Κοσμος

Μαρτυρία από το τρομοκρατικό χτύπημα στη Νίκαια

Η Σοφία Σφυρή ήταν εκεί

114980-643438.jpg
Ελίζα Συναδινού
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
133550-304192.jpg

Τα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν ανάμεσα στο μήνυμα «έγινε τρομοκρατικό στη Νίκαια, εκεί που είναι η Σοφία» και στο επόμενο μήνυμα «είναι καλά, οκ» πέρασαν πάρα, πάρα πολύ βασανιστικά. Τότε ακόμα δεν ξέραμε τι γίνεται, λίγο μετά το έγραψε το BBC. Ψάχναμε στο ίντερνετ αλαφιασμένοι. Μνήμες από το Παρίσι ξύπνησαν. Τι πάει να πει είναι καλά; Και πού είναι τώρα; Κι αν γίνει κι άλλο λίγο πιο πέρα, όπως τον Νοέμβρη; Δυστυχώς, πάρα πολλοί άνθρωποι δεν είχαν την τύχη να ακούσουν το ίδιο ανακουφιστικά νέα για τους δικούς τους. Ευτυχώς για εμάς, η δική μας Σοφία είναι καλά. Πιο κάτω, μας περιέγραψε τα όσα έζησε.


Είμαι με ένα φίλο μου διακοπές στη Νίκαια. Χθες το βράδυ βγαίναμε να δούμε τα πυροτεχνήματα. Τελευταία στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ξεχάσει τις ταυτότητές μας και γυρίσαμε πίσω να τις πάρουμε σε περίπτωση που μας τις ζητούσαν για να μπούμε σε μπαρ.

Φτάσαμε στην παραλία την ώρα που τέλειωναν τα πυροτεχνήματα –ακριβώς στο σημείο που έγινε 10΄ αργότερα η επίθεση– και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε και να κάτσουμε πιο κάτω, πάνω στην Promenade des Anglais, μέχρι να φύγει ο πολύς κόσμος.

Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά και είχαμε προλάβει τα πυροτεχνήματα θα ήμασταν μέσα στο τσούρμο την ώρα που έγινε το περιστατικό.

Με το που κάτσαμε, είδαμε ορδές κόσμου να τρέχει καταπάνω μας. Σηκωθήκαμε και αρχίσανε να τρέχουμε κι εμείς. Μετά από λίγο ο κόσμος κάπως ηρέμησε και αποφασίσαμε να ξανακάτσουμε. Συζητούσαμε ότι προφανώς δεν ήταν τίποτα, ότι κάτι θα είχε γίνει κι ότι λόγω των γεγονότων στο Παρίσι ο κόσμος πανικοβάλλεται, ότι είναι εύκολο να δημιουργηθεί χάος από το πουθενά με τόσο κόσμο.

Ξανακάτσαμε στην παραλία, σχολιάζοντας τι τρομερό που είναι να επικρατεί πανικός στην Ευρώπη με το τίποτα.

Μέτα από λίγο ξαναείδαμε πολύ κόσμο να τρέχει και σηκωθήκαμε κι εμείς.

Όλοι γύρω μας ρωτούσαν τι συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες ∙κανείς δεν ήξερε. Κόσμος έτρεχε αλλά μετά σταματούσε πάλι. Εμείς κάτσαμε κάπου στην άκρη και ψάχναμε στο ίντερνετ για να καταλάβουμε τι έχει συμβεί.

Δεν είχε ανεβάσει κανένας τίποτα ακόμα, αλλά ο τρόμος ήταν εμφανής. Μέχρι να μάθεις τι έχει συμβεί δεν πιστεύεις ότι όντως συμβαίνει σε σένα, ήταν όλα κάπως κινηματογραφικά. Αυτό που μας έκανε τελικά να αρχίσουμε να τρέχουμε για να απομακρυνθούμε από εκεί ήταν ότι ήρθαν κάτι κορίτσια σε μια παρέα δίπλα και άρχισαν να κλαίνε και να ουρλιάζουν.

Περπατώντας περνούσαμε πάνω από αφημένα ποτά και ηχεία που έπαιζαν μόνα τους μουσική. Κάποια στιγμή χάθηκε και το σήμα στα κινητά και αποφασίσαμε να φύγουμε εντελώς ό,τι και να συνέβαινε.

Εντωμεταξύ, έξω από τη Νίκαια, έβλεπες να ρίχνουν ακόμα βεγγαλικά και ακουγόταν μουσική από μαγαζιά και σειρήνες. Βλέπαμε μονο τα φώτα των περιπολικών απο μακριά, κατά μήκος της Promenade, χωρίς να καταλαβαίνουμε ακριβώς τι γίνεται.

Πολύ γρήγορα στήθηκαν μπλόκα στους δρόμους, ρωτούσαμε τους αστυνομικούς που μας έλεγαν απλώς «προχωρήστε προς την άλλη κατεύθυνση». Τρέχαμε και σταματούσαμε κάθε τόσο να ρωτήσουμε τι συμβαίνει. Ψάχναμε κάπου απόμερα ή σε κάποιο ύψος να κρυφτούμε. Κατά μήκος του δρόμου είχε μια ατέλειωτη ουρά σταματημένων αυτοκινήτων, όλα προς την κατεύθυνση του λιμανιού της Νίκαιας.

Ακόμα και την ώρα που συμβαίνει είναι δύσκολο να το πιστέψεις, ειδικά αν δεν ξέρεις τι ακριβώς γίνεται. Γύρισα και είπα στο φίλο μου που ήταν μαζί ότι τον αγαπάω και γελάγαμε κι οι δυο σαν να ήταν παράλογο που σκεφτόμασταν έτσι. Τελικά φτάσαμε στο λιμάνι της Νίκαιας όπου είχε πάλι μπλόκο.

Μας πλησίασαν κάποιοι έξω από ένα μπαρ και μας είπαν να μπούμε μέσα. Μέσα κάθονταν άλλα 10 άτομα περίπου με κλειστά τα ρολά. Ενημερώσαμε με μηνύματα φίλους που ήξεραν ότι είμαστε στη Νίκαια ότι κάτι γινεται, ότι δεν ξέρουμε καν τι είναι αυτό αλλά και ότι κρυβόμαστε σε ένα μπαρ και είμαστε εντάξει. Τότε άρχισαν να γράφονται τα πρώτα πράγματα στο ίντερνετ αλλά δεν έδινε κανείς πολλές πληροφορίες.

Έλεγαν διάφορα γύρω μας: ότι υπήρχε ένα φορτηγό, ότι βγήκαν δύο από εκεί και πυροβολούσαν, ότι κρατούσαν ομήρους σε ένα ξενοδοχείο, χωρίς να επιβεβαιώνεται τίποτα. Γενικά κρατούσαμε την ψυχραιμία μας κοιτάζοντας πού θα χωθούμε αν η απειλή, όποια κι αν ήταν, ερχόταν εκεί.

Η μόνη στιγμή που «χάθηκα» ήταν όταν άρχισαν να μου στέλνουν πολλοί φίλοι μηνύματα τύπου «αποχαιρετιστήρια αγάπης» καλού-κακού. Ο Louis, ο φίλος μου, με κοίταξε και μου είπε: «Πιστεύω ότι πρέπει να σταματήσεις να μιλάς και να είσαι συγκεντρωμένη εδώ για να είμαστε έτοιμοι. Μη λες σε όλους ότι είμαστε καλά πριν βεβαιωθούμε ότι είμαστε εντελώς ασφαλείς».

Μετά από μια ώρα μέσα στο μπαρ μάς είπαν ότι κλείνει και ότι πρέπει να φύγουμε όλοι, ότι θα βρουν τρόπο να μας πάνε σπίτι.

Ήρθε μια κοπέλα και μας είπε θα σας αφήσω στη Rue d’ Italie, είναι κοντά και θα περπατήσετε. Μας έδειξε ένα σκυλάκι που προφανώς κάποιος είχε χάσει μέσα στον πανικό και μας ρώτησε αν είναι δικό μας. Μας είπε «θα σας πάω σπίτι αλλά θα πάρετε το σκυλί». Δεν πήγαμε γιατί αποφασίσαμε ότι πρέπει να μείνουμε μακριά από το κέντρο ό,τι και να γίνεται. Τελικά ένας από τους σερβιτόρους −και αφού οι αστυνομικοί που ήταν ακριβώς απέξω δεν άφηναν κανέναν να φύγει− πρότεινε να πάμε όλοι στο σπίτι του που ήταν ακριβώς δίπλα. Πήγαμε με μια μαμά και την κόρη της. Η μητέρα ήταν ξεκάθαρα σε κατάσταση σοκ, είχε χλωμιάσει και δεν μιλούσε, τη βοηθούσε η κόρη της να περπατήσει. Το μόνο που μας είπε όλο το βράδυ, και αυτό όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο να γυρίσουμε, ήταν ότι είναι από τη Lîle, ότι πρώτη φορά πήγαινε στο côte d’azur και ότι όλο αυτό συνέβη μπροστά στα μάτια τους.

Τελικά μαζευτήκαμε γύρω στα 20 άτομα και το σκυλάκι μέσα σε μια γκαρσονιέρα. Ήταν οι περισσότεροι Γάλλοι, ο Louis κι άλλες τρεις κοπέλες από τις ΗΠΑ. Η μία, με το που μπήκε, με ρώτησε αν έχω φορτιστή για να επικοινωνήσει με τους δικούς της. Ο Louis έγραψε στο Facebook ότι είμαστε στη Νίκαια κι ότι είμαστε καλά.

Επικρατούσε ένας πανικός και ταυτόχρονα μια τραγελαφική κατάσταση. Βλέπαμε τηλεόραση, όλοι μιλούσαν στα τηλέφωνα, οι Γάλλοι νόμιζαν ότι οι Αμερικάνες είναι Αγγλίδες, μετά άρχισαν να μιλάνε όλοι μεταξύ τους και να συζητάμε πώς βρεθήκαμε εκεί, τι είδαμε κ.λπ. Οι κοπέλες από την Αμερική σε κάποια φάση ήθελαν να ευχαριστήσουν το σερβιτόρο που μας είχε μαζέψει και επειδή δεν μιλούσαν γαλλικά άρχισαν να του λένε ό,τι ήξεραν, «un, deux, trois, quatre», «je ne sais pas», «monsieur». Εγώ και ο Louis, σε μόνιμη άρνηση, γελούσαμε και λέγαμε ότι τουλάχιστον έχουμε καλά ανέκδοτα να διηγηθούμε και ότι ξεμπερδέψαμε με το τρομοκρατικό σαν εμπειρία στη ζωή μας.

Η κοπέλα που μας είχε πει να μας αφήσει κοντά στο σπίτι μάς ζήτησε συγγνώμη, ότι φοβήθηκε και ότι δεν τους έχει ξανασυμβεί, προφανώς.

Ο σερβιτόρος, του οποίου το όνομα ακόμα δεν ξέρω αλλά του οφείλω πολλά, έφερε νερό για όλους από το μπαρ και μοίραζε μαξιλάρια για να ακουμπήσουμε. Το ότι το παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση δεν μας άφηνε να συνειδητοποιήσουμε ότι όλο αυτό συνέβαινε δίπλα μας. Την περισσότερη ώρα καθησυχάζαμε ο ένας τον άλλον και το σκυλάκι που τα ’χε χάσει και δεν είχε σταματήσει να τρέμει.

Ηρεμήσαμε σταδιακά, μέχρι που μετά από αρκετή ώρα, ο αδελφός του σερβιτόρου μπήκε και είπε ότι μίλησε στον αστυνομικό και τον ρώτησε αν είναι πια ασφαλές να φύγουμε. Ο αστυνομικός του απάντησε: «Είσαι ηλίθιος; Μολις σκότωσε ένας 60 άτομα πάνω σε αυτό το δρόμο». Μετά μας είπε ότι έξω είχαν μείνει μόνο δύο αστυνομικοί και μόνο ο ένας είχε όπλο, ότι θα μπορούσε ακόμα να γίνει το οτιδήποτε.

Τελικά, γύρω στις 2 μάς γύρισε σπίτι κάποιος με το αυτοκίνητό του, αφού αφήσαμε πρώτα τη μαμά με την κόρη της στο ξενοδοχείο τους που ήταν ακριβώς πίσω από το σημείο όπου έγινε το χτύπημα.

Καθ' οδόν είδαμε πολλά περιπολικά, κόσμο να ψάχνει ταξί σε πανικό, παρατημένα αυτοκίνητα στη μέση του δρόμου. Όλο το βράδυ ακούγονταν σειρήνες.

Σήμερα το πρωί φύγαμε για Μασσαλία, απ’ όπου πετάμε το βράδυ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ