήταν η σύντομη ζωή της. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1901, καρπός της ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε μια νεαρή ζωγράφο κι έναν παντρεμένο συγγραφέα. Η Ανιέλα Παγιάκοβνα, όπως ονομαζόταν εκείνη η νεαρή ζωγράφος, πήρε το μωρό της κι έφυγε για την Βιέννη. Η ατμόσφαιρα στην καθολική Πολωνία ήταν υπερβολικά αποπνικτική για μια μποέμ, ανύπαντρη μητέρα.

882026004.jpg

Μέχρι να κλείσει τα έντεκα, η μικρή Στάσα θα έχει γνωρίσει τη ζωή σε τρεις – τέσσερις διαφορετικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα μιλάει άπταιστα άλλες τόσες γλώσσες και θα σχεδιάζει να γίνει διάσημη συγγραφέας σαν τον πατέρα της. Η αλήθεια είναι ότι τον υπερεκτιμά – ο Στανισουάς Πσιμπισέφσκι είχε μεν κερδίσει μια κάποια φήμη, αλλά η ιστορία της λογοτεχνίας δεν έμελλε να ασχοληθεί ποτέ στα σοβαρά μαζί του. Όσο θόρυβο προκάλεσε όσο ήταν εν ζωή, τον όφειλε μάλλον στον έκλυτο βίο τουκαι στην αγάπη του να σκανδαλίζει, διαλαλώντας ότι είναι σατανιστής. Ο Πσιμπισέφσκι σπάνια έβλεπε οποιοδήποτε από τα πολλά παιδιά που είχε αποκτήσει με διαφορετικές γυναίκες. Κάποια τα είχε αναγνωρίσει, άλλα όχι. Στη ζωή της Στάσας μπήκε όταν πια το κορίτσι ήταν 18 ετών, μετά από δική της επιμονή. Και μπορεί να ήταν ό,τι χειρότερο της συνέβη ποτέ.

Τι είχε μεσολαβήσει; Το 1912, έχει χάσει τη μητέρα της, από πνευμονία. Τα επόμενα χρόνια θα ζει πότε με φίλους, στην Ζυρίχη, πότε με μια αγαπημένη θεία, στη Βιέννη. Με το ξέσπασμα του πολέμου, όμως, θα ακολουθήσει τους συγγενείς της στην Κρακοβία. Στην πραγματικότητα, είναι η πρώτη φορά που γνωρίζει την πατρίδα της. Διατηρώντας πάντα ζωντανό το όνειρο να κερδίσει τη ζωή της γράφοντας, θα δεχτεί να γραφτεί σε μια σχολή για δασκάλες. Όταν ο πατέρας της θα υποκύψει στις πιέσεις να συναντηθούν, η νεαρή κοπέλα θα του εκμυστηρευθεί τα σχέδιά της και θα ζητήσει βοήθεια. Διάσημος, καθώς είναι, στους λογοτεχνικούς κύκλους, σίγουρα μπορεί να την καθοδηγήσει, έτσι δεν είναι;

kentriki_2.jpg

Ο Πσιμπισέφσκι, βέβαια, είχε καιρό να γράψει έστω και μια φράση της προκοπής. Έχοντας επιστρέψει στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας, ζούσε ως πιστός σύζυγος και κέρδιζε τα προς το ζην δουλεύοντας στο ταχυδρομείο. Ο θαυμασμός της Στάσας του ήταν ευπρόσδεκτος.  Ο άντρας έδινε ραντεβού στην κόρη του σε δωμάτια ξενοδοχείων. Σύμφωνα με τους βιογράφους της, δεν αποκλείεται να την αποπλάνησε. Εκείνο για το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι πως της γνώρισε τη μορφίνη.

Η νεαρή γυναίκα είχε ελάχιστους φίλους και σχεδόν ανύπαρκτη κοινωνική ζωή. Δεν την ενδιέφερε τίποτε από όσα έδιναν χαρά στους συνομήλικούς της, τους οποίους έβλεπε μάλλον με συγκατάβαση. Ίσως με οίκτο. Αυτή τη στάση θα κρατούσε απέναντι στο έξω κόσμο και τα επόμενα χρόνια, όταν πια είχε γυρίσει οριστικά την πλάτη σε κάθε προσδοκία μιας κανονικής ζωής. «Χωρίς έρωτες, χωρίς απολαύσεις, χωρίς διασκέδαση, χωρίς χρήματα, κι όμως έχω μια ζωή πολύ πιο πλούσια», έγραφε σε μια από τις επιστολές της, την περίοδο που είχε πια αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο γράψιμο. Η αλήθεια είναι ότι κάποια στιγμή είχε κάνει μια απόπειρα να συνδεθεί – το 1923 παντρεύτηκε έναν συνομήλικό της ζωγράφο, με τον οποίο και μετακόμισε στο Γκντανσκ. Όμως φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο ο έρωτας που είχε φέρει αυτούς τους δυο κοντά. Ίσως ήταν η μορφίνη, για την οποία μοιράζονταν το ίδιο πάθος. Λέγεται ότι αυτό προκάλεσε και τον θάνατό του δυο χρόνια μετά το γάμο τους.

Όλο αυτόν τον καιρό, τα έξοδα της Στάσας καλύπτονται από μια μικρή κληρονομιά του συζύγου της κι ένα βοήθημα που κάθε τόσο έχει από τη θεία της. Η ίδια δεν επιτρέπει σε κανέναν και τίποτε νακλέβει χρόνο από το διάβασμα και το γράψιμο. Δεν υπάρχει χρόνος για δουλειά. Δεν υπάρχει χρόνος για συναναστροφές. Δεν υπάρχει χρόνος για τον εαυτό της ή τους άλλους. Την ίδια ώρα που σε μια ακόμη από τις ανεπίδοτες επιστολές της, ομολογεί ότι ζει βυθισμένη στην κατάθλιψη και την απάθεια. Κι όμως δεν υπάρχει χρόνος για οτιδήποτε θα μπορούσε να την κρατήσει στη ζωή. Με εξαίρεση το γράψιμο.

Το 1927 θα πέσει στα χέρια της «Ο Θάνατο του Δαντόν», του Γκέοργκ Μπύχνερ. Η Πσιμπισέφσκα θα το διαβάσει 11 φορές. Και μετά, αμέσως μετά, θα αρχίσει να γράφει. Έχει βρει το θέμα της. Τώρα το μόνο που μένει είναι να απομακρυνθεί οριστικά από κάθε περισπασμό. Είναι 27 ετών και περνάει όλες τις ώρες κάθε ημέρας της κλεισμένη σε ένα δωμάτιο με μοναδικά έπιπλα ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι με μια καρέκλα και μια σόμπα. Βγαίνει έξω μόνο για να αγοράσει τρόφιμα, τσιγάρα, εφημερίδες και την απαραίτητη μορφίνη.  Ακόμη τότε, θέλει να ξεπεράσει σε φήμη τον πατέρα της. Πιστεύει, τώρα πια, ότι είναι έτσι κι αλλιώς πολύ καλύτερή του. Θα του στείλει το πρώτο της έργο για τη Γαλλική Επανάσταση. Θέλει τη γνώμη του, λέει. Να το εννοεί; Η ηρωίδα εκείνου του πρώτου θεατρικού είναι μια φιλάσθενη νεαρή γυναίκα που οδηγεί τον ίδιο τον πατέρα της στην γκιλοτίνα.

Η Στάσα γράφει ασταμάτητα. Βγαίνει έξω όλο και λιγότερο. Τα χρήματά της λιγοστεύουν, πρέπει να τα κρατάει για να εξασφαλίζει μορφίνη. Αλλά δεν έχει εγκαταλείψει τα σχέδιά της. Η νεαρή γυναίκα φιλοδοξεί πάντα να δει το έργο της να εκδίδεται. Η Πσιμπισέφσκα στέλνει κάθε τόσο τα ολοκληρωμένα χειρόγραφα στον εκδότη της. Θέλει οι ήρωές της να αποκτήσουν ζωή στο σανίδι. Να συναντηθούν εκείνοι με το κοινό, στη θέση της. Θα ‘λεγε κανείς ότι οι ήρωες  της Γαλλικής Επανάστασης ήταν για εκείνη πολύ πιο ζωντανοί από τους άντρες και τις γυναίκες που περπατούσαν κι ανάσαιναν έξω από το φτωχικό της δωμάτιο. Και πιο αγαπημένος ανάμεσά τους, ο Ροβεσπιέρος. «Πιστεύω ότι τον κατανοώ καλύτερα από οποιονδήποτε», έγραφε στη θεία της. Τι μπορεί να αναγνώρισε σε εκείνον τον σκοτεινό άντρα του 18ου αιώνα, αυτή η μοναχική και ταλαντούχα νεαρή γυναίκα;

Μετά τα Χριστούγεννα του 1934, η Στανισουάβα Πσιμπισέφσκα διακόπτει κάθε επαφή με τους λίγους ανθρώπους που ήταν έως τότε κοντά της. Οι επιστολές που έφταναν στο σπίτι της έμεναν αναπάντητες. Δεκάδες επιστολές που απηύθυνε κατά καιρούς η ίδια στη θεία, τον εκδότη της, αλλά και στους λίγους διάσημους συγγραφείς που εκτιμούσε, όπως τον Τόμας Μαν και τον Ζορζ Μπερνανός, έμεναν ανεπίδοτες, σκόρπιες μέσα στο μικρό της δωμάτιο. Εκείνο το διάστημα, και έως τον θάνατό της τον Αύγουστο του 1935, πρέπει να είχε σχεδόν πάψει να τρώει. Λέγεται ότι δεν είχε πια δύναμη να σηκώσει το μολύβι της για να γράψει. 

cover_toy_graphic_novel.jpg

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ