Θεματα

11 Έλληνες σεφ που σαρώνουν στο εξωτερικό

Η εκδίκηση του μουσακά είναι δική τους υπόθεση

christiperri.jpg
Κρίστυ Περρή
ΤΕΥΧΟΣ 725
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
_mg_6975_copy_copy.jpg
© Katerina Avgerinou

11 Έλληνες σεφ που φέρνουν την ελληνική κουζίνα στο επίκεντρο της παγκόσμιας γαστρονομίας

Μπορούμε επιτέλους να το βροντοφωνάξουμε: οι Έλληνες σεφ είναι παντού και θριαμβεύουν! Η κουζίνα τους μοσχοβολάει Μεσόγειο, ξεπερνάει γεωγραφικά σύνορα, προσγειώνεται στην καρδιά του παγκόσμιου food market και αναζητείται από λάτρεις του καλού φαγητού σε κάθε άκρη του κόσμου. Χάρη στις φιλότιμες και πολύχρονες προσπάθειές τους, οι λέξεις «greek» και «food» έχουν σταματήσει να σημαίνουν ετοιματζίδικο μουσακά και τσίκνα από σουβλάκι. Έτσι οι καλοταξιδεμένοι foodies αναγνωρίζουν τις ελληνικές γεύσεις ως κάτι το αυθεντικό, απίστευτα νόστιμο και με σεβαστές δόσεις «εξωτικής κουζίνας». Οι σεφ μας, λοιπόν, γεμίζουν τις βαλίτσες τους με το ταλέντο και τα όνειρά τους και στολίζουν τις πρωτεύουσες του κόσμου με υπέροχα εστιατόρια - μικρές πρεσβείες της ελληνικής κουζίνας. Εμείς πίσω στην πατρίδα είμαστε κάτι παραπάνω από περήφανοι. Καυχιόμαστε για τα ρεζερβέ τραπέζια σαν να έχουμε μερίδιο των εισπράξεων και παίρνουμε μπόι με κάθε βραβείο Michelin που αποκτούν. Ας γνωρίσουμε μερικούς από τους Έλληνες σεφ του εξωτερικού που μας κάνουν περήφανους.

Γεωργιάννα Χιλιαδάκη, Νίκος Ρούσσος
Οι Funky Gourmets

gourmet.jpg
© Katerina Avgerinou

Η Γεωργιάννα και ο Νίκος είναι το σούπερ δίδυμο πίσω από το Funky Gourmet (το πρωτοποριακό αθηναϊκό εστιατόριο με τα δύο αστέρια Michelin). Μετά την εγχώρια επιτυχία αποφάσισαν να πακετάρουν όλη την τεχνογνωσία και τις ικανότητές τους και να μαγειρέψουν στον ρυθμό του «London Calling». Μαζί με τους αδερφούς Αντρέα και Αλέξη Λαμπρίδη διάλεξαν την πιο όμορφη γειτονιά του Λονδίνου, το Marleybone, και εκεί άνοιξαν το Opso, ένα all day casual restaurant με ελληνική καρδιά και τεράστια απήχηση.

opso.jpg

Το Opso (στα αρχαία ελληνικά η λέξη οψός σημαίνει μπουκιά) έχει κάνει όνομα στη λονδρέζικη food σκηνή για το καταπληκτικό brunch του (τα pancakes από μόνα τους αξίζουν να βγάλεις εισιτήριο για Heathrow), ενώ ανάρπαστα γίνονται και τα ελληνικά του πιάτα όπως το γιουβέτσι. Το Opso όχι μόνο συμπεριλαμβάνεται για δύο συναπτά έτη στα 100 καλύτερα μαγαζιά της Αγγλίας, αλλά τον Μάιο του 2019 άνοιξε και το πρώτο franchise μαγαζί Οpso στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στο μεγαλύτερο και πιο επιβλητικό εμπορικό κέντρο του Dubai, το Dubai Mall. Αντί, λοιπόν, να πάρουν μια ανάσα ή να ανοίξουν μια σαμπάνια για τις επιτυχίες τους, οι φίλοι αποφάσισαν να επενδύσουν και σε ένα δεύτερο λονδρέζικο μαγαζί.

pitta_ban_swsth.jpg
© Katerina Avgerinou

Τον Σεπτέμβριο του 2018 ξεκίνησε τη λειτουργία του το Pitta Bun, ένα ελληνικό street food joint στην Carnaby Street, την πιο κεντρική και χαριτωμένη από όλες τις οδούς του Soho. Εκεί τα buns με πικάντικο λεμονοριγανάτο κοτόπουλο, γύρο ή αρνί κλέφτικο γίνονται ανάρπαστα (ενώ ο άσος στο μανίκι είναι και οι γλυκές επιλογές για το σωστό food comma). Η funky διεθνής εξέλιξη του κλασικού σουβλακίου είναι γεγονός.

Αδελφοί Μαυρομάτη
Η τριπλή απειλή

mavromatis_1.jpg

Όλα ξεκίνησαν πριν από 30 περίπου χρόνια σε ένα μικροσκοπικό χωριό της Κύπρου, όταν οι αδελφοί Ανδρέας και Ευαγόρας Μαυρομάτης αποφάσισαν να ταξιδέψουν μαζί στο Παρίσι και να εγκατασταθούν εκεί για σπουδές. Η αγάπη τους για την Ελλάδα και το καλό φαγητό, σε συνδυασμό με την ανάγκη για εργασία, τους οδήγησαν να αγοράσουν ένα παντοπωλείο στη συνοικία Σανσιέ και να το εξοπλίσουν αποκλειστικά με ελληνικά προϊόντα. Το πρώτο βήμα είχε αναπάντεχα θετικά αποτελέσματα και έτσι το παντοπωλείο γρήγορα μετατράπηκε σε εστιατόριο. Με μεγαλύτερη σιγουριά στις ικανότητές τους, αποφάσισαν να ανοίξουν και μία μπουτίκ, ενώ ο τρίτος αδερφός της οικογένειας Διονύσιος έκλεινε κι αυτός εισιτήρια για Γαλλία. Σήμερα η οικογενειακή επιχείρηση διαθέτει τέσσερα εστιατόρια στο Παρίσι, δύο στη Μασσαλία, ένα εστιατόριο εντός των Gallery Lafayette, οχτώ ντελικατέσεν και ένα αστέρι Michelin! Τόσο τεράστια επιτυχία, μέχρι και ταινία γίνεται.

mavrommatis_restaurantcpmonetta-0349_1.jpg
© pmoneta

H μάρκα τους με το όνομα Thessalia αποτελείται από τυποποιημένα ελληνικά προϊόντα που γίνονται ανάρπαστα στη γαλλική αγορά (πωλούν γύρω στα 150 κιλά ταραμοσαλάτα ημερησίως – ναι, ημερησίως) ενώ στα εστιατόριά τους συχνάζουν διάσημες εγχώριες προσωπικότητες όπως ο Φρανσουά Ολάντ, ο Νικολά Σαρκοζί και η Κατρίν Ντενέβ. Μέχρι και ο προηγούμενος Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε δειπνήσει μαζί τους το 2018. Χαρακτηριστικά η γαλλική εφημερίδα Liberation (Libé για τους ντόπιους) είχε να αναφέρει τα εξής για τους αδελφούς Μαυρομάτη: «Μας έκαναν να ξεκολλήσουμε από τους γαστρονομικούς σοβινισμούς και τους άσκοπους εγωισμούς από τους οποίους συχνά διακατεχόμαστε. Μια επίσκεψη στο κατάστημα της οδού Duphot αρκεί για να σε πείσει. Δεκάδες προϊόντα, σε εξαιρετικές συσκευασίες, μας κάνουν όχι μόνο να γνωρίσουμε αλλά και να λατρέψουμε την ελληνική κουζίνα. Πρόκειται σαφώς για την εκδίκηση του μουσακά».

Théodoros Gennitsakis
To fashion icon

adelfos.jpg

Γιουβαρλάκια και μόδα στο Παρίσι. Μεγαλωμένος στην πόλη του έρωτα και με ελληνικές ρίζες, ο Theo είναι λάτρης της μεσογειακής κουλτούρας και του καλού φαγητού. Ασχολείται εδώ και δεκαπέντε χρόνια με τον χώρο της μόδας, ενώ τα τελευταία εφτά καταπιάνεται με projects που συνδέουν Παρίσι και Αθήνα, έτσι ώστε να μπορεί να πηγαινοέρχεται και να δουλεύει ταυτόχρονα. Όλες οι σχέσεις εξ αποστάσεως έχουν τις θυσίες τους έτσι κι αλλιώς. Σταδιακά κατάφερε να δημιουργήσει το PRESSURE, το προσωπικό του brand που στεγάζει μία διαφημιστική εταιρία, μία μάρκα ρούχων, ένα περιοδικό και μία γκαλερί. Το λογικό επόμενο βήμα; Ένα ελληνικό εστιατόριο στο Παρίσι με γιαγιαδίστικη κουζίνα. Ο Theo καταρχάς έπεισε τον ξάδερφό του Αντώνη, εξαιρετικό σεφ σε γαλλικά εστιατόρια υψηλού επιπέδου, να τονεμπιστευτεί και να γίνει συνέταιρός του.

adelfos_1.jpg

Έπειτα έκλεψε όλες τις συνταγές της γιαγιάς του, τις έβαλε στη λίστα του μενού, βρήκε τον κατάλληλο χώρο, κάλεσε τους φίλους του για μεσημεριανό και τελικά άνοιξε το Adelfos στο κέντρο του Παρισιού. Οικογενειακή υπόθεση. Όπως μας λέει ο ίδιος, οι Γάλλοι αγαπούν ιδιαίτερα την κουζίνα μας, όμως πολλές φορές περιορίζονται στις γεύσεις που συναντούν στα τουριστικά μαγαζιά της Ελλάδας. Το Adelfos αντιθέτως προσφέρει μία πιο αυθεντική εμπειρία του παραδοσιακού ελληνικού τραπεζιού, με πιάτα όπως τα γιουβαρλάκια, τα σουτζουκάκια και η τηγανιά. Σκοπός του Theo ήταν από την αρχή ο πελάτης να νιώθει μία γλυκιά νοσταλγία και ένα συναίσθημα σαν να βρίσκεται σε σπιτικό σαλόνι, έτοιμος να σερβιριστεί φαγητό φτιαγμένο με αγάπη και παλιά ελληνικά μυστικά.

Αθηναγόρας Κωστάκος
Ατρόμητος και μερακλής

touchfood_meraki_04_dsc04887.jpg

Τον γνωρίσαμε πριν χρόνια στο μαγειρικό reality του Ant1 «TopChef» και τον αγαπήσαμε, πρώτον, για το εξαιρετικό του ταλέντο και, δεύτερον, για το πλατύ, ευγενές του χαμόγελο. Σήμερα ο Αθηναγόρας Κωστάκος, μετά από μια μεγάλη καριέρα σε γνωστά ελληνικά εστιατόρια, απολαμβάνει τη νοστιμιά της ζωής στο Λονδίνο, μαζί με την οικογένεια και το μεράκι του. Meraki έχει άλλωστε ονομάσει και το εστιατόριό του, όπου ο ίδιος τιμάει τις ελληνικές συνταγές με τις οποίες μεγάλωσε και τις συναρμολογεί από την αρχή, προσθέτοντας τα δικά του τουβλάκια.

touchfood_meraki_pr_17_dsc06837.jpg

Προκύπτουν έτσι πιάτα όπως παστίτσιο με ζυμαρικά pacherri, μελωμένο ραγού από μοσχαρίσια ουρά και κρέμα γραβιέρας και επιδόρπια όπως μπουγάτσα περιχυμένη από σοκολάτα και καραμέλα (δεν μας κάνει εντύπωση το ότι είναι εξαιρετικά δημοφιλές). Πώς όμως ένας άνθρωπος με τόσο λαμπρή καριέρα στην Ελλάδα αποφασίζει να εγκαταλείψει τα πάντα για κάτι άγνωστο και ολοκαίνουργιο; Ο ίδιος μας λέει πως το βήμα αυτό ήταν από τα μεγαλύτερα ρίσκα της ζωής του και σίγουρα χρειάστηκε θάρρος. Βέβαια πέτυχε και με το παραπάνω, με το Meraki να δέχεται διθυραμβικές κριτικές για την απλότητα και τη συγκεκριμένη ταυτότητα του μενού του. Στα μελλοντικά του σχέδια είναι φυσικά και η επέκταση εκτός Βρετανίας, με τον ίδιο να λιμπίζεται μακρινούς προορισμούς για τα επόμενά του βήματα. Το Τόκιο τι άποψη έχει για την ελληνική κουζίνα άραγε;

Ντίνα Νικολάου
H Παριζιάνα οικοδέσποινα

dina.jpg

Έχουμε ακούσει την έκφραση «το μυστικό συστατικό σε ένα πετυχημένο φαγητό είναι η αγάπη» και στην περίπτωση της Ντίνας ισχύει. Είτε τη βλέπεις να μαγειρεύει μέσα από την τηλεοπτική σου οθόνη, είτε δοκιμάζεις κρεατόπιτα από τα χεράκια της στο κέντρο του Παρισιού, η αγάπη και το πάθος της γι’ αυτό που κάνει διακρίνεται σε κάθε μπουκιά. Υπάρχει καλύτερο αλατοπίπερο από αυτό;

evi_evane_restaurant_-_55.jpg

Το Παρίσι διαθέτει έναν απέραντο και τρομερά ποικίλο γαστρονομικό χάρτη, όμως η Ντίνα κατάφερε να βάλει την ελληνική κουζίνα στο επίκεντρο. Και μάλιστα με μεγάλα γράμματα! Το 2006 άνοιξε με την αδερφή της Μαρία το Evi Evane, ένα εστιατόριο το οποίο και οι δυο τους αντιμετώπισαν ως παιδί που ακόμα «κανακεύουν» για να μεγαλώσει κι άλλο. Με διακρίσεις όπως «Καλύτερο εστιατόριο ξένης κουζίνας» από τον οδηγό γαστρονομίας Pudlo Paris, είναι προφανές πως τα καταφέρνουν περίφημα. Σκοπός εξαρχής ήταν να δώσουν στους Παριζιάνους ένα νόστιμο, χορταστικό και άκρως δελεαστικό preview των πιάτων που μπορούν να απολαύσουν σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, έτσι ώστε να είναι προετοιμασμένοι και να έχουν μέτρο σύγκρισης. Και φυσικά ένα μέρος για να γιατρέψουν τη νοσταλγία τους μετά την επιστροφή. Όλο αυτό συμπληρώθηκε από τη μοναδική φαντασία και ικανότητα της Ντίνας να συνδυάζει γεύσεις και πρώτες ύλες. Το μενού του Evi Evane είναι γεμάτο παραδοσιακές συνταγές πρωτόγνωρης νοστιμιάς, που ξετρελαίνουν τους Γάλλους και κάνουν εσένα τον Έλληνα να νομίζεις πως δοκιμάζεις στιφάδο και ντολμαδάκια για πρώτη φορά. Παρά τη... γαλλική «αύρα» του, το όνομα του εστιατορίου έχει έμπνευση το αρχαίο επιφώνημα «ευοί ευάν», που στη συνέχεια μετατράπηκε σε «εβίβα» και ουσιαστικά σημαίνει «στην υγειά μας».

Κωνσταντίνος Φιλίππου
Ο ροκ σταρ

konstantin_filippou_2_cper-anders_jorgensen_1.jpg
©anders_jorgensen

Mε δύο αστέρια Michelin και μακριά, σγουρά μαλλιά, τι άλλο μπορείς να θεωρηθείς εκτός από ροκ σταρ; Ο Κωνσταντίνος Φιλίππου διασκεδάζει στην κουζίνα του, συνδυάζοντας με όποιον παιχνιδιάρικο τρόπο σκαρφιστεί τις ελληνικές γεύσεις με την αυστριακή κουλτούρα. Έχει γεννηθεί στο Γκρατς, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Αυστριακή, αντλεί έμπνευση από τα παιδικά και εφηβικά «πηγαινέλα» ανάμεσα στις δύο πατρίδες και στα 36 του χρόνια κάνει έναν όμορφο, μαγειρικό χαμό. Το εστιατόριό του Konstantin Filippou στη Βιέννη έχει βραβευτεί με το αστέρι Michelin όχι μία, αλλά δύο φορές από το 2013 και η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Έχει επίσης ιδρύσει και το O Boufes, έναν χώρο εστίασης με πιο lounge, χαλαρή αισθητική και διάθεση, όπου σύμφωνα με τον ίδιο πηγαίνει για να χαλαρώσει από τα καθήκοντα του πρώτου εστιατορίου.

restaurant_konstantin_filippou_1_1.jpg

Το O Boufes απέκτησε τη διάκριση του Bib Gourmand και ο Kωνσταντίνος φαίνεται να εκτοξεύεται στην κορυφή της Ευρώπης! Θεωρεί τον εαυτό του «κομμένο στη μέση» και δεν πιστεύει πως είναι ολοκληρωμένος ως σεφ αν μαγειρεύει αποκλειστικά μεσογειακά ή αυστριακά. Βέβαια σύμφωνα με τον ίδιο, η μεγαλύτερη πλάκα είναι να εντοπίζεις τις ομοιότητες ανάμεσα στις δύο κουζίνες. Για παράδειγμα η δική μας μαγειρίτσα μοιάζει εξαιρετικά με τη σούπα beuschel και είναι ένα πιάτο που αγαπάει ιδιαιτέρως, όπως κι αυτοί που επισκέπτονται φανατικά το εστιατόριό του.

Γιάννης Μπαξεβάνης
Ο υπερασπιστής των φτωχών (υλικών)

baxevanis.jpg

Οι νεότεροι (και ελαφρώς άσχετοι) τον έμαθαν από την guest εμφάνισή του στο Masterchef, όταν οι διαγωνιζόμενοι κλήθηκαν να αντιγράψουν ένα από τα πιάτα του (εντυπωσιακότατη μους κοτόπουλου γεμιστή με ντολμαδάκι από χόρτα, μαζί με πουρέ από κουκιά και σάλτσα μυζήθρας). Οι πιο σχετικοί φυσικά τον γνώριζαν ήδη, ως τον μάγειρα που ταξιδεύει τον κόσμο κουβαλώντας μαζί του αγριόχορτα, φύκια, θαλασσινό αλάτι και χαρουπάλευρο. Ο Γιάννης Μπαξεβάνης θεωρείται από τους «πυλώνες» της ελληνικής κουζίνας, μαγειρεύει σε εστιατόρια σε όλη την Ελλάδα –με αγαπημένο του τόπο την Κρήτη–, και είναι ένας πολυάσχολος και δραστήριος άνθρωπος.

bax.png

Σαν γαστρονομικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας ταξιδεύει για τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου στα Ηνωμένα Έθνη υπό την ελληνική προεδρία, στο Fouquet’s στο Παρίσι, στα Culinary Institutes of America στο Σαν Φρανσίσκο και τη Νέα Υόρκη, ενώ κάθε χρόνο αναλαμβάνει ένα δεκαπενθήμερο φεστιβάλ ελληνικής γευσιγνωσίας στην Ελβετία. Είναι επίσης υπεύθυνος για την άνθηση της ελληνικής κουζίνας στο Dubai, με το εστιατόριό του Ελιά να βρίσκεται συνεχώς στην απόλυτη προτίμηση τόσο των μόνιμων κατοίκων αλλά και των τουριστών. Ο ίδιος μάλιστα μας εκμυστηρεύτηκε πως πριν ξεκινήσει να κάνει εκεί τα μαγειρικά μαγικά του, τα ελληνικά πιάτα ήταν άγνωστα για τους περισσότερους Άραβες και μάλιστα δεν τους ενδιέφερε καν να τα δοκιμάσουν. Με τόσο σνομπ κοινό, η δουλειά σου γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Fast forward στο σήμερα, με τα ελληνικά εστιατόρια να ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά του εξωτικού Dubai και να κερδίζουν αμέσως φανατικό κοινό. Ο Γιάννης επιμένει στα αγνά, ταπεινά υλικά του τόπου μας, τα οποία προσφέρουν απέραντη νοστιμιά και αξίζουν μια περίοπτη θέση σε οποιοδήποτε τραπέζι, όσο πολυτελές και να είναι. Ο ίδιος φαίνεται να μοιράζεται μια μεγάλη ιστορία αγάπης με το χαρούπι, υλικό που κάποτε ήταν συνδεδεμένο με τη θλίψη της Kατοχής και τη μιζέρια της φτώχειας αλλά στην πραγματικότητα είναι τρομερά θρεπτικό και έχει ασυναγώνιστη γεύση. Δηλώνει επίσης ερωτευμένος με τη μολόχα, το αυγοτάραχο, το σταμναγκάθι, τα φύκια και φυσικά το αξεπέραστο ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο – και δεν παύει να τα συστήνει στο διεθνές κοινό που, με τη σειρά του, τα αποθεώνει.

Φίλιππος Χρονόπουλος
Ο σούπερ ήρωας

xronopoulos.jpg

Η καριέρα του Φίλιππου ως σεφ θα μπορούσε να μετατραπεί σε graphic novel. Άνετα. Οι πρώτες σελίδες θα ήταν γεμάτες από σχέδια ενός ονειροπόλου πιτσιρικά που στα 17 του παρακολουθεί σεμινάρια ζαχαροπλαστικής στον Στέλιο Παρλιάρο και στη συνέχεια τα μάτια του πετάνε σπίθες και η καρδιά του γεμίζει ζάχαρη. Καταφέρνει να πείσει τους γονείς του να στηρίξουν τις σπουδές του στο Institut Paul Bocuse της Λιόν, ενώ ταυτόχρονα αποκρούει τις έντονες ενστάσεις του (μάγειρα) παππού του. «Η κουζίνα είναι σκλαβιά!» του φωνάζει, και ως ιδιοκτήτης του ξακουστού εστιατορίου Χρυσομάλλης στην Κέρκυρα ίσως ξέρει κάτι παραπάνω. Ο Φίλιππος όμως επιμένει, εξασκεί τις μαγειρικές υπερδυνάμεις του και μετά το τέλος των σπουδών του γίνεται περιζήτητος. Δουλεύει για τους μεγαλύτερους σεφ της Ευρώπης, πετάει από Λονδίνο σε Παρίσι, μαθαίνει, αγχώνεται, εξαντλείται, αλλά ερωτεύεται τη μαγειρική κάθε μέρα και περισσότερο. Επιστρέφει στην Ελλάδα για να μπει στον στρατό, αλλά η ψυχή του εξακολουθεί να βρίσκεται στον φούρνο γαλλικών εστιατορίων.

xronopoulos2.jpg

Γυρνάει στην Πόλη του φωτός και δουλεύει επί τέσσερα χρόνια στο ατελιέ του μυθικού Joël Robuchon. Έως ότου αισθάνεται αρκετά δυνατός και αναλαμβάνει χρέη executive chef στο ολοκαίνουργιο Palais Royal. Εκεί πλέον αποκαλύπτει την ταυτότητά του στον κόσμο. Ελεύθερος να εκφραστεί ακριβώς όπως θέλει, ξεκινά να δημιουργεί πιάτα με γαλλικές τεχνικές και ελληνικό αέρα, μαγεύοντας τους Γάλλους και διεθνείς πελάτες του. Η καταξίωση είναι φυσικό επόμενο. Ένα αστέρι Michelin να λαμπυρίζει και τα όνειρα του μέλλοντος να πλησιάζουν όλο και περισσότερο.Ο Φίλιππος αντλεί απέραντη έμπνευση από τις ρίζες του, δημιουργώντας πιάτα όπως το «herbes lactées», μια τάρτα με μορχέλες και μους σπανακόπιτας, ή το χταπόδι «poulpe au piment fumé», σερβιρισμένο με πατάτες baby, καραμελωμένο χυμό ρεβιθιού και ελληνικό γιαούρτι με πάπρικα.
Στις τελευταίες σελίδες του graphic novel τον βλέπουμε να απολαμβάνει ένα σουβλάκι με την κόρη του, καθισμένοι έξω από τα Filakia, το μοντέρνο παριζιάνικο σουβλατζίδικο της Γαλλίδας συζύγου του, στο οποίο είναι guest chef. Δεν υπάρχει The End. Μόνο η συνέχεια της περιπέτειας στο επόμενο τεύχος.

Σπύρος Μαριάτος
Ο ινσταγκραμικός γλυκατζής

spiros.jpg

«Θα τα παρατήσω όλα και θα πάω στο Άμστερνταμ να φτιάχνω cheesecakes» είπε μία μέρα ο Σπύρος. Το ’πε και το ’κανε. Μετά από χρόνια εμπειρίας σε ελληνικά εστιατόρια και ξενοδοχεία, αποφάσισε να υποκύψει στον έρωτά του με την ολλανδική πρωτεύουσα και να γράψει ένα κρεμώδες και μαζί τραγανό success story. Έτσι, λοιπόν, διάλεξε μία πανέμορφη γειτονιά του Άμστερνταμ ανάμεσα σε vintage shops και ρομαντικά σοκάκια και άνοιξε το Cheesy Cakes, ένα μαγαζί με ροζ αισθητική, φιλική ατμόσφαιρα και πολλές θερμίδες. Πρόκειται για ένα concept store -ναό των cheesecakes, τα οποία θα βρεις σε διάφορες πρωτότυπες (και διεστραμμένες) εκδοχές, πολλές από αυτές με άκρως ελληνικό χαρακτήρα. Γνωστές μας γεύσεις όπως μελομακάρονο, μπακλαβάς και γαλακτομπούρεκο (ναι, το τελευταίο σερβίρεται με ειδική σύριγγα για να προσθέσεις κι άλλο σιρόπι) μετατρέπονται σε φαντασμαγορικά cheesy υβρίδια και οι πελάτες απ’ έξω παραληρούν. Κάθε φορά μάλιστα που ψήνεται και μαγειρεύεται το cheesecake τσουρέκι με μαστίχα και λευκή σοκολάτα, ξεπουλιέται ολόκληρη η παρτίδα σε λιγότερο από μισάωρο.

spiros2_1.jpg

Εκτός από πολλές διακρίσεις, ο Σπύρος είναι και ιδιαίτερα αγαπητός στο ίνσταγκραμ με καθημερινά ποστ του μαγαζιού του να ταγκάρονται ως #foodporn από όλους τους ανερχόμενους influencers αυτού του κόσμου. Μελλοντικά ελπίζει να ταξιδέψει και στην υπόλοιπη Ευρώπη, παίρνοντας μαζί το Cheesy Cakes σε μορφή pop up store. H στάση στην Αθήνα προφανώς θα διαρκέσει λίγο περισσότερο. Και θα στάζει μέλι.

Ασημάκης Χανιώτης
Ο street artist

asimakis_1.jpg

Mεγαλωμένος στο Περιστέρι, ο Ασημάκης αναζητούσε διεξόδους για την εκρηκτική του δημιουργικότητα από πολύ νεαρή ηλικία. Για ένα χρονικό διάστημα ξεσπούσε στα χρώματα, τα σπρέι και τα περίτεχνα σχέδια της ζωγραφικής του δρόμου, μετατρέποντας τον εαυτό του σε φίνο στριτ αρτίστα. Στη συνέχεια ανακάλυψε το σύμπαν που βρίσκεται μέσα σε μια κουζίνα και τελικά αποφάσισε να γίνει σεφ. Ο δρόμος φυσικά δεν ήταν εύκολος, και ο Ασημάκης βρέθηκε σε όλα τα μαγειρικά πόστα, από μπουφέ και ξενοδοχεία μέχρι και fine dining. Μία μέρα αποφάσισε να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο εξωτερικό και έτσι έφυγε για Λονδίνο, βρίσκοντας δουλειά σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της πόλης, το Pied à Terre. Σιγά-σιγά, μετά από χιλιάδες ώρες σκυμμένος πάνω από άδεια πιάτα που έπρεπε να γεμίσει με ποιότητα, ο Ασημάκης κατάφερε να αναλάβει τη θέση του executive chef και μόλις στα 28 του τιμήθηκε με βραβείο Michelin.

asimakis_and_team_dsc_5729-m.jpg

Πρωταγωνίστρια στη μαγειρική του είναι φυσικά η ελληνική κουζίνα. «Από τη στιγμή που θα κάτσεις στο εστιατόριό μας, θα σου έρθει το ψωμί που ψήνουμε καθημερινά με φρέσκο προζύμι και ένα μπουκαλάκι με ελαιόλαδο από άγουρες ελιές που κάνω ο ίδιος. Ένα από τα πιάτα που είχα πέρσι στο μενού μου ήταν τα σαλιγκάρια “σαν στιφάδο” που μου έκανε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρός. Εγώ τα έφτιαξα σε μορφή από ραβιόλια, γεμιστά με τα σαλιγκάρια και τη σάλτσα, και μικρά κρεμμύδια στο grill για να δώσω μια καπνιστή γεύση. Τώρα έχω μια μίξη ελληνικής και γαλλικής κουζίνας με foie gras που το σερβίρω με τραχανά, άλλο ένα πολυαγαπημένο ελληνικό υλικό, όπως χρησιμοποιώ και αγουρίδα, αυγοτάραχο, σταμναγκάθι από την Κρήτη και πολλά άλλα». Εκτός όλων αυτών, του αξίζουν επιπλέον πόντοι για το προσωπικό του, το οποίο αποτελείται σε ένα 70% από άλλους Έλληνες!

Βασιλική Πιερρακέα
Η ονειροπόλα ποιήτρια

vasilikikouzina_1.jpg

«Η κουζίνα είναι σαν τον βυθό της θάλασσας. Μαγική και μυστηριώδης. Είναι ένα μέρος που μπορούμε να ανακαλύψουμε μοναδικά πράγματα» λέει η Βασιλική Πιερρακέα και η φωνή της ξεχειλίζει αγάπη. Ξεκίνησε ως ερασιτέχνης μάγειρας, δεν άφησε γωνία της Ελλάδας χωρίς να την εξερευνήσει, γνώρισε τους καλύτερους παραγωγούς της χώρας και στη συνέχεια μετακόμισε στο Μιλάνο με σκοπό να προτείνει στους Ιταλούς έναν διαφορετικό γευστικό κόσμο. Σε ποιους, στους Ιταλούς! Άνοιξε έτσι το Vasiliki Kouzina στον ήσυχο δρόμο Via Clusoneκαι ξεκίνησε να υλοποιεί το όνειρό της με όπλο τις κατσαρόλες που αχνίζουν χταπόδι και κοφτό μακαρονάκι. Τυλίγοντας τα ντολμαδάκια ένα-ένα. Αντλώντας έμπνευση από τα κυριακάτικα τραπέζια στην Καλαμάτα και τις μυρωδιές στην ταβέρνα του παππού της.

vasilikikouzina_9.jpg

Ο δικός της χώρος είναι κομψότατος και απόλυτα σύγχρονος, με το κόκκινο της Κνωσού να κυριαρχεί (ελληνικά χρώματα δεν είναι μόνο το μπλε και το λευκό εξάλλου) και τα φωτιστικά από ορείχαλκο να θυμίζουν το φως του ήλιου μας. Ένα μαγαζί σαν βελούδινο κουτί κοσμημάτων που σε προκαλεί να περάσεις ώρες στο εσωτερικό του, ανακαλύπτοντας το προσεγμένο, βασιλικό μενού. Σε μια πόλη που φημίζεται για το καλό φαγητό της, η Βασιλική κατάφερε να λάμψει μαγειρεύοντας κοκκινιστά, γίγαντες, αβγοτάραχο και φάβα. Δημιούργησε έτσι ένα μοναδικό στέκι που συγκαταλέγεται στα πιο δημοφιλή της πόλης και είναι μονίμως γεμάτο από νεαρούς, μοδάτους Μιλανέζους που επιθυμούν να φάνε καλά «όπως οι Έλληνες».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ