Θεματα

Ψεύτικος κιμάς. Θυμάσαι;

Πόσο καλά ξέρουμε αυτούς που ξέρουμε καλύτερα από όλους;

320074-629230.jpg
Ιωάννα Μαραγκουδάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
134724-307544.jpg

Τον κοιτάζω που κοιμάται. Και είναι όπως είναι πάντα. Όμορφος, ύποπτος και δικός μου. Πόσο καλά ξέρουμε αυτούς που ξέρουμε καλύτερα από όλους; Ξέρω ότι έχει μια ελιά στο μάγουλο που δεν φαίνεται όταν είναι αξύριστος. Ξέρω ότι όταν ήταν μικρός είχε πέσει δυο τρεις φορές με τη μηχανή. Ξέρω ότι όταν θέλει να μου δείξει ότι με θέλει, θα με χαϊδέψει στο εσωτερικό κόκαλο του μηρού μου. Ξέρω όμως τι σκέφτεται όταν κλείνει τα μάτια πέφτοντας στο κρεβάτι; Ξέρω τι τον τρελαίνει όταν κάποιες νύχτες στριφογυρίζει στο στρώμα χωρίς να μπορεί να βρει τι ψάχνει;

Τώρα που κοιμάται, είμαι ήρεμη. Μπορώ να περιφέρομαι στο σπίτι στις μύτες των ποδιών και να τον σκέφτομαι σε όποια μορφή με ευχαριστεί. Κάποιες φορές τον σκέφτομαι σαν το προσωπικό μου καλειδοσκόπιο. Τον κοιτάζω και βλέπω στα μάτια του όλες τις πιθανές μου αποχρώσεις. Τις πιο ροζ. Τις πιο κόκκινες. Τις άλλες τις σκούρες. Τις δύσκολες.

Κάποιες άλλες τον σκέφτομαι σαν τον μαύρο καβαλάρη της Αποκάλυψης. Γκρινιάζω και τον καταριέμαι στις φίλες μου και είμαι πεπεισμένη ότι σε αυτή τη ζωή ήρθε με αποστολή να με βασανίζει και να βασανίζεται. Κάποιες άλλες, πιο καλοκαιρινές, πιο βραδινές, πιο με σχεδόν γεμάτο φεγγάρι, τον σκέφτομαι σαν μωρό. Μωρό μου. Κάτι τέτοιες βραδιές, που είναι νωρίς για να κοιμηθώ, αλλά εκείνος έχει ήδη αποκοιμηθεί στον καναπέ μαζί με τον σκύλο, τον ανακαλώ από το πρώτο μας παρελθόν, τον συναντάω στο πιο τωρινό μας παρόν και αναρωτιέμαι για το μέλλον μας.

Κάπου ανάμεσα στο χτες, το σήμερα και το αύριο που σε λίγο ξημερώνει, και με φόβο Θεού μην τον ξυπνήσει το μούλτι, ψιλοκόβω τα υλικά για τον κοτοπουλίσιο κιμά μου. Γυρνάει πλευρό και αγκαλιάζει ασυναίσθητα το σκύλο που με κοιτάει με νόημα αγουροξυπνημένος. Τον αγαπάς όπως παλιά; Με ρωτάει.

Κομματάκια πράσινης και κίτρινης πιπεριάς σε μικρές ροδέλες, λίγο καρότο, λίγο κολοκύθι και ότι άλλο βρίσκω στο ψυγείο μου, ίσα-ίσα για να κάνω τη λίγο πιο άχαρη γεύση του κιμά από κοτόπουλο, ενδιαφέρουσα. Για να μην έχει να λέει. Μα εκείνος δεν λέει. Εκείνος κοιμάται και τώρα που κοιμάται φαίνεται αθώος, ακίνδυνος, υπεράνω πάσης υποψίας. Ο ίδιος είναι που με έχει κάνει να κλάψω μέχρι πνιγμού; Ο ίδιος είναι που με έχει κάνει να θυμώσω μέχρι οδυρμού; Ο ίδιος είναι που με έχει κάνει να χύσω μέχρι εγκεφαλικού;

Χτυπάω όλα τα λαχανικά μου στο διαβολάκι μαζί με μπόλικό κρεμμύδι. Ρίχνω τον κιμά και τον κάνω βόλτες. Ρίχνω τα ομοιογενή κομμάτια από τα λαχανικά και ανακατεύω και άλλο. Για πάντα θα μπορούσα να ανακατεύω αναμνήσεις και στιγμές για να φέρνω στο μυαλό μου την πρώτη εποχή που τον γνώρισα. Κάνοντας το και ενώ σβήνω με κόκκινο κρασί, είναι σαν για μερικές στιγμές να τον ερωτεύομαι ξανά από την αρχή. Να του λέω τα μυστικά μου ξανά από την αρχή. Να τον ακούω να μου μιλάει για τις μουσικές του ξανά από την αρχή. Να τον παίρνω όρθια στην τουαλέτα του γραφείου, ξανά από την αρχή.

Το κρασί εξατμίζεται, αλλά εγώ θυμάμαι καθαρά. Προσθέτω λίγη μουστάρδα, κάνω μερικές ακόμα σβούρες με την ξύλινη κουτάλα και τελικά ρίχνω τη φρέσκια ντομάτα και λίγο νερό, αλάτι και πιπέρι. Τα μακαρόνια θα τα φτιάξω αύριο. Άσε τώρα το φαγάκι να βράσει. Να πυρώσει. Να μελώσει. Να βγάλει τα γούστα του με την ησυχία του.

Λίγο η ζέστη από το μαγείρεμα, λίγο το φεγγάρι, λίγο οι σκέψεις και στις μύτες πάλι πάω και στήνομαι σχεδόν πάνω από τον καναπέ. Κατεβάζω το σκύλο και κάθομαι στην άκρη. Κοιμάται. Τον φιλάω απαλά στον αυχένα. Στον ώμο. Στην κορυφή από τον κώλο του. Κοιμάται. Τον λυπάμαι και πάω μέσα να δω το φαγητό. Πόσο καλά ξέρουμε αυτούς που ξέρουμε καλύτερα από όλους; «Έλα πίσω» μου λέει ψιθυριστά χωρίς να γυρίσει καθόλου. Έρχομαι καλειδοσκόπιο μου. Μαύρε καβαλάρη μου. Έρχομαι. Μωρό μου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ